Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γουίλιαμ ΜακΊλβανι [William McIlvanney], το οποίο ολοκλήρωσε ο Ίαν Ράνκιν [Ian Rankin] «Το σκοτάδι παραμένει» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Κον Φίνεϊ μετρούσε τους πελάτες του. Δεν του πήρε ώρα. Το Πάρλορ είχε κάποτε πολύ κόσμο. Όταν τα ναυπηγεία ήταν στην πιο παραγωγική φάση τους, τις βραδιές της μισθοδοσίας οι πελάτες έκαναν ουρά μπροστά στην μπάρα. Την εποχή που συμφώνησε να αγοράσει την παμπ, όταν κέρδισε το στοίχημα, η επένδυση έμοιαζε καλή. Σίγουρα ήταν καλύτερα από τη δουλειά στα ναυπηγεία. Ποτέ δεν είχε νιώσει ασφαλής εκεί. Θυμόταν μια φορά που είχε πάει την Τάρα σινεμά, όταν ήταν περίπου οκτώ ετών. Βάδιζαν πιασμένοι χέρι χέρι, όταν ένας άντρας τού φώναξε από την απέναντι μεριά του δρόμου: «Γεια, Γουίλι!».
«Γεια, Ταμ» του είχε απαντήσει. «Ωραία βραδιά».
Μόλις συνέχισαν τον δρόμο τους, η Τάρα τον είχε ρωτήσει γιατί εκείνος ο άντρας τον είχε φωνάξει με λάθος όνομα.
«Με μπέρδεψε με κάποιον άλλο» της είχε εξηγήσει.
Δεν ήθελε να προσθέσει άλλη μια ρωγμή στην αθωότητά της. Στα ναυπηγεία ήταν γνωστός ως Γουίλι ΜακΛιν, επειδή αυτό το όνομα τους είχε δώσει. Εκείνο τον καιρό, αν συμπλήρωνες το όνομα Κόνεϊ Φίνεϊ σε μια αίτηση για δουλειά, ήταν σαν να δήλωνες ότι ήσουν καθολικός. Οι καθολικοί δεν ήταν ακόμη ευπρόσδεκτοι στο προτεσταντικό τσιφλίκι των ναυπηγείων στον ποταμό Κλάιντ.
Καλή λέξη το «τσιφλίκι». Η πολύχρονη αυτομόρφωση στην οποία είχε υποβάλει τον εαυτό του δεν είχε πάει χαμένη. Συχνά σκεφτόταν, είσαι πολύ καλός για να βρίσκεσαι εδώ, πριν θυμηθεί ότι το μαγαζί ήταν δικό του. Το Πάρλορ ήταν το δικό του τσιφλίκι. Όλα τα σχολικά του χρόνια, οι δάσκαλοί του υπέθεταν, λίγο ως πολύ, ότι αυτός και οι όμοιοί του προορίζονταν για χειρωνακτική εργασία. Τελικά, απέδειξε στους δασκάλους του ότι έκαναν λάθος, σε κάποιο βαθμό.
Αλλά, πάλι, πού ήταν η απόδειξη; Τον τελευταίο καιρό θα μπορούσες να προσθέσεις στο όνομα της παμπ τη λέξη «Κηδειών» και δεν θα έμοιαζε αλλόκοτο [1]. Κοίταξε με έμπειρο μάτι τους πελάτες του, και τους πέντε. Ο γερο-Ραμπ ήταν στο συνηθισμένο τραπέζι του και γινόταν ντίρλα μελαγχολικά και σιωπηλά. Έτσι νάρκωνε πιθανότατα ό,τι τον βασάνιζε, ψυχικά ή σωματικά. Η γυναίκα του είχε πεθάνει, τα παιδιά του ήταν μακριά και δεν του τηλεφωνούσαν ποτέ, ούτε έγραφαν. Έμοιαζε να περιμένει υπομονετικά μέχρι να έρθουν να μαζέψουν τα απομεινάρια του.
Ντυμένες με τα καλά τους αλλά χωρίς να έχουν κάπου να πάνε, ξαναθυμούνταν αναμνήσεις και ιστορίες από τα νεανικά τους χρόνια. Κάποιες φορές ξέθαβαν θολές φωτογραφίες από την τσάντα τους και τις έδειχναν στον Κον για να τις θαυμάσει. Κοντές φούστες, παχουλά πόδια, μάτια αστραφτερά στη σκέψη του μέλλοντος.
Η Σούζι και η Μάριον απολάμβαναν μια από τις τακτικές τους «βραδιές μόνο για κορίτσια». Ντυμένες με τα καλά τους αλλά χωρίς να έχουν κάπου να πάνε, ξαναθυμούνταν αναμνήσεις και ιστορίες από τα νεανικά τους χρόνια. Κάποιες φορές ξέθαβαν θολές φωτογραφίες από την τσάντα τους και τις έδειχναν στον Κον για να τις θαυμάσει. Κοντές φούστες, παχουλά πόδια, μάτια αστραφτερά στη σκέψη του μέλλοντος. Χαχάνιζαν διαρκώς ακόμα και τώρα και έπιναν Cinzano με λεμονάδα και μια φετούλα λεμόνι, αναγκάζοντας τον Κον να περνάει από το κοντινό μανάβικο μία φορά τη βδομάδα για να αγοράσει ένα μοναχικό λεμόνι.
Τους άλλους δύο πελάτες δεν τους ήξερε. Ένας νέος άντρας και μία νέα γυναίκα. Είχε αποφασίσει ήδη ότι δεν του άρεσε η όψη του άντρα. Καθόταν με το ένα χέρι περασμένο στην πλάτη της καρέκλας της συνοδού του, ενώ το άλλο ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι μπροστά της. Ήταν σαν να δημιουργούσε ένα τείχος γύρω της. Από στιγμή σε στιγμή, θα πρόσθετε συρματόπλεγμα και μια ταμπέλα Απαγορεύεται η είσοδος. Της μιλούσε κατευθείαν στα μούτρα, με φωνή χαμηλή αλλά επίμονη. Εκείνη αδύνατον να ήταν πάνω από δεκαοκτώ ετών, κι εκείνος δεν ξεπερνούσε τα είκοσι. Η κοπέλα έμοιαζε αβέβαιη, σαν να προσπαθούσε να υπολογίσει την πιο ασφαλή διέξοδο για να γλιτώσει τον λεκτικό καταιγισμό που έβγαινε από το στόμα του.
Ο Κον αναγνώριζε αμέσως το ψηστήρι της Γλασκόβης. Ήταν ευτυχής επειδή και οι δυο κόρες του ήταν παντρεμένες κι ασφαλείς. Όταν το ζευγάρι σηκώθηκε ξαφνικά και η κοπέλα έσκυψε να πιάσει την ομπρέλα της, ο Κον δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να πετάξει ένα σχόλιο προς το μέρος τους, σαν νόμισμα σε πηγάδι ευχών.
«Προσεκτικά και στο σπίτι εσείς οι δυο. Είναι απαίσια βραδιά η αποψινή».
Ο νεαρός κοίταξε μοχθηρά τον Κον, με βλέμμα που εμπεριείχε τόσο ελπίδα όσο και προσμονή. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους και ο Κον διέσχισε το μαγαζί για να μαζέψει τα ποτήρια τους, πρόσεξε ότι η κοπέλα σχεδόν δεν είχε αγγίξει το δικό της. Αυτό ίσως να ήταν καλό σημάδι. Ήταν νηφάλια ακόμη. Την ώρα που βρέθηκε πίσω από την μπάρα και άνοιξε τη βρύση του νεροχύτη, συνειδητοποίησε ότι ο Ραμπ είχε ολοκληρώσει το μεγάλο ταξίδι από το τραπέζι του.
«Έπρεπε να μου βάλεις μια φωνή» του είπε ο Κον. «Θα σου το είχα φέρει».
«Ο γιατρός λέει ότι πρέπει να ασκούμαι λιγάκι. Του είπα ότι θα ασκηθώ κάμποσο όταν κλείσουν τα δημοτικά ιατρεία. Μεταφέρονται σχεδόν δύο χιλιόμετρα μακριά. Μισή ντουζίνα τύποι με άσπρες ποδιές και κανείς δεν σου λέει σε ποιον πρέπει να πας. Για πες μου, αυτό υποτίθεται ότι είναι πρόοδος;»
«Θα χρειαστείς αθλητικά παπούτσια, Ραμπ».
«Δοκίμασες ποτέ να τα γυαλίσεις αυτά;»
«Μπα».
«Γι’ αυτό δεν θα φορέσω αθλητικά. Ο πατέρας μου έλεγε ποτέ να μην εμπιστεύεσαι άνθρωπο που δεν έχει ένα καλό ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια».
Ο Κον κούνησε το κεφάλι και αποφάσισε να μη σχολιάσει ότι απόψε ο Ραμπ φορούσε, ως συνήθως, καρό κλειστές παντόφλες με φθαρμένες λαστιχένιες σόλες. Αντ’ αυτού, έριξε δύο δόσεις ουίσκι στο ποτήρι του και το ακούμπησε στον πάγκο καθώς ο Ραμπ σκάλιζε στην τσέπη του για τα αναγκαία κέρματα.
«Αυτό το κερνάει το μαγαζί, μόνο μην το πεις στο αφεντικό».
«Είσαι σπαθί, Κον».
«Μήπως να το πεις και στη γυναίκα μου αυτό;»
«Θα της το έλεγα, αλλά δεν έρχεται ποτέ εδώ».
«Βρίσκει το μαγαζί κάπως εξεζητημένο». Ο Κον προσποιήθηκε ότι μελετούσε το περιβάλλον. «Τα βελούδινα καθίσματα και τους πολυελαίους».
Παγωμένος αέρας μπήκε, μαζί με μια ριπή βροχής. Οι δυο νεαροί πελάτες στάθηκαν στο κατώφλι, αναποφάσιστοι για το τι έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια. Σχεδόν έμοιαζαν να μην αναγνωρίζουν το μέρος από όπου μόλις είχαν βγει.
Ο Ραμπ δεν μπορούσε να τον παρακολουθήσει και γύριζε ήδη αργά για να διασχίσει τα χίλια μίλια ως το τραπέζι του. Ο ήχος της πόρτας που άνοιξε απότομα στον έξω κόσμο έθεσε σε επιφυλακή τον Κον για φασαρίες. Αλλά δεν μπήκαν σκίνχεντ ή καμιά άλλη τοπική συμμορία. Παγωμένος αέρας μπήκε, μαζί με μια ριπή βροχής. Οι δυο νεαροί πελάτες στάθηκαν στο κατώφλι, αναποφάσιστοι για το τι έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια. Σχεδόν έμοιαζαν να μην αναγνωρίζουν το μέρος από όπου μόλις είχαν βγει. Τελικά μπήκαν σέρνοντας τα πόδια τους, η πόρτα έκλεισε με θόρυβο πίσω τους. Η ομπρέλα ήταν μισάνοιχτη. Στην αρχή ο Κον δεν ήταν σίγουρος αν στο κατάχλωμο πρόσωπο της κοπέλας κυλούσαν σταγόνες βροχής ή δάκρυα. Ο σύντροφός της είχε καταπιεί την υπεροπτική φλυαρία του. Όταν βρήκε τη φωνή του, μίλησε πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν.
«Βρήκαμε ένα πτώμα» ανακοίνωσε.
«Πού;» απαίτησε να μάθει ο Κον.
«Στο σοκάκι από πίσω».
«Άστεγος;» ρώτησε η Σούζι.
«Μεγαλόσωμος άντρας, καλοντυμένος. Αυτό είδαμε μόνο».
❈
Ο Κον ζύγιζε τα πράγματα. Θα έπρεπε να ενημερωθεί η αστυνομία, αλλά μήπως ο ίδιος έπρεπε να κάνει κάτι πρώτα; Θα ζητούσαν να ελέγξουν τους λογαριασμούς του ή να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιό του; Αμφέβαλλε. Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Τζον Ρόουντς; Τότε όμως δεν θα έμοιαζε σαν να πίστευε ότι ο Ρόουντς είχε κάποια σχέση;
«Είσαι σίγουρος ότι είναι νεκρός;» ρώτησε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
«Εκτός αν γουστάρει να ξαπλώνει με ανοιχτά χέρια και πόδια σε όποιο νερόλακκο βρει πρόχειρο».
«Πήγαινε να ρίξεις μια ματιά, Κον» πρότεινε ο γερο-Ραμπ.
Ήταν ένας τρόπος να αναβάλει το αναπόφευκτο, υπέθεσε ο Κον. Πήρε το σακάκι του από μια κρεμάστρα σαν να ολοκλήρωνε ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Όλα τα μάτια ήταν πάνω του, το κοιμισμένο δωμάτιο είχε ζωηρέψει ξαφνικά.
«Πειράζει να πάρω ένα ποτό;» ρώτησε ο νεαρός τον Κον όταν πέρασε από δίπλα του.
«Περίμενε να γυρίσω» είπε προειδοποιητικά ο Κον. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο σκοτάδι.
Η βροχή λιγόστευε, αλλά άφηνε λιμνούλες με νερό που ο Κον έπρεπε να αποφύγει. Το σοκάκι ήταν αυτό όλο κι όλο. Οδηγούσε πίσω από το μπαρ, εκεί όπου φυλάσσονταν σκουπιδοτενεκέδες και άδεια καφάσια. Οι σκουπιδοτενεκέδες ήταν γαλβανισμένοι, αλλά τα καπάκια τους είχαν χαθεί από καιρό, τα είχαν πάρει παιδιά που τα χρησιμοποιούσαν ως ασπίδα ή τα χτυπούσαν ανά δύο σαν παράφωνα κρουστά. Ανάμεσά τους είδε το πτώμα. Ο Κον προσπάθησε να σκεφτεί πότε είχε περάσει από κει τελευταία φορά. Σίγουρα πριν από δυο μέρες. Ο άντρας φορούσε κοστούμι. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα και η κόκκινη γραβάτα του έμοιαζε με λωρίδα αίματος. Το κεφάλι του ήταν έτσι γυρισμένο που έκανε ορατό το πρόσωπό του και τα αραιά μαύρα μαλλιά του ήταν κολλημένα πάνω του.
«Ο μαλάκας ο Μπόμπι Κάρτερ» μουρμούρισε ο Κον. «Μπράβο, Μπόμπι. Ωχ, αυτό μου έλειπε μόνο…»
Επέστρεψε στο μπαρ. Έμοιαζε λες και κανείς δεν είχε κουνήσει ούτε βλέφαρο κατά την απουσία του. Χωρίς να βγάλει το σακάκι του, έβαλε μια βότκα για τον εαυτό του και την ήπιε σκέτη με μια γουλιά.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε ο νεαρός.
«Τι θα πιεις;» ρώτησε ο Κον Φίνεϊ.
[1] Η παμπ λέγεται Parlour. Funeral Parlour είναι το Γραφείο Κηδειών. (Σ.τ.Μ.)