Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της πρωτοεμφανιζόμενης Ααμίνα Αχμάντ [Aamina Ahmad] «Η επιστροφή του Φαράζ Αλί» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 12 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όλα εκείνα τα χρόνια, η Φιρντός δεν είχε πάρει ποτέ τηλέφωνο τη Ροζίνα για να της πει: Πάρε πίσω την κόρη σου. Η Μίνα ήταν δική της, την ανέθρεφε, την αγαπούσε, την προστάτευε. Αλλά αυτό της έλεγε εκείνη τη στιγμή: Πάρ’ την, σε παρακαλώ έλα να την πάρεις. Η Ροζίνα φαντάστηκε την έντονη δυσαρέσκεια στο βλέμμα του Νατζάμ αν του έλεγε ότι θα έφερνε εκεί τη Μίνα, αλλά τι σημασία είχε πια; Δεν την ένοιαζε η αντίδραση του Νατζάμ· το πιο δύσκολο ήταν να πει στη μητέρα της ότι δεν ήξερε για πόσο καιρό θα μπορούσε να τους προσφέρει την προστασία της ζώντας έξω από το Μοχαλά. Τίποτα δεν θα τρομοκρατούσε τη Φιρντός περισσότερο από τη σκέψη ότι η θέση της Ροζίνα στο πλευρό του Νατζάμ βρισκόταν σε κίνδυνο.
Όταν η Σαλιμά ήρθε για να μαζέψει τον δίσκο του τσαγιού, της είπε: «Θέλω να έρθεις μαζί μου σε μια δουλειά. Θα πάμε στην παλιά πόλη. Φόρεσε τη μαντίλα σου». Η Σαλιμά, με τον έντονο προγναθισμό της που την έκανε να φαίνεται σαν να είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, ένωσε τα χείλη πάνω από τα δόντια της πει- σμωμένη, αλλά δεν τόλμησε να πει κάτι. Ξαναγύρισε τυλιγμένη με μια άσχημη καφέ μαντίλα που κάλυπτε εντελώς τα μαλλιά της· ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν είχε καμία σχέση με τις γυναίκες του Μοχαλά, ούτε καν με γυναίκες σαν τη Ροζίνα.
Τα μάτια της Σαλιμά πήγαιναν από τα μπαλκόνια στα καταστήματα, μετά στους οίκους ανοχής και μετά στη Ροζίνα, διέτρεχαν τα παράθυρα αναζητώντας τα πράγματα που ήξερε ότι συνέβαιναν εκεί, που μπορεί να συνέβαιναν το ίδιο λεπτό.
Πήραν ένα ταξί μέχρι την Πύλη Ταξάλι. Η Ροζίνα φόρεσε γυαλιά ηλίου. Ανησυχούσε μήπως τραβήξει περισσότερη προσοχή έτσι, όχι λιγότερη, αλλά της φαινόταν ευκολότερο να κοιτάζει το Μοχαλά μέσα από τα γυαλιά, ειδικά εκείνη τη μέρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα· οι δρόμοι του Μοχαλά σε ανάγκαζαν να κάνεις κύκλους, σε οδηγούσαν σε αδιέξοδα· για να βρεις τον δρόμο της εξόδου, έπρεπε να γνωρίζεις πού βρίσκονταν οι δώδεκα πύλες – δώδεκα πύλες και ένα μορί, δεν μπορούσε να ξεχάσει το μορί, ένα κενό, μια χαραμάδα από την οποία μπορούσες να το σκάσεις. Η Ροζίνα θυμόταν ακόμη πού βρίσκονταν οι πύλες, αν και πολλές –κατεστραμμένες από τη φωτιά, από τις ταραχές, από τους εισβολείς ή από τον χρόνο– υπήρχαν πια μόνο ως ονόματα, αόρατες πόρτες που χώριζαν τους κατοίκους της παλιάς πόλης από την υπόλοιπη Λαχόρη.
Με οδηγό τη μνήμη της, προχώρησε στα σοκάκια προς το Μοχαλά, με τη Σαλιμά στο κατόπι της σαν μικρό παιδί. Σκέπασε το κεφάλι με τη μαντίλα της. Τα μάτια της Σαλιμά πήγαιναν από τα μπαλκόνια στα καταστήματα, μετά στους οίκους ανοχής και μετά στη Ροζίνα, διέτρεχαν τα παράθυρα αναζητώντας τα πράγματα που ήξερε ότι συνέβαιναν εκεί, που μπορεί να συνέβαιναν το ίδιο λεπτό. Πού και πού, το βλέμμα της στεκόταν σε κάτι –σε μια ντουπατά που στέγνωνε σε ένα μισόκλειστο παντζούρι, σε παιδιά που φώναζαν το ένα στο άλλο από τα μπαλκόνια– και κοιτούσε ψηλά με ανοιχτό το στόμα, σαν να είχε βρει αποδείξεις για την παρακμή που περίμενε.
Ο Αμπντούλ Ραχίμ, που συνήθως φρόντιζε για την ασφάλεια του καταστήματος μουσικών οργάνων του ισογείου –βιτρίνα ενός χώρου παράνομου τζόγου–, δεν βρισκόταν έξω από την πόρτα του οίκου ανοχής της Φιρντός. Ίσως εκείνος και οι νταβατζήδες της περιοχής να κρατούσαν χαμηλό προφίλ μέχρι να φύγει η αστυνομία. Η Ροζίνα σήκωσε το βλέμμα. Η Μίνα την κοιτούσε από την ταράτσα με μάτια που θύμιζαν χάντρες. Όταν η Ροζίνα σήκωσε το χέρι για να τη χαιρετήσει, η Μίνα έκανε ένα βήμα πίσω και εξαφανίστηκε. Η Ροζίνα αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα κατέβαινε για να την υποδεχτεί, αλλά όχι, το κορίτσι ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Έδειξε στη Σαλιμά ένα μικρό δρομάκι στο πλάι του σπιτιού. «Αν ακολουθήσεις αυτό το δρομάκι, θα βρεις μια αυλή. Πήγαινε και κάθισε εκεί. Θα έρθω να σε πάρω σε λίγο». Η Σαλιμά δεν κουνήθηκε, κοιτούσε ολόγυρά της τρομαγμένη.
«Πήγαινε», είπε με έναν θυμωμένο ψίθυρο η Ροζίνα. Αργά, η Σαλιμά άρχισε να περπατάει, ρίχνοντας μια ματιά πίσω της στη Ροζίνα, που της έγνεψε ανυπόμονα να προχωρήσει. Αισθάνθηκε ότι η Σαλιμά δεν έτρεφε πια την ίδια εκτίμηση για εκείνη. Την επόμενη μέρα, η κοπέλα θα αντιστεκόταν όποτε της ζητούσε κάτι, θα χαμογελούσε πονηρά όταν θα της ζητούσε να συμμαζέψει. Δεν είχε σημασία, υπήρχαν πολλές άλλες Σαλιμά, όπως ακριβώς υπήρχαν και πολλές άλλες Ροζίνες. Την επομένη, το κορίτσι θα είχε πάρει πόδι. Μόλις έφταναν στο σπίτι, θα την απέλυε.