Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Muriel Spark «Στη θέση του οδηγού» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου), που κυκλοφορεί στις 6 Απριλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Την επομένη το πρωί θα βρεθεί νεκρή από πολλαπλές μαχαιριές, με τους καρπούς της δεμένους με ένα μεταξωτό φουλάρι και τους αστραγάλους της ακινητοποιημένους με μια αντρική γραβάτα, στους κήπους μιας άδειας βίλας, σε ένα πάρκο της ξένης πόλης προς την οποία ταξιδεύει με την πτήση που επιβιβάζεται τώρα στην Πύλη 14.
Διασχίζοντας τον διάδρομο απογείωσης προς το αεροπλάνο η Λιζ ακολουθεί από πολύ κοντά, με τον αρκετά μεγάλο διασκελισμό της, τον συνεπιβάτη στον οποίο φαίνεται ότι έχει τελικά επιλέξει να προσκολληθεί. Πρόκειται για έναν ροδομάγουλο γεροδεμένο νεαρό γύρω στα τριάντα· φοράει σκούρο επαγγελματικό κουστούμι και κρατάει μαύρο χαρτοφύλακα. Η Λιζ τον ακολουθεί αποφασιστικά, προσέχοντας να κλείνει τον δρόμο σε οποιονδήποτε άλλο ταξιδιώτη που λόγω άσκοπης βιασύνης μπορεί να χωθεί ανάμεσα στην ίδια και σε αυτόν τον άντρα. Εν τω μεταξύ, σε μικρή απόσταση και πίσω από τη Λιζ, σχεδόν πλάι της, περπατάει ένας άντρας που με τη σειρά του φαίνεται να ανυπομονεί να βρεθεί κοντά της. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να τραβήξει την προσοχή της. Φοράει γυαλιά, μισοχαμογελάει, είναι νέος, μελαχρινός, με μακριά μύτη και βαδίζει κάπως σκυφτός. Φοράει καρό πουκάμισο και μπεζ κοτλέ παντελόνι. Στον ώμο του κρέμεται μια φωτογραφική μηχανή και στο μπράτσο του ένα πανωφόρι.
Ανεβαίνουν τα σκαλιά, ο ροδαλός και λαμπερός επιχειρηματίας, η Λιζ μια ανάσα πίσω του κι εκείνος ο άλλος άντρας, με το φιλόδοξο βλέμμα, μια ανάσα πίσω από εκείνη. Ανεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στο αεροπλάνο. Η αεροσυνοδός καλημερίζει τους επιβάτες στην είσοδο, ενώ ένας άντρας του προσωπικού καμπίνας στο βάθος του διαδρόμου της οικονομικής θέσης εμποδίζει τη δίοδο των επιβατών που περπατάνε αργά ο ένας πίσω από τον άλλο για να βοηθήσει μια νεαρή γυναίκα με δύο μικρά παιδιά να φυλάξει τα πανωφόρια τους στη σχάρα πάνω από τις θέσεις. Η δίοδος επιτέλους ανοίγει. Ο επιχειρηματίας της Λιζ βρίσκει μια θέση δίπλα στο παράθυρο στα δεξιά, σε μια σειρά τριών θέσεων. Η Λιζ πιάνει τη μεσαία θέση δίπλα του, στα αριστερά του, ενώ ο άλλος άντρας, που μοιάζει με λιπόσαρκο γεράκι, πετάει στα γρήγορα το πανωφόρι του στη σχάρα, βολεύει και τη φωτογραφική του μηχανή εκεί και κάθεται δίπλα στη Λιζ, στη θέση στον διάδρομο.
Η Λιζ αρχίζει να ψαχουλεύει για να βρει τη ζώνη ασφαλείας της. Πρώτα απλώνει το χέρι της στη δεξιά πλευρά του καθίσματός της που εφάπτεται με εκείνο του άντρα με το σκούρο κουστούμι. Ταυτόχρονα πιάνει το αριστερό τμήμα της ζώνης. Αλλά η αγκράφα που πιάνει με το δεξί της χέρι είναι της ζώνης του διπλανού της. Όσο κι αν προσπαθεί, δεν θηλυκώνει με το αριστερό κομμάτι. Ο διπλανός της με το σκούρο κουστούμι, ο οποίος επίσης ψαχουλεύει για να βρει τη ζώνη του, συνοφρυώνεται καθώς φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται πως εκείνη έχει πιάσει το δικό του μισό της ζώνης και βγάζει έναν ακατάληπτο ήχο. Η Λιζ λέει: «Νομίζω ότι έχω πάρει τη δική σας».
Ο επιχειρηματίας της Λιζ βρίσκει μια θέση δίπλα στο παράθυρο στα δεξιά, σε μια σειρά τριών θέσεων. Η Λιζ πιάνει τη μεσαία θέση δίπλα του, στα αριστερά του, ενώ ο άλλος άντρας, που μοιάζει με λιπόσαρκο γεράκι, πετάει στα γρήγορα το πανωφόρι του στη σχάρα, βολεύει και τη φωτογραφική του μηχανή εκεί και κάθεται δίπλα στη Λιζ, στη θέση στον διάδρομο.
Εκείνος ψαρεύει την αγκράφα που κανονικά ταιριάζει στη ζώνη ασφαλείας της Λιζ. Η Λιζ λέει: «Ω ναι. Χίλια συγγνώμη». Ύστερα χαχανίζει, ενώ εκείνος χαμογελάει με τυπική ευγένεια για μια στιγμή και μετά σοβαρεύει, δένει προσεκτικά τη ζώνη του και στη συνέχεια κοιτάζει έξω από το παράθυρο το φτερό του αεροπλάνου, ασημί με ορθογώνια μπαλώματα.
Ο διπλανός της Λιζ από την αριστερή μεριά χαμογελάει. Από το μεγάφωνο ακούγεται η οδηγία προς τους επιβάτες να δέσουν τις ζώνες ασφαλείας τους και να μην καπνίζουν. Τα καστανά μάτια του θαυμαστή της εκπέμπουν ζεστασιά, το χαμόγελό του, πλατύ όσο και το μέτωπό του, μοιάζει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του αδύνατου προσώπου του. Η Λιζ λέει δυνατά για να ακουστεί πάνω από τις άλλες φωνές στο αεροπλάνο: «Μοιάζεις με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Θέλεις να με φας;»
Οι κινητήρες ανεβάζουν στροφές. Από τα χαμογελαστά χείλη του ενθουσιώδους γείτονά της βγαίνει ένα βαθύ γέλιο ικανοποίησης, ενώ της χτυπάει το γόνατο επιδοκιμαστικά. Ξαφνικά ο άλλος γείτονας της Λιζ την κοιτάζει ανήσυχος. Την κοιτάζει σαν να την αναγνωρίζει, με τον χαρτοφύλακα στην ποδιά του και το χέρι του έτοιμο να βγάλει από κει μια δεσμίδα χαρτιά. Κάτι πάνω στη Λιζ, η συνομιλία της με τον άντρα στα αριστερά της, του προκαλεί ένα είδος παράλυσης και η κίνησή του να βγάλει τα χαρτιά από τον χαρτοφύλακά του μένει μετέωρη. Ανοίγει το στόμα του, ξέπνοος και σαστισμένος, και την κοιτάζει σαν να την ήξερε κάποτε και να την είχε ξεχάσει, και τώρα να την ξανάβλεπε. Εκείνη του χαμογελάει· είναι ένα χαμόγελο ανακούφισης και ικανοποίησης. Το χέρι του κινείται ξανά, βάζοντας βιαστικά στη θέση τους τα χαρτιά που εκείνος είχε μισοβγάλει από τον χαρτοφύλακά του. Λύνει τρέμοντας τη ζώνη του και κάνει σαν να θέλει να σηκωθεί από τη θέση του, αρπάζοντας ταυτόχρονα τον χαρτοφύλακά του.
Το βράδυ της επομένης θα πει στην αστυνομία με απόλυτη ειλικρίνεια: «Την είδα πρώτη φορά στο αεροδρόμιο. Έπειτα στο αεροπλάνο. Κάθισε δίπλα μου».
«Δεν την είχατε δει ποτέ πριν; Δεν τη γνωρίζατε;»
«Όχι, ποτέ».
«Για τι πράγμα μιλήσατε στο αεροπλάνο;»
«Για τίποτε. Άλλαξα θέση. Τρόμαξα».
«Τρομάξατε;»
«Ναι, τρομοκρατήθηκα. Άλλαξα θέση, έφυγα μακριά της».
«Τι σας τρόμαξε;»
«Δεν ξέρω».
«Γιατί αλλάξατε θέση σε εκείνη τη φάση;»
«Δεν ξέρω. Θα πρέπει να διαισθάνθηκα κάτι».
«Εκείνη τι σας είπε;»
«Όχι πολλά. Είχε μπερδέψει τη δική της ζώνη ασφαλείας με τη δική μου. Μετά κάτι είπε στον άντρα που καθόταν δίπλα της από την άλλη μεριά».
Τώρα, καθώς το αεροπλάνο τροχοδρομεί κατά μήκος του διαδρόμου απογείωσης, ο άντρας σηκώνεται. Η Λιζ και ο άντρας δίπλα στον διάδρομο σηκώνουν τα μάτια και τον κοιτούν αιφνιδιασμένοι από τις απότομες κινήσεις του. Οι ζώνες ασφαλείας τούς κρατούν δεμένους στις θέσεις τους και δεν μπορούν να του κάνουν αμέσως χώρο, καθώς εκείνος δείχνει ότι θέλει να περάσει. Για μια στιγμή η Λιζ φαίνεται σαν να τα έχει κάπως χαμένα, σαν να βίωσε, εκτός από σύγχυση, μια αίσθηση ήττας ή σωματικής ανικανότητας. Μπορεί να είναι έτοιμη να κλάψει ή να διαμαρτυρηθεί για μια άσπλαχνη αναστάτωση της θέλησής της. Αλλά μια αεροσυνοδός, βλέποντας τον όρθιο άντρα, αφήνει το πόστο της δίπλα στην πόρτα εξόδου και διασχίζει βιαστικά τον διάδρομο προς τη σειρά τους.