Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Charlie Jane Anders «Τα πουλιά που ήθελαν να τραγουδήσουν» (μτφρ. Πόλυ Μοσχοπούλου), το οποίο κυκλοφορεί στις 30 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Φουρφούρι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το Δέντρο δεν μιλούσε. Αντίθετα, τα πουλιά που κάθονταν στα κλαριά του τιτίβιζαν και φλυαρούσαν όλα μαζί.
«Ησυχία! Ησυχία!» φώναξε ένας μεγάλος ψαραετός στη συμβολή δύο πελώριων κλώνων.
«Είναι τελείως αντικανονικό», σχολίασε ένας φουντωτός φασιανός από πιο ψηλά, ρολάροντας τα φτερά του.
«Εγώ δεν πάω παραπέρα», δήλωσε ο Κούμπου.
«Καλή τύχη. Νομίζω ότι τους βρήκαμε να ψηφίζουν για μια Πρόταση Δυσπιστίας. Κακή στιγμή!»
Το περιστέρι πέταξε μακριά, αφήνοντας την Πατρίσια και τον Λόρενς να στέκουν ολομόναχοι ενώπιον του Κοινοβουλίου.
«Γεια σας», είπε η Πατρίσια. «Ήρθα. Στείλατε να με ειδοποιήσουν».
«Όχι, δεν στείλαμε», απάντησε ο φασιανός.
«Στείλαμε», υπενθύμισε ο ψαραετός στον αξιότιμο συνάδελφό του. «Ωστόσο άργησες».
«Συγγνώμη», ζήτησε η Πατρίσια. «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα».
Κοίταξε τον Λόρενς που ανασήκωσε το φρύδι του, επειδή δεν έβγαζε την παραμικρή άκρη απ’ όλο εκείνο το τιτίβισμα.
«Σου κάναμε μια ερώτηση πριν από χρόνια», συνέχισε ο ψαραετός. «Και δεν ήρθες ποτέ να μας δώσεις απάντηση».
«Για μια στιγμή», διαμαρτυρήθηκε η Πατρίσια. «Ήμουν μικρό παιδί. Δεν θυμόμουν καν ότι έπρεπε ν’ απαντήσω σε μια ερώτηση. Τέλος πάντων, τώρα ήρθα. Μετράει αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Άργησες!» πετάχτηκε ένας αετός από την ψηλότερη διχάλα του δεξιού κλαριού. «Άργησες!» επικρότησαν εν χορώ κι άλλα πουλιά.
«Το ξέραμε ότι δεν θα προλάβαινες να ’ρθεις έγκαιρα», παρατήρησε ο αετός. «Ο χρόνος σου τελειώνει».
«Όπως και να ’χει, τώρα ήρθες, σωστά;» παρενέβη ο ψαραετός. «Ας ακούσουμε λοιπόν την απάντησή σου. Είναι κόκκινο ένα δέντρο;»
«Είναι κόκκινο ένα δέντρο;» επανέλαβε το κοράκι.
Τα άλλα πτηνά επανέλαβαν κι αυτά την ερώτηση, ώσπου οι φωνές τους κατέληξαν σ’ ένα εκκωφαντικό βουητό.
«Είναι κόκκινο ένα δέντρο; Είναι κόκκινο ένα δέντρο; Είναι; Κόκκινο; Ένα δέντρο;»
«Σου κάναμε μια ερώτηση πριν από χρόνια», συνέχισε ο ψαραετός. «Και δεν ήρθες ποτέ να μας δώσεις απάντηση».
«Για μια στιγμή», διαμαρτυρήθηκε η Πατρίσια. «Ήμουν μικρό παιδί. Δεν θυμόμουν καν ότι έπρεπε ν’ απαντήσω σε μια ερώτηση. Τέλος πάντων, τώρα ήρθα. Μετράει αυτό, έτσι δεν είναι;»
Η Πατρίσια είχε προετοιμαστεί γι’ αυτήν τη στιγμή, ειδικά μετά την κουβέντα της με το Πέριγκριν. Ήλπιζε ότι, με κάποιον τρόπο, θα πρόβαλλε στο μυαλό της η απάντηση από κάποια γωνιά του υποσυνειδήτου της, όπου θα υπέβοσκε τόσα χρόνια. Τώρα όμως που βρισκόταν εκεί, ένιωθε ζαλισμένη και το μυαλό της τελείως άδειο. Εξακολουθούσε να μη βγάζει νόημα. Όπως ποιο δέντρο ακριβώς εννοούσαν; Κι αν η ερώτηση αφορούσε άτομο που έπασχε από αχρωματοψία; Κοίταξε το Δέντρο, ακριβώς μπροστά της, πασχίζοντας να καταλάβει τι χρώμα είχε. Για μια στιγμή, ο φλοιός πήρε μια χροιά γκρίζας λάσπης. Έπειτα το ξανακοίταξε και είδε ένα βαθύ, πλούσιο καφέ με κόκκινες αποχρώσεις. Αδυνατούσε να καταλάβει, ήταν πολύ δύσκολο, δεν είχε στοιχεία. Στράφηκε στον Λόρενς που της έστειλε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο, παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε γρυ.
«Δεν ξέρω», απάντησε η Πατρίσια. «Δώστε μου ένα λεπτό».
«Σου δώσαμε χρόνια». Ο ψαραετός κατσούφιασε. «Είναι μια τελείως απλή ερώτηση».
«Δεν… δεν…»
Η Πατρίσια έκλεισε τα μάτια της.
Αναλογίστηκε όλα τα δέντρα που είδε στη ζωή της και περιέργως ανέτρεξε στο γεγονός ότι, φευγαλέα, είχε αντικρίσει ένα τελείως άλλο σύμπαν, όταν έσωζε την Πρίγια. Και το άλλο εκείνο σύμπαν διέθετε απίθανα χρώματα, σε μήκη κύματος που, υποτίθεται, δεν έβλεπαν οι άνθρωποι – και τι χρώμα θα είχε εκεί ένα δέντρο; Η σκέψη αυτή την οδήγησε στον Ερνέστο που χάθηκε για πάντα σε κείνο το σύμπαν, και είχε σχολιάσει ότι αυτός εδώ ο πλανήτης ήταν μια κουκκίδα και όλοι εμείς κουκκίδες πάνω στην κουκκίδα. Μπορεί όμως και το σύμπαν ολόκληρο να ήταν μια κουκκίδα. Και να ήταν όλα κομμάτι της φύσης, όλα τους, όσο φύση ήταν και το Δέντρο αυτό μπροστά της. Αναλογίστηκε τον Ρέτζιναλντ που έλεγε πως η φύση «δεν βρίσκει τρόπο» να κάνει κάτι και τον Λόρενς που υποστήριζε ότι οι άνθρωποι ήταν μοναδικοί στο κοσμικό σύμπαν. Η Πατρίσια εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τίποτα σχετικά με αυτήν τη φύση ή για οτιδήποτε άλλο. Ήξερε ακόμα λιγότερα και απ’ όταν ήταν μικρό παιδί. Κάλλιστα θα μπορούσε να έχει και αχρωματοψία.
«Δεν ξέρω», δήλωσε. «Δεν γνωρίζω. Λυπάμαι. Ειλικρινά».
Η Charlie Jane Anders είναι η συγγραφέας των βιβλίων «Τα πουλιά που ήθελαν να τραγουδήσουν», «Η πόλη στη μέση της νύχτας», «Νίκες πιο σημαντικές από τον θάνατο» κ.ά. Έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, τα λογοτεχνικά βραβεία Emperor Norton, Nebula, Hugo, Locus, Crawford και Lambda (για την προσφορά της στην ΛΟΑΤ κοινότητα). Διηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στους New York Times, στην Washington Post, στη San Francisco Chronicle και στα περιοδικά Wired, Lightspeed, MIT Technology Review, Magazine of Fantasy & Science Fiction κ.ά. Της αρέσουν πολύ το καραόκε και οι πικάντικες γεύσεις. Αγκαλιάζει τα δέντρα για καλή τύχη και όταν δουλεύει μια ιστορία συνηθίζει να μιλά πολύ στον εαυτό της.