Προδημοσίευση αποσπάσματος από το διήγημα του William Faulkner «Κόκκινα φύλλα» (μτφρ.-επίμ.: Γιάννης Παλαβός), το οποίο κυκλοφορεί στις 15 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
II
Τὸ σπίτι, περιστοιχισμένο ἀπὸ βελανιδιές, ἔστεκε σὲ ἕναν λοφίσκο. Ἡ πρόσοψη, ὕψους ὅσο ἕνα ἰσόγειο κτίσμα, ἦταν τὸ κατάστρωμα ἑνὸς προσαραγμένου ἀτμόπλοιου, μὲ τὸ σαλόνι, τὶς καμπίνες καὶ τὴ γέφυρά του, ποὺ ὁ Ντούμ, ὁ πατέρας τοῦ Ἰσσετιμπέχα, εἶχε βάλει τοὺς σκλάβους του νὰ ξηλώσουν καὶ νὰ ρυμουλκήσουν διὰ ξηρᾶς, κυλώντας το πάνω σὲ κορμοὺς κυπαρισσιῶν ἐπὶ εἴκοσι χιλιόμετρα μέχρι τὸ σπίτι του. Τοὺς πῆρε πέντε μῆνες. Τὸ σπίτι του ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ὅλο κι ὅλο ἕνας τοῖχος ἀπὸ τοῦβλα. Ἔστησε τὸ ἀτμόπλοιο παράλληλα στὸν τοῖχο· ἐκεῖ πιὰ ὁ ραγισμένος καὶ ξεφτισμένος χρυσωπὸς διάκοσμος τῶν ροκοκὸ κορνιζωμάτων, ἀπομεινάρι περασμένου μεγαλείου, στεφάνωνε μὲ περίτεχνα σχέδια τὶς χρυσαφιὲς ἐπιγραφὲς πάνω ἀπὸ τὶς περσιδωτὲς πόρτες τῶν θαλάμων.
Σύμφωνα μὲ τὴν καταγωγή του, ὁ Ντοὺμ δὲν ἦταν παρὰ ἕνας κατώτερος ἀρχηγός, ἕνας ἁπλὸς μίνγκο, ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ἀδέρφια ἀπὸ τὴ μητρικὴ γραμμὴ τῆς οἰκογένειας. Ἔκανε ἕνα μακρινὸ ταξίδι μὲ μιὰ κωπήλατη φορτηγίδα ἀπὸ τὸ βόρειο Μισσισσίππι στὴ Νέα Ὀρλεάνη –ἦταν νεαρὸς τότε καὶ ἡ Νέα Ὀρλεάνη ἦταν εὐρωπαϊκὴ πόλη–, ὅπου γνώρισε τὸν ἱππότη Σαὶρ Μπλὸντ ντὲ Βιτρύ, ἕναν ἄντρα ποὺ ἡ κοινωνική του θέση ἦταν, προδήλως, ἐξίσου ὕποπτη μὲ τὴ δική του. Στὴ Νέα Ὀρλεάνη, ἀνάμεσα στοὺς τζογαδόρους καὶ τοὺς μαχαιροβγάλτες τοῦ λιμανιοῦ, ὁ Ντούμ, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ πάτρωνά του, παρουσιάστηκε ὡς ὁ φύλαρχος, ὁ ῎Αντρας, ὁ κληρονομικὸς ἰδιοκτήτης τῆς γῆς ποὺ ἀνῆκε στὴν πατρικὴ γραμμὴ τῆς οἰκογένειας. Ὁ ἱππότης ντὲ Βιτρὺ τὸν ἀποκαλοῦσε «du homme» κι ἔτσι προέκυψε τὸ «Ντούμ».
Κυκλοφοροῦσαν παντοῦ μαζί – ὁ Ἰνδιάνος, ὁ κοντόχοντρος νέος μὲ τὴ θρασεία, γριφώδη καὶ τραχιὰ ὄψη, καὶ ὁ Παριζιάνος, ὁ κοσμοπολίτης, ὁ φίλος, καθὼς ἔλεγαν, τοῦ Καροντελὲ κι ὁ ἔμπιστος τοῦ στρατηγοῦ Οὐίλκινσον. Ἔπειτα ἐξαφανίστηκαν καὶ οἱ δύο μεμιᾶς, χάθηκαν ἀπὸ τὰ ὕποπτα στέκια τους. Ξοπίσω τους ἔμεινε ὁ θρύλος τῶν ποσῶν ποὺ λεγόταν πὼς κέρδισε ὁ Ντοὺμ καὶ μιὰ ἱστορία γιὰ μιὰ κοπέλα, κόρη εὔπορης οἰκογένειας τῶν Δυτικῶν Ἰνδιῶν, τῆς ὁποίας ὁ γιός –ὁ ἀδερφὸς τῆς νεαρῆς– γύρευε μὲ τὸ πιστόλι τὸν Ντοὺμ στὰ παλιά του λημέρια καιρὸ ἀφότου ἐξαφανίστηκε.
Κατόπιν ὁ Ντοὺμ ἄρχισε νὰ ἀποκτᾶ κι ἄλλους σκλάβους καὶ νὰ καλλιεργεῖ ἕνα μέρος τῆς γῆς του, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν λευκῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ποτὲ ἀρκετὲς ἐργασίες νὰ τοὺς ἀναθέσει. Ἀπολύτως ἄπραγοι, οἱ περισσότεροι ζοῦσαν ζωὲς μεταφερμένες αὐτούσια ἀπὸ τὶς ἀφρικανικὲς ζοῦγκλες, μὲ τὴν ἐξαίρεση εἰδικῶν περιστάσεων, ὅταν ὁ Ντούμ, θέλοντας νὰ διασκεδάσει τοὺς προσκεκλημένους του, ἔλυνε ξοπίσω τους τὰ σκυλιά.
Ὕστερα ἀπὸ ἕξι μῆνες ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ κοπέλα· πῆρε τὸ ποστάλι τῆς γραμμῆς τοῦ Σαὶντ Λούις, ποὺ ἔδεσε ἕνα βράδυ σὲ μιὰ ξύλινη προβλήτα στὴν πλευρὰ τοῦ βόρειου Μισσισσίππι, κι ἐκεῖ ἀποβιβάστηκε μαζὶ μὲ μιὰ νέγρα ὑπηρέτρια. Τὴν παρέλαβαν τέσσερις Ἰνδιάνοι μ’ ἕνα ἄλογο κι ἕνα κάρο καὶ ταξίδεψαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀργά, μιὰς καὶ ἡ ἐγκυμοσύνη της ἦταν ἤδη προχωρημένη, ὥσπου ἔφτασαν στὴ φυτεία, ὅπου ἡ κοπέλα διαπίστωσε ὅτι ὁ Ντοὺμ ἦταν πλέον φύλαρχος. Δὲν τῆς ἐξήγησε ποτὲ πῶς τὰ κατάφερε, τῆς εἶπε μόνο ὅτι ὁ θεῖος του καὶ ὁ ξάδερφός του πέθαναν ξαφνικά. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ κατοικία του δὲν ἦταν παρὰ ἕνας τοῖχος χτισμένος ἀπὸ ράθυμους σκλάβους, πάνω στὸν ὁποῖο εἶχαν στηρίξει ἕνα ἀχυρόσκεπο ὑπόστεγο χωρισμένο σὲ δωμάτια καὶ σπαρμένο μὲ κόκαλα καὶ σκουπίδια, ὑψωμένο καταμεσῆς ἑνὸς ἐξαίσιου δάσους σαράντα χιλιάδων στρεμμάτων, ὅλο λιβάδια καὶ ξέφωτα, ὅπου τὰ ἐλάφια ἔβοσκαν σὰν οἰκόσιτες ἀγελάδες. Ὁ Ντοὺμ παντρεύτηκε τὴν κοπέλα λίγο προτοῦ γεννηθεῖ ὁ Ἰσσετιμπέχα· τὸν γάμο τὸν τέλεσε ἕνας πλανόδιος ἱερέας καὶ συνάμα δουλέμπορος, ὁ ὁποῖος ἔφτασε καβάλα σ’ ἕνα μουλάρι ποὺ στὴ σέλα του εἶχε δεμένες μιὰ βαμβακερὴ ὀμπρέλα καὶ μιὰ δεκάλιτρη νταμιτζάνα οὐίσκι. Κατόπιν ὁ Ντοὺμ ἄρχισε νὰ ἀποκτᾶ κι ἄλλους σκλάβους καὶ νὰ καλλιεργεῖ ἕνα μέρος τῆς γῆς του, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν λευκῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ποτὲ ἀρκετὲς ἐργασίες νὰ τοὺς ἀναθέσει. Ἀπολύτως ἄπραγοι, οἱ περισσότεροι ζοῦσαν ζωὲς μεταφερμένες αὐτούσια ἀπὸ τὶς ἀφρικανικὲς ζοῦγκλες, μὲ τὴν ἐξαίρεση εἰδικῶν περιστάσεων, ὅταν ὁ Ντούμ, θέλοντας νὰ διασκεδάσει τοὺς προσκεκλημένους του, ἔλυνε ξοπίσω τους τὰ σκυλιά.
Ὅταν πέθανε ὁ Ντούμ, ὁ γιός του ὁ Ἰσσετιμπέχα ἦταν δεκαεννιὰ χρονῶν. Ἀναγορεύτηκε ἰδιοκτήτης τῆς γῆς καὶ τῆς πενταπλασιασμένης ἀγέλης τῶν μαύρων, ποὺ ὅμως δὲν εἶχε ἀπολύτως τίποτα νὰ τοὺς κάνει. Μολονότι διατηροῦσε τὸν τίτλο τοῦ Ἄντρα, τὴ φυλὴ διοικοῦσε μιὰ ὁλόκληρη ἱεραρχία ξαδέρφων καὶ θείων, οἱ ὁποῖοι συνῆλθαν τελικὰ σὲ σύσκεψη προκειμένου νὰ ἐξετάσουν τὸ ζήτημα τῶν νέγρων, καθισμένοι στὶς φτέρνες τους περίσκεπτοι κάτω ἀπὸ τὶς χρυσαφιὲς ἐπιγραφὲς ποὺ στεφάνωναν τὶς πόρτες τοῦ πλοίου.
«Ἀδύνατο νὰ τοὺς φᾶμε», εἶπε ἕνας.
«Γιατί ὄχι;»
«Εἶναι πολλοί».
«Σωστά», εἶπε ἕνας ἄλλος. «Ἅπαξ κι ἀρχίσουμε, πρέπει νὰ τοὺς φᾶμε ὅλους. Τόσο κρέας βλάπτει».
«Ἴσως τὸ κρέας τους νά ’ναι σὰν τὸ ἐλαφίσιο. Τότε δὲ θὰ μᾶς πειράξει».
«Νὰ σκοτώσουμε μερικοὺς καὶ νὰ μὴν τοὺς φᾶμε», εἶπε ὁ Ἰσσετιμπέχα.
Τὸν περιεργάστηκαν γιὰ λίγο. «Γιὰ ποιό λόγο»; ρώτησε κάποιος.
«Ὄντως», εἶπε ἕνας ἄλλος. «Δὲ γίνεται. Δὲ συμφέρει. Θυμηθεῖτε σὲ τί σκοτοῦρες μᾶς ἔβαλαν, νὰ πρέπει νὰ τοὺς βρίσκουμε δουλειές. Λέω νὰ κάνουμε ὅ,τι κι οἱ λευκοί».
«Δηλαδή;» ρώτησε ὁ Ἰσσετιμπέχα.
«Νὰ ἐκθρέψουμε κι ἄλλους νέγρους, κόβοντας κι ἄλλα δέντρα ὥστε νὰ φυτέψουμε καλαμπόκι γιὰ νὰ τοὺς ταΐζουμε. Ὕστερα νὰ τοὺς πουλήσουμε. Δηλαδὴ θὰ κόψουμε δέντρα, θὰ φυτέψουμε τροφή, θὰ ἐκθρέψουμε νέγρους καὶ θὰ τοὺς πουλήσουμε στοὺς λευκοὺς γιὰ λεφτά».
«Καὶ τὰ λεφτὰ τί θὰ τὰ κάνουμε;» ρώτησε ἕνας τρίτος.
Τὸ σκέφτηκαν λιγάκι.
«Θὰ δοῦμε», ἀπάντησε ὁ πρῶτος. Ἔμειναν καθισμένοι στὶς φτέρνες, συλλογισμένοι καὶ σοβαροί.
«Πολλὴ δουλειά», εἶπε ὁ τρίτος.
«Νὰ τὴν κάνουν οἱ νέγροι», εἶπε ὁ πρῶτος.
«Μάλιστα. Νὰ τὴν κάνουν οἱ νέγροι. Ἄσχημο πράγμα νὰ μοχθεῖς. Ἱδρώνεις. Ἀνοίγουν οἱ πόροι».
«Καὶ μετὰ μπαίνει ὁ νυχτερινὸς ἀέρας».
«Μάλιστα. Νὰ τὴν κάνουν οἱ νέγροι. Ἀφοῦ, καταπῶς φαίνεται, τοὺς ἀρέσει νὰ μοχθοῦν».
Ἔτσι, διέταξαν τοὺς νέγρους νὰ ξεχερσώσουν τὴ γῆ καὶ νὰ σπείρουν σιτηρά. Ὣς τότε οἱ σκλάβοι ζοῦσαν σ’ ἕνα τεράστιο μαντρὶ μὲ μιὰ ριχτὴ στέγη στὴ μιά του γωνιά, σὰν χοιροστάσιο. Ὅμως πλέον οἱ Ἰνδιάνοι ἄρχισαν νὰ χτίζουν κοιτῶνες καὶ καλύβες καὶ νὰ βάζουν τοὺς νεαροὺς νέγρους ἀνὰ ζεύγη γιὰ νὰ ζευγαρώσουν· ὕστερα ἀπὸ πέντε χρόνια, ὁ Ἰσσετιμπέχα πούλησε σαράντα κεφάλια σ’ ἕναν δουλέμπορο ἀπὸ τὸ Μέμφις καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ κέρδισε ταξίδεψε στὸ ἐξωτερικό – τὸ ταξίδι τὸ ὀργάνωσε ὁ ἀδερφὸς τῆς μητέρας του ἀπὸ τὴ Νέα Ὀρλεάνη. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ἱππότης Σαὶρ Μπλὸντ ντὲ Βιτρὺ ἦταν ἕνας ἡλικιωμένος ποὺ ζοῦσε στὸ Παρίσι, φοροῦσε περουκίνι καὶ κορσὲ καὶ περιέφερε ἕνα ταλαίπωρο, φαφούτικο καὶ ρυτιδωμένο πρόσωπο, πετρωμένο σὲ μιὰ ἔκφραση σαρδόνια καὶ βαθιὰ τραγική. Δανείστηκε τριακόσια δολάρια ἀπὸ τὸν Ἰσσετιμπέχα καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τὸν μύησε σὲ ὁρισμένους κύκλους. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Ἰσσετιμπέχα ἐπέστρεψε στὴ φυτεία μὲ ἕνα χρυσαφὶ κρεβάτι, δυὸ σκαλιστὰ κηροπήγια μὲ καθρέφτη, ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ὁποίων ἔλεγαν πὼς χτενιζόταν ἡ Πομπαντούρ, ἐνῶ ὁ Λουδοβίκος χαμογελοῦσε αὐτάρεσκα στὸ εἴδωλό του πάνω ἀπ’ τὸν πουδραρισμένο της ὦμο, κι ἕνα ζευγάρι παντόφλες μὲ κόκκινο τακούνι. Τοῦ ἔρχονταν στενές, μιὰς καί, μέχρι ποὺ πῆγε στὴ Νέα Ὀρλεάνη γιὰ νὰ φύγει στὸ ἐξωτερικό, δὲν εἶχε φορέσει ποτέ του ὑποδήματα.
Ἔφερε τὶς παντόφλες στὸ σπίτι τυλιγμένες σὲ μεταξόχαρτο καὶ τὶς φύλαγε στὴν ἐλεύθερη ἀπὸ τὶς δυὸ πλαϊνὲς τσάντες μιᾶς σέλας, γεμισμένες μὲ ροκανίδι ἀπὸ κέδρο. Τὶς ἔβγαζε μονάχα περιστασιακά, γιὰ νὰ παίξει μαζί τους ὁ γιός του, ὁ Μοκετοῦμπε. Τριῶν χρονῶν, ὁ Μοκετοῦμπε εἶχε ἕνα φαρδύ, πλακουτσωτό, μογγολικὸ πρόσωπο, ποὺ ἔμοιαζε μονίμως βυθισμένο σὲ ἀπόλυτο καὶ ἀβυθομέτρητο λήθαργο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξυπνοῦσε μόλις ἀντίκριζε τὶς παντόφλες.
Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε το 1897 στο Νιου Ώλμπανι του Μισσισσιπή. Σε ηλικία πέντε ετών μετοίκησε με την οικογένειά του στην κωμόπολη Όξφορντ, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εγκατέλειψε το σχολείο προτού λάβει απολυτήριο Λυκείου και, αφού υπηρέτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στη Βασιλική Αεροπορία του Καναδά, φοίτησε ως βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Πανεπιστήμιο του Μισσισσιπή, το οποίο επίσης εγκατέλειψε. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία ως ποιητής, ωστόσο η γνωριμία του με τον συγγραφέα Σέργουντ Άντερσον το 1924 τον έστρεψε στην πεζογραφία. Επηρεασμένος από τους Ευρωπαίους μοντερνιστές, ο Φώκνερ ενσωμάτωσε στα μυθιστορήματα και στα διηγήματά του τα διδάγματά τους, αναψηλαφώντας παράλληλα την ιστορία και την πολιτισμική ιδιοτυπία του Αμερικανικού Νότου και ιδίως της γενέτειράς του, του Μισσισσιπή. Κατά τη δεκαετία του 1930, το ριζοσπαστικό για την εποχή έργο του δεν έτυχε ιδιαίτερης αποδοχής, ωστόσο σταδιακά αναγνωρίστηκε ως ανανεωτής της αμερικανικής πεζογραφίας. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τη μεγάλη και καλλιτεχνικά απαράμιλλη συμβολή του στο σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα». Το έργο του άσκησε –και συνεχίζει να ασκεί– σημαντική επιρροή στη λογοτεχνία της πατρίδας του, καθώς και σε πολυάριθμους συγγραφείς σε όλον τον κόσμο. Κορυφαία μυθιστορήματά του θεωρούνται τα Η βουή και το πάθος (1929), Καθώς ψυχορραγώ (1930), Φως τον Αύγουστο (1932), Αβεσσαλώμ Αβεσσαλώμ! (1936) και Βάδισον, Μωυσή (1942). Ο Φώκνερ πέθανε το 1962 σε ηλικία εξήντα πέντε ετών και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα.