Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ben Macintyre «Πράκτορας Σόνυα: Η κατάσκοπος που έκλεψε τα σχέδια της ατομικής βόμβας» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), το οποίο κυκλοφορεί στις 13 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στα τέλη του καλοκαιριού του 1942, ένας άντρας και μια γυναίκα, και οι δύο πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία, κάθονταν σε ένα καφενείο απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σνόου Χιλ στο Μπέρμιγχαμ, βυθισμένοι στη συζήτησή τους. Ένας ωτακουστής δεν θα είχε ακούσει τίποτε άλλο πέρα από τα συνηθισμένα. Φλυαρούσαν για βιβλία, για ταινίες και για τον πόλεμο, αρχικά στα γερμανικά, και μετά το γύρισαν στα αγγλικά που και οι δύο τα μιλούσαν άπταιστα. Συνεννοήθηκαν να συναντηθούν ξανά σε έναν μήνα.
Καθώς σηκώθηκαν για να φύγουν, ο άντρας έδωσε στη γυναίκα έναν χοντρό φάκελο, που περιείχε ογδόντα πέντε σελίδες έγγραφα, τις πιο πρόσφατες αναφορές από το πρόγραμμα Κράματα Αγωγών, το πιο επικίνδυνο μυστικό στον κόσμο.
«Ήταν ευχάριστη η συζήτησή μας», έγραψε η Ούρσουλα γι ̓ αυτή την πολύ σημαντική πρώτη συνάντησή της με τον Κλάους Φουξ. «Πρόσεξα, από εκείνη την πρώτη φορά, πόσο ήρεμος, βαθυστόχαστος, διακριτικός και καλλιεργημένος ήταν.» Η αλήθεια είναι ότι ο Φουξ είχε έρθει στη συνάντησή τους σε κατάσταση μεγάλου άγχους αλλά τον γαλήνεψε η «καθησυχαστική παρουσία» της γυναίκας που του συστήθηκε ως Σόνυα. Ο Κρέμερ ήταν απόμακρος και άκρως επαγγελματικός, αλλά εδώ, αισθάνθηκε, είχε απέναντί του κάποια με την οποία μπορούσε «να συζητήσει τα συναισθήματά του».
Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Μπέρμιγχαμ παραήταν κοσμοβριθής για τακτικά ραντεβού κατασκόπων. Από το παράθυρο του τρένου στον γυρισμό, η Ούρσουλα εντόπισε έναν περισσότερο κατάλληλο χώρο.
Η ήσυχη αγορά του Μπάνμπερι, στα μισά της διαδρομής από την Οξφόρδη στο Μπέρμιγχαμ, ήταν ένα μέρος που θα το έλεγες ολότελα συνηθισμένο. Ένα παμπάλαιο νανούρισμα καταγράφει το μοναδικό γεγονός κάποιας σημασίας που συνέβη εκεί.
Με ξύλινο αλογάκι στο Μπάνμπερι Κρος σαν βρεθείς,
μια γυναίκα όμορφη σ ̓ άσπρο άτι θε να δεις·
δαχτυλίδια έχει στα χέρια της, στα πόδια της καμπανάκια,
και μουσική παντού απλώνει σε λόφους και ρυάκια.
Τους επόμενους οχτώ αιώνες ελάχιστα είχαν συμβεί που θα μπορούσαν να διαταράξουν την υπνηλία τούτης της πολίχνης, κάτι που την έκανε ιδανική για τους σκοπούς της Ούρσουλας.
Το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ορίσουν ένα «κρυφό γραμματοκιβώτιο», ένα ασφαλές μέρος για να αφήνουν μηνύματα και να κανονίζουν τις επόμενες συναντήσεις. Ένα μονοπάτι οδηγούσε μέσα από έρημα βοσκοτόπια σε έναν απόμακρο δασότοπο που ήταν αθέατος από τον δρόμο.
Ύστερα από έναν μήνα, συνάντησε τον Φουξ κοντά στον σταθμό του Μπάνμπερι και βάδισαν παρέα στην εξοχή, με τα χέρια πλεγμένα, «σύμφωνα με την παλαιά αρχή των παράνομων συναντήσεων», για να δείχνουν ότι είναι εραστές σε μυστικό ραντεβού. Το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ορίσουν ένα «κρυφό γραμματοκιβώτιο», ένα ασφαλές μέρος για να αφήνουν μηνύματα και να κανονίζουν τις επόμενες συναντήσεις. Ένα μονοπάτι οδηγούσε μέσα από έρημα βοσκοτόπια σε έναν απόμακρο δασότοπο που ήταν αθέατος από τον δρόμο. Η Ούρσουλα είχε φέρει μαζί της ένα μικρό φτυάρι και, στα χορτάρια, ανάμεσα στις ρίζες ενός δέντρου, άνοιξε μια τρύπα. «Ο Κλάους στεκόταν δίπλα μου και κοίταζε με τα ματογυάλια του.» Δεν προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, κοιτούσε μόνο με μια έκφραση πολύ έντονης συγκέντρωσης, σαν να παρατηρούσε ένα πείραμα. «Το θεώρησα φυσιολογικό. Ήμουν πιο συνηθισμένος και πιο πρακτικός άνθρωπος απ ̓ αυτόν. Σήκωσα το βλέμμα μου κάποια στιγμή και σκέφτηκα, “Ω, καλέ μου, σπουδαίε καθηγητά”.»
Την επόμενη χρονιά, κάθε λίγες εβδομάδες, πρωινά Σαββατοκύριακων, η Ούρσουλα έπαιρνε το τρένο για το Μπάνμπερι και άφηνε ένα γραπτό μήνυμα στο «κρυφό γραμματοκιβώτιο», όπου έλεγε τι ώρα και σε ποιο μέρος θα συναντιόντουσαν το ίδιο απόγευμα. Ο Φουξ έπαιρνε το απογευματινό τρένο από το Μπέρμιγχαμ. Οι συναντήσεις τους ήταν πάντα σε «εξοχικούς δρόμους κοντά στο Μπάνμπερι», ποτέ δεύτερη φορά στο ίδιο μέρος, και διαρκούσαν λιγότερο από μισή ώρα. «Ήταν πιο δύσκολο να μας παρακολουθήσουν στην εξοχή», έγραψε η Ούρσουλα. «Θα κινούσε λιγότερες υποψίες το να κάνουμε μαζί έναν μικρό περίπατο.» Και συν τοις άλλοις, απολάμβανε την παρέα του.
Ο Φουξ δεν ήξερε το παραμικρό για την ιστορία και τις εμπειρίες της Ούρσουλας, ενώ εκείνη ελάχιστα καταλάβαινε σχετικά με την πυρηνική φυσική, αλλά μοιράζονταν ένα παρελθόν, μια ιδεολογία και ένα μυστικό. «Κανένας που δεν έχει ζήσει σε τέτοια απομόνωση δεν μπορεί να φανταστεί πόσο πολύτιμες ήταν αυτές οι συναντήσεις μ' έναν Γερμανό συμπατριώτη», έγραψε αργότερα. «Η κοινή μας ανάμειξη με επικίνδυνα πράγματα έκαναν πιο έντονη την αίσθηση της εγγύτητας μεταξύ μας.» Ο Φουξ φαινόταν «ευαίσθητος και ευφυής» αλλά επίσης αφελής, μακριά από την καθημερινή πραγματικότητα, μόνος μέσα στον διπλό του ρόλο. ∆εν άργησαν να δεθούν πολύ.
Η Ούρσουλα ισχυρίστηκε ότι ο Φουξ αγνοούσε πως «η κοπέλα από το Μπάνμπερι» (όπως τη χαρακτήρισε αργότερα) ήταν η αδερφή του συντρόφου Γιούργκεν Κουτσίνσκι. Φρόντισε να μην τη ρωτήσει ποιο ήταν το αληθινό της όνομα ή πού ζούσε. Ο Γιούργκεν τους είχε φέρει κοντά, αλλά τα δύο αδέρφια δεν συζητούσαν ποτέ για τον Φουξ. «Παρότι τα πηγαίναμε πολύ καλά με τον αδερφό μου, έμενα προσκολλημένη στους κανόνες.» Η Ούρσουλα δεν συνειδητοποιούσε την ιστορική σημασία των πληροφοριών που διαβίβαζε στο Κέντρο. Αλλά η ανταπόκριση της Μόσχας –ενθουσιώδης, ευγνώμων και ολοένα πιο απαιτητική– δεν της άφηνε αμφιβολία ότι βρισκόταν στην πιο σημαντική αποστολή της σταδιοδρομίας της. Η σοβιετική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών δεν συνήθιζε τις κολακείες, μολοντούτο οι αποκρίσεις στα μηνύματά της ήταν πιο διαχυτικές από κάθε άλλη φορά: «Σημαντικό»· «Εξαιρετικά πολύτιμο.»
Η μεταβίβαση επιστημονικών μυστικών από τον Φουξ στη Σοβιετική Ένωση ανάμεσα στα 1941 και 1943 ήταν μια από τις πιο πυκνές μεταφορές απόρρητου υλικού στην ιστορία της κατασκοπίας: Περιλάμβανε 570 σελίδες με αντιγραμμένες αναφορές, υπολογισμούς, σκαριφήματα, μαθηματικούς τύπους και διαγράμματα, τα σχέδια για τον εμπλουτισμό του ουρανίου –ένας αναλυτικός οδηγός της ταχύτατης εξέλιξης της κατασκευής του ατομικού όπλου. Μεγάλο μέρος του υλικού αυτού ήταν υπερβολικά πολύπλοκο και τεχνικό για να μπορεί να κρυπτογραφηθεί και να σταλεί με τον ραδιοασύρματο, και έτσι η Ούρσουλα έδινε τα έγγραφα στον «Σεργκέι» με την τεχνική της «τυχαίας επαφής», δηλαδή με μια μυστική παράδοση εν κινήσει που δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος παρατηρητής. Εάν υπήρχε ανάγκη να μεταφέρει επείγουσες πληροφορίες ή ογκώδεις φακέλους, ειδοποιούσε τον Άπτεκαρ μέσω ενός προσυμφωνημένου «τόπου σημάτων»: «Ταξίδευα στο Λονδίνο και σε συγκεκριμένη ώρα και σε συγκεκριμένο μέρος άφηνα ένα μικρό κομμάτι κιμωλία, πατώντας το με το πόδι μου.» Ύστερα από δύο μέρες πήγαινε με το ποδήλατο στον τόπο του ραντεβού, έναν παράδρομο εννιάμισι χιλιόμετρα μετά τη διασταύρωση του αυτοκινητόδρομου 40 με τον 34, ανάμεσα στην Οξφόρδη και στο Τσέλτενχαμ· ο Άπτεκαρ ερχόταν από το Λονδίνο με το αυτοκίνητο του Στρατιωτικού Ακόλουθου και περνούσε από το επιλεγμένο μέρος την καθορισμένη ώρα για μια γρήγορη παραλαβή υλικού. Σε μια από τις συναντήσεις αυτές, ο Σοβιετικός αξιωματικός έδωσε στην Ούρσουλα μια καινούργια φωτογραφική μηχανή Minox για να κάνει μικροφωτογραφίσεις, και έναν μικρό αλλά ισχυρό πομπό μεγέθους μόλις δεκαπέντε επί είκοσι εκατοστών…