
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Nele Neuhaus «Ημέρα της μητέρας» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Μαΐου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κάθε φτυαριά κοσκινιζόταν σχολαστικά, τα αντικείμενα που συγκρατούσε η μεταλλική κρησάρα φυλάσσονταν σε πλαστικά κύπελλα για να αξιολογηθούν αργότερα. Ένας άλλος τεχνικός φωτογράφιζε κάθε λεπτομέρεια. Κάτω από μια άλλη τέντα, που είχε απλωθεί στο πλακόστρωτο έξω από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, πάνω σ’ ένα πτυσσόμενο τραπέζι συγκεντρώνονταν τα οστά και ταξινομούνταν.
Όταν ο Χένινγκ επιβεβαίωσε ότι τα ανθρώπινα οστά δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ανακάλυψη αρχαιολογικής σημασίας, η Πία ειδοποίησε τον εισαγγελέα υπηρεσίας. Τώρα ο Μπόντενσταϊν, η ίδια και ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Ρόζενταλ παρακολουθούσαν σιωπηλοί την πρόοδο της ανασκαφής. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν ο Χένινγκ βγήκε από το σκάμμα για να κάνει ένα μικρό διάλειμμα.
«Λούκας, χρειάζομαι επειγόντως έναν καφέ», είπε σε έναν από τους διδακτορικούς του, αυτός κατένευσε και έτρεξε με ζήλο. Ο Χένινγκ έβγαλε τα γάντια του και τα γυαλιά του και καθάρισε τους φακούς με ένα πανάκι. «Εκεί κάτω υπάρχουν τουλάχιστον δύο πτώματα. Το ένα δυστυχώς το κατασπάραξε ο σκύλος, το άλλο όμως φαίνεται να είναι καλοδιατηρημένο.»
«Δύο πτώματα;» Η Πία αντάλλαξε ένα ανήσυχο βλέμμα με τον προϊστάμενό της, ο οποίος προφανώς έκανε την ίδια σκέψη. Πριν από τρία χρόνια η κόρη ενός άντρα που είχε αποβιώσει στο Σβάλμπαχ έκανε μια μακάβρια ανακάλυψη. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, αδειάζοντας μαζί με τον άντρα της ένα μισθωμένο γκαράζ, έπεσε πάνω σ’ ένα βαρέλι γεμάτο ανθρώπινα μέλη. Η υπόθεση είχε προκαλέσει αίσθηση σε όλη τη χώρα, καθώς ο άντρας αυτός, ο οποίος διήγε για πάνω από σαράντα χρόνια την τέλεια διπλή ζωή, ταυτοποιήθηκε ως δράστης τουλάχιστον πέντε κτηνωδών δολοφονιών. Χρεώθηκε τέσσερις ακόμη περιπτώσεις αγνοούμενων ατόμων, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχτεί πέραν πάσης αμφιβολίας.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, αδειάζοντας μαζί με τον άντρα της ένα μισθωμένο γκαράζ, έπεσε πάνω σ’ ένα βαρέλι γεμάτο ανθρώπινα μέλη. Η υπόθεση είχε προκαλέσει αίσθηση σε όλη τη χώρα, καθώς ο άντρας αυτός, ο οποίος διήγε για πάνω από σαράντα χρόνια την τέλεια διπλή ζωή, ταυτοποιήθηκε ως δράστης τουλάχιστον πέντε κτηνωδών δολοφονιών.
«Ελπίζω να μην εξελιχθεί σε δεύτερη υπόθεση “Αντεροβγάλτη της Έσσης”», είπε ο Μπόντενσταϊν.
«Ούτε εγώ ασφαλώς εύχομαι κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε η Πία, φοβόταν όμως πως ούτε τα πτώματα θα μπορούσε να ταυτοποιήσει ούτε ευθύνη θα μπορούσε να καταλογίσει σε κάποιον, καθώς ο δράστης ήταν νεκρός και είχε πάρει τα μυστικά μαζί του στον τάφο. Ο εφιάλτης όλων των αστυνομικών.
«Μπορεί να είναι ένα παλιό οικογενειακό νεκροταφείο», εξέφρασε μια αχνή ελπίδα. Ειδικά τα μεγάλα κτήματα, τα οποία ανήκαν για πολλές γενιές στην ίδια οικογένεια, είχαν συχνά τέτοια ιδιωτικά κοιμητήρια, έστω κι αν δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά στο σπίτι. Σε οικοδομικές εργασίες που απαιτούν βαθιά εκσκαφή δεν πέφτουμε συχνά πάνω σε παλιούς τάφους, των οποίων την ύπαρξη δεν γνωρίζει κανένας;
«Αποκλείεται.» Ο Χένινγκ ευχαρίστησε με ένα νεύμα τον νεαρό άντρα που του έφερε ένα κύπελλο αχνιστό καφέ. «Εκτός κι αν παλιά συνήθιζαν να τυλίγουν τους νεκρούς σε πλαστική μεμβράνη τροφίμων αντί να τους θάβουν σε φέρετρο.»
«Γιατί σε πλαστική μεμβράνη;» ρώτησε ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Ρόζενμπεργκ, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει.
«Λούκας!» Ο Χένινγκ έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του. «Μου φέρνετε, σας παρακαλώ, ένα κομμάτι από εκείνο το πράγμα;»
Ο νεαρός άντρας κατέβηκε υπάκουα στον λάκκο και λίγο αργότερα επέστρεψε με ένα κουρέλι βρόμικης πλαστικής μεμβράνης, το οποίο έτεινε προς το μέρος του προϊσταμένου του. Ο Κρέγκερ του το άρπαξε από το χέρι και το εξέτασε προσεκτικά.
«Είναι μια ειδική αυτοκόλλητη μεμβράνη περιτυλίγματος που εφαρμόζεται σε λείες επιφάνειες δίχως κόλλα», άρχισε το μάθημά του ο Χένινγκ. «Η δύναμη συγκόλλησης ενισχύεται μέσω της ανάμειξης κολλοειδών πολυμερών ή την πρόσμειξη καταλυτών, όπως του πολυισοβουτυλενίου στο...»
«Αφήστε τις σάλτσες», τον διέκοψε ο Κρίστιαν Κρέγκερ τραχιά. «Είναι μια από τις συνηθισμένες μεμβράνες περιτυλίγματος τροφίμων που βρίσκεις σε κάθε σουπερμάρκετ.»
«Τηλέφωνο!» φώναξε εκείνη τη στιγμή κάποιος από την πόρτα της κουζίνας. «Εδώ, μέσα στο σπίτι!»
«Πάω εγώ!» Η Πία πάσαρε το κύπελλο του καφέ της στον Μπόντενσταϊν και έφυγε τρέχοντας· την ίδια στιγμή θυμήθηκε τον κατάλογο με τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις που είχε βρει την προηγούμενη μέρα στο γραφείο. Σήκωσε το ακουστικό από τη συσκευή και είπε ξέπνοη «Παρακαλώ;».
«Ιβάνκα, εσείς είστε;» Η δεσποτική αντρική φωνή ακούστηκε εξοργισμένη. «Τι τρέχει με τον Τέο; Γιατί δεν απαντάει κανένας στο τηλέφωνο εδώ και μέρες; Έχω πάρει τουλάχιστον δέκα φορές!»
«Ονομάζομαι Ζάντερ, από την Αστυνομική Υποδιεύθυνση του Χόφχαϊμ», αποκρίθηκε η Πία. «Με ποιον μιλάω;»
Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή.
«Φρίντγιοφ Ράιφενρατ», είπε τελικά ο άντρας. «Τι κάνετε στο σπίτι του παππού μου;»
«Δεν θα ήθελα να κάνω αυτή τη συζήτηση στο τηλέφωνο. Ξέρω ότι είναι ήδη πολύ αργά, θα ήταν όμως καλό αν μπορούσατε να έρθετε από δω.»
«Αδύνατον. Είμαι στο Λος Άντζελες αυτή τη στιγμή. Συνέβη κάτι στον παππού μου;»
«Είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι χτες βρήκαμε το πτώμα ενός άντρα, κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον κύριο Τέοντορ Ράιφενρατ.»
«Χτες; Και γιατί εγώ το μαθαίνω μόλις τώρα; Πώς μπήκατε στο σπίτι; Και γενικώς τι σημαίνει αυτό το: Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον παππού μου; Τι υπαινίσσεστε μ’ αυτό;»