Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Nina George «Τα φώτα του νότου» (μτφρ. Όλγα Γκαρτζονίκα), που κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Υπεραστική Βιβλιοθήκη
του Φρανσίς Μεριέν
Το φθινόπωρο του 1968, έξι μήνες από το πινκ πινκ στο κεφάλι του Φρανσίς, το camionnette Λουί ο Γ' απέκτησε δύο αδερφούς. Τον Λουί Δ' και τον Λουί Ε'. Επρόκειτο για δύο ακόμη μπλε ημιφορτηγά Ντεσεβό AZU. Και τα δύο είχαν στις ανοιχτογάλανες πόρτες τους τον λογότυπο που είχε σχεδιάσει η μαντάμ Κολέτ Μπριγιάν.
Υπεραστική Βιβλιοθήκη Φιλί
Δανεισμοί και Παραγγελίες Λογοτεχνικών Βιβλίων
«Ταντά!» έκανε ο Φρανσίς.
«Χριστός και Απόστολος», μουρμούρισε η Έλζα.
Η «Υπεραστική Βιβλιοθήκη Φιλί – Δανεισμοί και Παραγγελίες Λογοτεχνικών Βιβλίων», που πήρε το όνομά της από τη μαχητική Φιλί που αγαπούσε τη λογοτεχνία και την ελευθερία, θα έκανε στάση το μεσημέρι στις πιο μεγάλες κωμοπόλεις, κατά τις μέρες της λαϊκής αγοράς: την Πέμπτη στη Νιόνς, την Τετάρτη στο Μπουί λε Μπαρονί, την Παρασκευή στο Μιραμπέλ, το Σάββατο στο Σοζέτ, την Κυριακή στο Τολινιάν. Τα απογεύματα και τις άλλες μέρες αναχωρούσε για τα απομακρυσμένα χωριά και τις fermes, τις φάρμες, προκειμένου να δανείζει βιβλία από πόρτα σε πόρτα και να παραλαμβάνει τα δανεισμένα.
Ο Φρανσίς προωθούσε τις παραγγελίες και τις αγορές στον βιβλιοπώλη Μουσιμάν στη Νιόνς και μοιραζόταν μαζί του την προμήθεια. Ως αντάλλαγμα, ο βιβλιοπώλης παράγγελνε στους εκδοτικούς οίκους τα αντίτυπα για τη βιβλιοθήκη σε χαμηλή τιμή. Οι δυο τους έδιναν με τη σειρά τους το έξι τοις εκατό των εσόδων από τις πωλήσεις στο ταμείο κοινωνικής πρόνοιας των συγγραφέων.
Όταν οι άνθρωποι χρειάζονταν βιβλία, αλλά δεν είχαν να τα πληρώσουν, όταν η κοντινότερη βιβλιοθήκη ήταν στο Μοντελιμάρ, όπου δεν πήγαινε ποτέ κανένας – πού το κακό να τα μοιράζονται όλοι εδώ, μεταξύ τους, πληρώνοντας μονάχα μερικές πενταροδεκάρες, ένα μικρό ποσό για τον δανεισμό των βιβλίων;
Όταν οι άνθρωποι χρειάζονταν βιβλία, αλλά δεν είχαν να τα πληρώσουν, όταν η κοντινότερη βιβλιοθήκη ήταν στο Μοντελιμάρ, όπου δεν πήγαινε ποτέ κανένας – πού το κακό να τα μοιράζονται όλοι εδώ, μεταξύ τους, πληρώνοντας μονάχα μερικές πενταροδεκάρες, ένα μικρό ποσό για τον δανεισμό των βιβλίων;
Αυτό ήταν, εν πάση περιπτώσει, το σχέδιο του Φρανσίς.
Το Πεπρωμένο είχε ένα κάπως πιο περίπλοκο σχέδιο. Φυσικά. Το κάθαρμα.
Η «Υπεραστική Βιβλιοθήκη» του Φρανσίς Μεριέν: Κάτι τόσο παράξενο, ανήκουστο και εκπληκτικό είχε να συμβεί στην κοιλάδα μεταξύ των τεσσάρων βουνών πάρα πολύ καιρό, λίγο πολύ από τη μέρα που γεννήθηκε η Όλγα, το πεντάποδο σκυλί. Αν ο Φρανσίς άνοιγε κατάστημα με καμηλοπαρδάλεις, δεν θα ήταν περισσότερο παράξενο.
Όταν ο Φρανσίς απευθύνθηκε στους δημάρχους των μικρών αυτών χωριών αντιμετώπισε μια γερή δόση επαρχιώτικης, πώς να το πούμε... επιφύλαξης. Οι ιθύνοντες –που ήταν συνήθως ο μοναδικός φούρναρης, ο μοναδικός τυροκόμος ή ο μοναδικός σιδεράς του τόπου και είχαν ενσωματώσει το γραφείο του δημάρχου αντιστοίχως στο αρτοποιείο, στην προθήκη των τυριών ή στο σελοποιείο και το είχαν μαρκάρει με τη γαλλική σημαία– παρέμεναν δύσπιστοι.
«Άκου, Φρανσίς, αυτά δεν είναι καν σχολικά βιβλία. Άσε που τα σχολικά βιβλία τα αγοράζουμε πάντα τον Αύγουστο».
«Ναι, αλλά τούτα δεν είναι σχολικά βιβλία για το σχολείο».
«Δεν είναι;»
«Όχι. Είναι... σχολικά βιβλία για τη ζωή».
Ψαχούλεψε περιφρονητικά ανάμεσα στα βιβλία.
«Ο Φύλακας στη σίκαλη. Και τι έχει να διδαχτεί κανείς από αυτό, παρακαλώ; Εμείς εδώ δεν έχουμε σίκαλη».
«Θεωρώ πως καθένας μαθαίνει κάτι διαφορετικό από τα βιβλία».
Οι δύο ώριμοι άντρες ζυγίστηκαν με το βλέμμα.
«Όποιος διαβάζει δεν δημιουργεί τίποτα, Φρανσίς!»
«Κι όμως, αυτός που διαβάζει έχει κάποτε νέες ιδέες και είναι προετοιμασμένος για τις αλλαγές».
«Σοβαρά; Σαν και τούτο το παιδαρέλι της σίκαλης; Για άκου να σου πω. Το γεγονός ότι κάτι είναι καινούριο δεν σημαίνει αναγκαστικά πως είναι καλύτερο, Φρανσίς».
Κούνησε το κεφάλι, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Τέρμα τα λόγια.
Ο Φρανσίς γύρισε στο σπίτι του άπραγος.
Ο Φρανσίς έκανε τις περαιτέρω περιοδείες προς άγραν πελατών στις fermes των τεσσάρων λόφων με τον Φίνο, ή αλλιώς Ζοζεφίν, και συνάντησε όλους τους συντρόφους, που περνούσαν συνήθως τον καιρό τους με τις κατσίκες, τον αέρα, το τυρί και τις εποχές του χρόνου.
Τις πρώτες εβδομάδες επιχειρούσε μάταια να τους πείσει πως σε καμία περίπτωση δεν ήταν επικίνδυνα τα βιβλία για το ήθος των θυγατέρων τους, όπως ισχυριζόταν συνήθως ο κόσμος όλος.