Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Katharine Anne Porter «Το πλοίο των τρελών» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), που κυκλοφορεί στις 3 Ιουλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν πάνω στο πλοίο ξέχασαν για μια στιγμή την επιφυλακτικότητά τους, και άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους έκαναν ο ένας στον άλλο ερωτήσεις κι έπαιρναν απαντήσεις που βασίζονταν σε φήμες και αντικρουόμενες θεωρίες. Οι νεαροί αξιωματικοί έγιναν στόχος της περιέργειας των επιβατών και βρέθηκαν να δέχονται βροχή ερωτήσεων για τους ζητιάνους στην αποβάθρα, που τώρα φαίνονταν να επιβιβάζονται στο Βέρα. Οι αξιωματικοί δεν μπορούσαν παρά να κουνούν αρνητικά τα κεφάλια τους. Λυπούνταν, αλλά δεν είχαν ιδέα ποιοι ήταν οι επιβάτες του κάτω καταστρώματος, ούτε γιατί ήταν τόσο πολλοί, ούτε ποια ακριβώς ήταν η κατάστασή τους, εκτός από την προφανή, ότι δηλαδή ανήκαν στην κατώτατη τάξη. Αναμφίβολα τα πάντα θα γίνονταν γνωστά εν καιρώ.
Αυτή η απάντηση όξυνε ακόμη περισσότερο τη γενικευμένη περιέργεια. Ο καθηγητής και η φράου Χούτεν που είχαν πείσει το προσβεβλημένο από τη ναυτία μπουλντόγκ τους, τον Μπεμπέ, να βγει μαζί τους να πάρει λίγο αέρα σε στέρεο έδαφος, είχαν μάθει από κάποιον στην πόλη ότι οι παράξενοι άνθρωποι ήταν αντιφρονούντες και απελαύνονταν ως επικίνδυνα και υπονομευτικά στοιχεία. Παρατηρώντας τους προσεκτικά, ο καθηγητής Χούτεν σχολίασε ότι φαίνονταν μάλλον ακίνδυνοι άνθρωποι, αν και ολοφάνερα ατυχείς. Ο χερ Λουτς, ο Ελβετός ξενοδόχος, είχε ακούσει ότι επέστρεφαν στην Ισπανία εξαιτίας της ξαφνικής ανάγκης που είχε προκύψει εκεί για εργατικά χέρια· λεγόταν ότι από τότε που οι Ισπανοί είχαν πετάξει έξω τον βασιλιά, η Ισπανία είχε πάρει σειρά για το τρένο της προόδου, έτοιμη να συμβαδίσει με τον υπόλοιπο σύγχρονο κόσμο. «Η ίδια ιστορία», είπε ο χερ Λουτς. «Το γρασίδι φαίνεται πιο πράσινο στο διπλανό λιβάδι ώσπου να φτάσεις εκεί. Πρώτη φορά ακούω για ευμάρεια στην Ισπανία.»
«Ω, τι γνώμη έχετε για τούτον εδώ τον απαίσιο τύπο; Μπορείτε να μαντέψετε τι ήταν αυτό που μόλις είπε; Εγώ έλεγα: “Ω, οι καημένοι οι άνθρωποι –τι θα μπορούσε να γίνει γι’ αυτούς;”, κι αυτό το τέρας…» άφησε ένα χρεμέτισμα, κάτι ανάμεσα σε επιφώνημα υστερίας και αγανάκτησης «…είπε: “Θα τους έβαζα μέσα σ’ έναν μεγάλο φούρνο και θα άναβα το γκάζι.” Ω!» είπε αδύναμα, καθώς διπλωνόταν στα δυο απ’ τα γέλια. «Δεν είναι η πιο πρωτότυπη ιδέα που έχετε ακούσει ποτέ;»
Ο χερ Ρίμπερ και η Λίζι Σπεκενκίκερ βολτάριζαν στο κατάστρωμα, και η Λίζι τσίριξε στη μικροκαμωμένη φράου Ότο Σμιτ, που η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της εκδηλωνόταν ολοφάνερα στα απαλά χαρακτηριστικά του ροδαλού προσώπου της: «Ω, τι γνώμη έχετε για τούτον εδώ τον απαίσιο τύπο; Μπορείτε να μαντέψετε τι ήταν αυτό που μόλις είπε; Εγώ έλεγα: “Ω, οι καημένοι οι άνθρωποι –τι θα μπορούσε να γίνει γι’ αυτούς;”, κι αυτό το τέρας…» άφησε ένα χρεμέτισμα, κάτι ανάμεσα σε επιφώνημα υστερίας και αγανάκτησης «…είπε: “Θα τους έβαζα μέσα σ’ έναν μεγάλο φούρνο και θα άναβα το γκάζι.” Ω!» είπε αδύναμα, καθώς διπλωνόταν στα δυο απ’ τα γέλια. «Δεν είναι η πιο πρωτότυπη ιδέα που έχετε ακούσει ποτέ;»
Ο χερ Ρίμπερ στεκόταν εκεί χαμογελώντας πλατιά, εμφανώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Η φράου Σμιτ χλώμιασε λιγάκι και είπε σε μητρικό, αυστηρό τόνο: «Καμιά φορά και η πρωτοτυπία μπορεί να είναι υπερβολική –ντροπή σας! Δεν το βρίσκω καθόλου αστείο!» Ο χερ Ρίμπερ συνοφρυώθηκε σουφρώνοντας τα χείλη.
«Α, μα δεν εννοούσε τίποτα κακό», είπε η Λίζι. «Απλώς να απολυμανθούν με τον καπνό –έτσι δεν είναι;»
«Όχι, δεν εννοούσα να απολυμανθούν!» είπε πεισματικά ο χερ Ρίμπερ.
«Α, μα τότε δεν είσαι και πολύ καλός», είπε η Λίζι σε τόνο τουλάχιστον συγχωρητικό και με τόση επιείκεια, που ο χερ Ρίμπερ αναθάρρησε μεμιάς· του χαμογέλασε κι εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο, και μαζί άφησαν την ατμόσφαιρα ηθικής αποδοκιμασίας της φράου Σμιτ για την ελευθερία του μπαρ.
Επιτέλους οι απογευματινές εφημερίδες εμφανίστηκαν στο κατάστρωμα, με όλη την ιστορία τυπωμένη, σαφή και, τελικά, όχι και τόσο ασυνήθιστη. Είχε να κάνει με την τιμή της ζάχαρης στις διεθνείς αγορές, που, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε καταποντιστεί. Εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού, η τιμή του κουβανέζικου ζαχαροκάλαμου είχε αρχίσει εδώ και καιρό να παρουσιάζει πτωτικές τάσεις και εντέλει είχε πέσει τόσο ώστε οι ιδιοκτήτες των φυτειών να μην έχουν την οικονομική δυνατότητα να μαζέψουν και να διακινήσουν τις σοδειές τους. Επιπλέον, είχαν γίνει απεργίες και είχαν ξεσπάσει εξεγέρσεις με αίτημα τους υψηλότερους μισθούς, ως συνήθως στην κορύφωση της κρίσης, εξαιτίας των ξένων υποκινητών που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις τάξεις των εργατών. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών έκαιγαν τις σοδειές τους στα χωράφια, πράγμα που, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, είχε αφήσει άνεργους χιλιάδες εργάτες στη συγκομιδή και στα εργοστάσια επεξεργασίας. Στη μεγάλη πλειονότητά τους αυτοί οι εργάτες ήταν Ισπανοί, κυρίως από τις Κανάριες Νήσους, την Ανδαλουσία και τις Αστούριες, «χέρια» που είχαν εισαχθεί στη χώρα τον καιρό της άνθησης της κουβανέζικης βιομηχανίας ζάχαρης.
Η πολιτική της εισαγωγής εργατικού δυναμικού, η οποία στην αρχή είχε συναντήσει μια κάποια αντίσταση, εντέλει είχε αποδειχτεί διορατική, γιατί, αν αυτοί οι εργάτες ήταν Κουβανοί, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν τώρα για να ζήσουν εκτός από το να στραφούν στη φιλανθρωπία ή στη ζητιανιά ή βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο στα δημόσια σωφρονιστικά ιδρύματα και νοσοκομεία; Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, η κυβέρνηση είχε ενεργήσει με ταχύτητα και ευθυκρισία απαλλάσσοντας το νησί από την ενοχλητική παρουσία τόσο πολλών άεργων ξένων. Διακανονισμοί είχαν πραγματοποιηθεί ώστε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, τα ναύλα τους είχαν συγκεντρωθεί από δημόσιες συνδρομές, είχαν καταβληθεί μεγάλες προσπάθειες για την άνετη μετάβασή τους, και η πρώτη φουρνιά, αποτελούμενη ακριβώς από οχτακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές, βρισκόταν ήδη με ασφάλεια στον δρόμο της επιστροφής. Έτσι, συμφωνούσαν όλες οι εφημερίδες και τα άρθρα γνώμης, η Κούβα έδινε το παγκόσμιο παράδειγμα επίλυσης των εργασιακών προβλημάτων με τον πιο ανθρωπιστικό και παράλληλα πρακτικό τρόπο.
Οι οχτακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές σχημάτισαν μια ακανόνιστη πομπή και άρχισαν να διασχίζουν τη γέφυρα επιβίβασης που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωμα, ενώ μια δωδεκάδα ή και παραπάνω επιβάτες της πρώτης θέσης στάθηκαν σε σειρά στην κουπαστή του δικού τους καταστρώματος για να τους παρακολουθήσουν. Ενώ οι ναύτες και οι άντρες με το πολυάσχολο ύφος, που τους είχαν μετρήσει, βάλθηκαν να τους σαλαγάνε προσεκτικά εκατέρωθεν της γέφυρας, οι ρακένδυτοι άρχισαν να επιβιβάζονται με νευρικά σπρωξίματα, χτυπήματα ποδιών και μικρούς δισταγμούς σε κάποιες φάσεις που μια γενική ταραχή φαινόταν να τους καταλαμβάνει μαζικά, οδηγώντας, όπως ήταν επόμενο, σε φοβερό συνωστισμό· όταν η κατάσταση ηρεμούσε και πάλι, ο συνωστισμός μειωνόταν και οι ακινητοποιημένοι συνέχιζαν να προχωρούν. Στις τάξεις αυτών που παρακολουθούσαν, μια καινούρια ανησυχία αναπτύχθηκε και η φράου Ρίτερσντορφ ήταν αυτή που τη διατύπωσε πρώτη.
«Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μεταδοτικών ασθενειών από τέτοια πλάσματα», είπε στον χερ Μπαουμγκάρτνερ, που στεκόταν δίπλα της. «Αναρωτιέμαι… μήπως θα έπρεπε να παραπονεθούμε στον καπετάνιο; Στο κάτω κάτω, δεν βγάλαμε εισιτήρια για να ταξιδέψουμε με πλοίο μεταφοράς βοοειδών.»
Το σφιγμένο από την οδύνη πρόσωπο του χερ Μπαουμγκάρτνερ αυλακώθηκε ακόμη περισσότερο από την ανησυχία. «Θεέ μου», είπε, «αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ. Ότι μπορείς σχεδόν να μυρίσεις τις αρρώστιες που κουβαλάνε. Όχι, δεν είναι σωστό. Θα έπρεπε να μας είχαν προειδοποιήσει.»
Ο καθηγητής Χούτεν στράφηκε στη γυναίκα του. «Έμαθα από τον αρχιφροντιστή», της είπε, «ότι το κάτω κατάστρωμα είναι εξοπλισμένο για να φιλοξενήσει μόνο τριακόσια πενήντα άτομα, όμως κοίτα –ακόμα έρχονται κι άλλοι. Πολύ θα ήθελα να δω πού θα τους βάλουν τόσους ανθρώπους. Και με βρέφη μάλιστα», συμπλήρωσε και πλατάγισε επιτιμητικά τη γλώσσα του. Η γυναίκα του αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της, αποδεχόμενη για άλλη μια φορά τη θλιβερή αλήθεια ότι δεν υπήρχε γιατρειά για τα βάσανα της ζωής, καμία γαλήνη και καμία ξεκούραση για το ανθρώπινο είδος. Το παρηγορητικό λίπος της τρεμούλιασε στην ιδέα αυτών των δεινών, ωστόσο δεν άντεχε να τα σκέφτεται. «Έλα», είπε, «ας μην τους κατασκοπεύουμε άλλο. Κι αν σηκώσουν το κεφάλι και μας δουν να τους κοιτάμε;» Η φράου Χούτεν απομακρύνθηκε, με το πρόσωπό της να παίρνει μια έκφραση αόριστης, κενής οδύνης. Με το ηθικό του κάπως ανεβασμένο, ο Μπεμπέ την ακολούθησε δεμένος με το χαλαρό λουρί του.