
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος» (μτφρ. από τα κορεάτικα Αμαλία Τζιώτη), το οποίο κυκλοφορεί στις 16 Μαρτίου εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε καν την προσοχή. Μέτριο ανάστημα, τα μαλλιά της ούτε μακριά ούτε κοντά, το δέρμα της τραχύ, ωχρό, πεσμένα βλέφαρα, διογκωμένα ζυγωματικά, άχρωμα ρούχα, τίποτα που να φανερώνει κάτι από την προσωπικότητά της. Φορώντας ένα ζευγάρι απλές μαύρες γόβες, πλησίασε στο τραπέζι όπου περίμενα. Το βάδισμά της δεν ήταν ούτε γρήγορο, ούτε αργό, ούτε δυναμικό αλλά ούτε και νωθρό.
Το γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα.
Το γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα. Πραγματικά, δεν χρειαζόταν ούτε να παριστάνω τον μορφωμένο για να τη γοητεύσω, ούτε να τρέχω σαν τον τρελό σε περίπτωση που αργούσα στο ραντεβού μας. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να χάνω την αυτοπεποίθησή μου συγκρίνοντας τον εαυτό μου με τους άντρες που εμφανίζονται στους καταλόγους μόδας. Μπροστά της δεν με ένοιαζε ούτε η κοιλιά που έκανα μετά τα μέσα της δεκαετίας των είκοσί μου, ούτε τα αδύνατα άκρα μου, που δεν έλεγαν να γίνουν μυώδη όσο κι αν προσπαθούσα, ούτε το μικρό μου πέος – που ήταν η αιτία του κρυφού συμπλέγματος κατωτερότητας που είχα.
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα μεγαλεία. Όταν ήμουν παιδί, συνήθιζα να κάνω παρέα και να προσέχω τα παιδιά της γειτονιάς που ήταν δυο με τρία χρόνια μικρότερα από μένα και έπαιζα τον ρόλο του αρχηγού. Όταν μεγάλωσα, έκανα αίτηση σε πανεπιστήμια όπου ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να λάβω άνετα μια υποτροφία. Ήμουν ικανοποιημένος με το να παίρνω συστηματικά έναν αξιοπρεπή μισθό σε μια μικρή εταιρεία που θα εκτιμούσε τις περιορισμένες ικανότητές μου. Έτσι μου ήταν απολύτως φυσικό να παντρευτώ την πιο συνηθισμένη γυναίκα του κόσμου. Ανέκαθεν, μόνο δυσφορία μού προκαλούσαν οι γυναίκες που ήταν όμορφες, έξυπνες, αισθησιακές ή κόρες πλουσίων οικογενειών.
Εκείνη ανέλαβε άνετα, σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, τον ρόλο της τυπικής συζύγου. Κάθε πρωί στις έξι η ώρα σηκωνόταν και έφτιαχνε ρύζι και σούπα και μου ετοίμαζε και σέρβιρε ψάρι. Συνεισέφερε στα χρήματα που έβγαζα κάνοντας δουλειές μερικής απασχόλησης από τότε που ήταν ακόμα ελεύθερη, τα οποία μας βοηθούσαν οικονομικά, αν και το ποσό ήταν μικρό. Δούλευε βοηθός σε μια σχολή γραφικών τεχνών στην οποία είχε φοιτήσει για έναν χρόνο. Ως εξωτερική συνεργάτιδα, της είχε ανατεθεί από έναν εκδότη κόμικς η επεξεργασία των λέξεων που περιέχονται στα μπαλόνια, την οποία δουλειά μπορούσε να κάνει και από το σπίτι.
Η γυναίκα μου ήταν λιγομίλητη. Σπάνια απαιτούσε κάτι από μένα και ποτέ της δεν έδειχνε ενοχλημένη όσο αργά κι αν γύριζα στο σπίτι. Τις αργίες που περνούσαμε μαζί δεν μου ζητούσε καν να βγούμε έξω και να πάμε κάπου. Όση ώρα εγώ έβλεπα τηλεόραση και χασομερούσα με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, εκείνη κλειδαμπαρωνόταν στο δωμάτιό της. Μάλλον θα έκανε κάποια δουλειά ή θα διάβαζε κανένα βιβλίο – το μόνο που στην καλύτερη περίπτωση κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει χόμπι της ήταν το διάβασμα, μολονότι τα περισσότερα εξώφυλλα των βιβλίων της έδειχναν τόσο βαρετά, που δεν ήθελα ούτε καν να τα ανοίξω. Μόνο την ώρα του φαγητού άνοιγε την πόρτα, έβγαινε από το δωμάτιό της και ετοίμαζε τα πάντα χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μία κουβέντα. Για να πω την αλήθεια, η ζωή με μια τέτοια γυναίκα δεν ήταν και τόσο συναρπαστική. Από την άλλη, ήμουν ευγνώμων γιατί με κούραζε και μόνο η ιδέα των γυναικών που αρκετές φορές την ημέρα παίρνουν τηλέφωνο τους συνεργάτες μου στη δουλειά ή τους φίλους μου, και που κατά καιρούς γκρινιάζουν και φωνάζουν και προκαλούν συζυγικούς καβγάδες.
Το μόνο ασυνήθιστο πράγμα που θα άξιζε να αναφέρω σχετικά με τη γυναίκα μου είναι το ότι δεν της άρεσαν τα σουτιέν. Κατά τη διάρκεια της σύντομης σχέσης μας πριν από τον γάμο, όταν μια φορά, τυχαία, ακούμπησα την πλάτη της και συνειδητοποίησα ότι κάτω από το πουλόβερ της δεν μπορούσα να ψηλαφίσω τη λωρίδα του σουτιέν της, ερεθίστηκα λίγο. Άρχισα να παρατηρώ τη συμπεριφορά της με πιο καθαρή ματιά για να δω αν μου έστελνε κάποιο κρυφό σήμα. Το αποτέλεσμα της έρευνάς μου ήταν ότι δεν μου έστελνε κανένα σήμα. Αν δεν ήταν σήμα, τότε μήπως ήταν τεμπελιά ή αδιαφορία; Δεν μπορούσα να την καταλάβω καθόλου. Δεν ταίριαζε σε μια άχαρη γυναίκα σαν κι αυτήν να μη φοράει σουτιέν. Θα ήταν καλύτερα να κυκλοφορούσε φορώντας ένα σουτιέν ενισχυμένο για να μη με κάνει να ντρέπομαι μπροστά στους φίλους μου.
Όταν παντρευτήκαμε, η γυναίκα μου δεν φορούσε ποτέ σουτιέν μέσα στο σπίτι. Το καλοκαίρι, αν τύχαινε να βγει, επειδή δεν ήθελε να φαίνονται οι στρογγυλές, μεγάλες θηλές της, αναγκαστικά φόραγε στηθόδεσμο, αλλά σε ένα λεπτό τον είχε ξεκουμπώσει. Στην περίπτωση που φορούσε ανοιχτόχρωμη λεπτή μπλούζα ή ελαφρώς στενά ρούχα, ακόμα κι όταν ήταν φανερό ότι το σουτιέν ήταν ξεκούμπωτο, δεν την ένοιαζε καθόλου. Όταν τη μάλωσα, εκείνη, μες στο κατακαλόκαιρο που έβραζε, αντικατέστησε το σουτιέν με ένα γιλέκο. Μου δικαιολογήθηκε ότι επειδή το σουτιέν έσφιγγε το στήθος της, ασφυκτιούσε και δεν το άντεχε. Δεν υπήρχε τρόπος για μένα που δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου σουτιέν να καταλάβω την αίσθηση του να φοράει κανείς κάτι που του κόβει την αναπνοή. Ήταν ξεκάθαρο όμως ότι καμιά άλλη γυναίκα δεν μισούσε το σουτιέν όσο εκείνη, κι αυτή η υπερευαισθησία της μου φαινόταν εντελώς ανεξήγητη.
Εκτός από αυτό, όλα τα άλλα κυλούσαν ομαλά. Φέτος θα κλείναμε πέντε χρόνια γάμου. Κι αφού δεν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι απ' την αρχή, δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη στον γάμο μας. Επειδή είχαμε αναβάλει να κάνουμε παιδιά μέχρι να αγοράσουμε αυτό το σπίτι πέρυσι το φθινόπωρο, αναρωτιόμουν σιγά σιγά μήπως είχε έρθει η ώρα να γίνω μπαμπάς. Μέχρι τη στιγμή που είδα τη γυναίκα μου εκείνο το ξημέρωμα τον περασμένο Φεβρουάριο να στέκεται στην κουζίνα με το νυχτικό, δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι η ζωή μας θα άλλαζε στο παραμικρό.