
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ντέιζι Τζόνσον «Κάτω από την επιφάνεια» (μτφρ. Μαρία Βαρδοπούλου) που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΕΝΑ: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΚΟΡΜΟ
Ο τόπος όπου γεννιόμαστε επιστρέφει σ' εμάς. Μεταμορφώνεται σε ημικρανίες, στομαχόπονους, αϋπνίες. Βρίσκεται στον τρόπο που ξυπνάμε μερικές φορές νιώθοντας ότι πέφτουμε στο κενό, ψάχνοντας τον διακόπτη του πορτατίφ, βέβαιοι πως όλα όσα χτίσαμε χάθηκαν μες στη νύχτα. Γινόμαστε ξένοι για τον τόπο που μας γέννησε. Εκείνος δε θα μας αναγνώριζε, αλλά εμείς θα τον αναγνωρίζουμε πάντα. Είναι το ίδιο μας το μεδούλι· μπολιάζεται μέσα μας. Αν μας γύριζε κανείς απ' την ανάποδη, θα 'βλεπε χάρτες χαραγμένους στην πίσω πλευρά του δέρματός μας· μην τυχόν και χάσουμε τον δρόμο της επιστροφής. Μόνο που στην πίσω πλευρά του δικού μου δέρματος δε θα έβρισκε κανάλια και σιδηροδρομικές γραμμές και ποταμόπλοια, αλλά πάντοτε: εσένα.
Το αγροτόσπιτο
Θέλεις να μάθεις πώς βρέθηκες εδώ, στο σπίτι μου. Σου εξηγώ ξανά και ξανά. Ξεχνάς πώς σε λένε ή πού είναι το μπάνιο. Αρχίζω να φυλάω καθαρά εσώρουχα στο συρτάρι της κουζίνας μαζί με τα μαχαιροπίρουνα. Όταν ανοίγω το ψυγείο, βρίσκω μέσα τον φορητό μου υπολογιστή, το τηλέφωνο, το τηλεκοντρόλ. Με φωνάζεις μες στη νύχτα, κι όταν έρχομαι τρέχοντας, με ρωτάς τι θέλω εκεί.
Δυσκολεύομαι, ακόμα και τώρα, ν' αποφασίσω από πού να ξεκινήσω. Η μνήμη σου δεν είναι πια ευθύγραμμη, παρά μια σειρά από μπλεγμένους κύκλους, που άλλοτε συγκλίνουν κι άλλοτε απομακρύνονται. Είναι φορές που φτάνω σχεδόν στη βία. Αν ήσουν η ίδια όπως πριν από δεκάξι χρόνια, νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω: να βγάλω από μέσα σου την καθαρή αλήθεια με το ζόρι. Τώρα αυτό είναι αδύνατον. Είσαι πολύ μεγάλη πια για να βγάλω από μέσα σου οτιδήποτε. Οι αναμνήσεις αστράφτουν στο σκοτάδι σαν σπασμένα γυαλιά από ποτήρια του κρασιού, κι έπειτα χάνονται.
Η φθορά έχει κάνει ήδη τη δουλειά της. Ξεχνάς πού άφησες τα παπούτσια σου ενώ τα φοράς. Πέντ' έξι φορές την ημέρα με κοιτάς και με ρωτάς ποια είμαι ή μου λες να φύγω, να φύγω. Θέλεις να μάθεις πώς βρέθηκες εδώ, στο σπίτι μου. Σου εξηγώ ξανά και ξανά. Ξεχνάς πώς σε λένε ή πού είναι το μπάνιο. Αρχίζω να φυλάω καθαρά εσώρουχα στο συρτάρι της κουζίνας μαζί με τα μαχαιροπίρουνα. Όταν ανοίγω το ψυγείο, βρίσκω μέσα τον φορητό μου υπολογιστή, το τηλέφωνο, το τηλεκοντρόλ. Με φωνάζεις μες στη νύχτα, κι όταν έρχομαι τρέχοντας, με ρωτάς τι θέλω εκεί. Δεν είσαι εσύ η Γκρέτελ, μου λες. Η κόρη μου η Γκρέτελ ήταν άγρια, και όμορφη. Δεν είσαι εσύ αυτή.
Κάποιες μέρες ξέρεις ακριβώς ποιες είμαστε και οι δύο. Βγάζεις όσο πιο πολλά κουζινικά μπορείς να χωρέσεις πάνω στον πάγκο και φτιάχνεις για πρωινό ολόκληρα τσιμπούσια, σε κάθε πιάτο τέσσερις σκελίδες σκόρδο, και άπειρο τυρί. Με διατάζεις μες στην ίδια την κουζίνα μου, μου λες να πλύνω τα πιάτα ή να καθαρίσω επιτέλους τα παράθυρα. Μέρες σαν κι αυτές, η εξασθένησή σου επέρχεται σιγά σιγά. Ξεχνάς ένα τηγάνι στο αναμμένο μάτι και καις τις τηγανίτες, το νερό ξεχειλίζει από τον νεροχύτη και χύνεται στο πάτωμα, μια λέξη παγιδεύεται μέσα στο στόμα σου κι εσύ τη ροκανίζεις, προσπαθώντας μάταια να την ξεστομίσεις. Σου γεμίζω την μπανιέρα με νερό και ανεβαίνουμε μαζί τα σκαλιά χέρι χέρι. Οι μικρές αυτές στιγμές γαλήνης είναι σχεδόν ανυπόφορες.
Αν πραγματικά νοιαζόμουν για σένα, θα σ' έβαζα για το καλό σου σ' ένα γηροκομείο. Φλοράλ κουρτίνες, γεύματα τις ίδιες ώρες κάθε μέρα, άλλοι άνθρωποι σαν εσένα. Οι ηλικιωμένοι είναι ένα ξεχωριστό είδος. Αν πραγματικά σε αγαπούσα ακόμα, θα σ' είχα αφήσει εκεί όπου ήσουν, δε θα σε είχα κουβαλήσει εδώ, όπου οι μέρες είναι τόσο σύντομες, που δεν αξίζει καν να τις συζητάμε, κι εμείς αδιάκοπα ανασκαλεύουμε, ανασύρουμε όσα θα έπρεπε να μείνουνε θαμμένα.
Πού και πού εκείνες οι παλιές λέξεις ξανατρυπώνουν μέσα μας και μας διαλύουν. Είναι λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει, λες και ο χρόνος δεν έχει πια κανένα νόημα. Έχουμε επιστρέψει στο παρελθόν, είμαι δεκατριών κι εσύ είσαι η φρικτή, η υπέροχη, η τρομερή μητέρα μου. Ζούμε σ' ένα πλοιάριο στο ποτάμι και κατέχουμε λέξεις που κανένας άλλος δεν κατέχει. Μια ολόκληρη γλώσσα δική μας. Μου λες ότι ακούς το νερό να φισφιρίζει. Σου απαντώ πως δεν υπάρχει ποτάμι εδώ κοντά, παρότι μερικές φορές το ακούω κι εγώ. Μου λες πως θες να φύγω, ότι έχεις ανάγκη λίγο μοναχόχρονο. Σου απαντώ πως είσαι στριγγλοβιόλα, και γίνεσαι έξω φρενών ή γελάς μέχρι δακρύων.
Μια νύχτα ξυπνάω και σ' ακούω να ουρλιάζεις. Δρασκελίζω τον διάδρομο, ανοίγω απότομα την πόρτα σου, ανάβω το φως. Κάθεσαι στο στενό ράντζο, με τα σεντόνια τραβηγμένα μέχρι το πιγούνι και το στόμα σου ορθάνοιχτο, κλαίγοντας.
Τι έγινε; Τι συμβαίνει;
Με κοιτάς. Το Μπόνακ είναι εδώ, μου λες, και προς στιγμήν –επειδή είναι νύχτα κι ακόμα δεν έχω ξυπνήσει για τα καλά– νιώθω ένα κύμα πανικού να με κατακλύζει και να μου προκαλεί ναυτία. Το καταπνίγω. Ανοίγω την ντουλάπα και σου δείχνω το άδειο εσωτερικό της· σε βοηθάω να σηκωθείς απ' το κρεβάτι για να γονατίσουμε μαζί και να ψάξουμε από κάτω, να σταθούμε δίπλα στο παράθυρο και να κοιτάξουμε στο σκοτάδι.
Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω. Πρέπει να κοιμηθείς τώρα. Είναι εδώ, επιμένεις. Το Μπόνακ είναι εδώ.
Τον περισσότερο καιρό κάθεσαι σαν άγαλμα στην πολυθρόνα και με παρατηρείς. Έχεις βγάλει στα χέρια σου ένα άσχημο έκζεμα, που δεν είχες ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, κι όλο το ξύνεις με τα δόντια. Προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις άνετα, αλλά –τώρα μόλις θυμήθηκα αυτό το γνώρισμά σου– ανέκαθεν σε ενοχλούσαν οι ανέσεις. Αρνείσαι το τσάι που σου φέρνω, δεν τρως, ίσα που πίνεις κάτι. Με σπρώχνεις όποτε σε πλησιάζω με τα μαξιλάρια σου στο χέρι. Ξέχνα το, μη με πρήζεις, χαλάρωσε. Κι αυτό ακριβώς κάνω. Κάθομαι στο μικρό ξύλινο τραπέζι απέναντι από την πολυθρόνα σου και σ' ακούω να μιλάς. Έχεις τέτοιο πείσμα και τέτοιες αντοχές, που μας κρατάνε ξάγρυπνες νύχτες ολόκληρες χωρίς σταματημό. Πού και πού θα πεις πάω στο μπάνιο και θα σηκωθείς από την πολυθρόνα σου σαν τις μοιρολογίστρες πάνω απ' το μνήμα, τινάζοντας με τα χέρια σου αόρατη σκόνη από το παντελόνι που σου δάνεισα. Φεύγω τώρα, θα πεις και θα κινηθείς προς τις σκάλες με επισημότητα, γυρνώντας κάποια στιγμή να με κοιτάξεις σαν να μου λες πως δε μου επιτρέπεις να συνεχίσω χωρίς εσένα, πως δεν είναι δική μου αυτή η ιστορία κι ότι έχω υποχρέωση να σε περιμένω. Φτάνοντας στα μισά της σκάλας, μου δηλώνεις ότι ο άνθρωπος πρέπει να παραδέχεται τα λάθη του, να ζει μ' αυτά. Ανοίγω ένα από τα τετράδια που αγόρασα και σημειώνω όλα όσα θυμάμαι. Οι λέξεις σου στο χαρτί μοιάζουν σχεδόν γαλήνιες, αφοπλισμένες.
Αναλογίζομαι τα ίχνη που αφήνουν πίσω οι αναμνήσεις μας, αν μένουν απαράλλαχτες ή μεταβάλλονται καθώς τις αναθεωρούμε με το πέρασμα του χρόνου. Αν είναι σταθερές όπως τα σπίτια και οι βράχοι, ή αν αποσαθρώνονται σιγά σιγά και αντικαθίστανται, επικαλύπτονται με άλλες. Όλα όσα θυμόμαστε περνούν από στόμα σε στόμα, από σκέψη σε σκέψη, δεν είναι ποτέ όπως ήταν στην πραγματικότητα. Αυτό με τρομάζει, με ταράζει. Δε θα μάθω ποτέ τι στ' αλήθεια συνέβη.
Όταν νιώθεις κάπως καλά, σε βγάζω έξω στους αγρούς. Κάποτε είχε πρόβατα εδώ, μα τώρα έχουνε μείνει μόνο χορτάρια, τόσο αραιά, που διακρίνεται από κάτω η κιμωλία, λόφοι που ξεπετάγονται σαν εξογκώματα μέσα από τις νευρώσεις του εδάφους, ένα μικρό ρυάκι που αναβλύζει από το χώμα και κατηφορίζει την πλαγιά. Κάθε δυο τρεις μέρες σού κάνω κήρυγμα πως η σωματική άσκηση είναι θεραπευτική, κι έτσι βαδίζουμε ως την κορφή του λόφου, στεκόμαστε εκεί ιδρωμένες και λαχανιασμένες, κι έπειτα κατεβαίνουμε στο ρέμα. Μονάχα τότε σταματάς την γκρίνια. Σκύβεις δίπλα στο νερό και βουτάς τα χέρια σου στο κρύο ρεύμα μέχρι ν' αγγίξεις τις πέτρες στον πάτο. Όσοι μεγαλώνουν κοντά στο ποτάμι, μου λες μια μέρα, είναι διαφορετικοί από τους άλλους.
Τι εννοείς; σε ρωτάω. Αλλά δε μου απαντάς, ή ξεχνάς ότι είχες ανοίξει καν συζήτηση. Κι όμως, η σκέψη αυτή με συντροφεύει μες στην ησυχία της νύχτας: το ότι η ταυτότητά μας ορίζεται απ' το τοπίο, ότι για τις ζωές μας αποφασίζουνε οι λόφοι και τα ποτάμια και τα δέντρα.
Είσαι κακόκεφη. Κρατάς μούτρα μέχρι να νυχτώσει κι ύστερα κάνεις το σπίτι άνω κάτω ψάχνοντας να βρεις να πιεις κάτι πιο δυνατό από νερό. Πού είναι; φωνάζεις. Πού είναι; Δε σου λέω ότι άδειασα τα ντουλάπια όταν σε πρωτοβρήκα στο ποτάμι και σ' έφερα εδώ, ούτε ότι θα πρέπει να βολευτείς χωρίς ποτό. Σωριάζεσαι στην πολυθρόνα σου και με στραβοκοιτάζεις. Σου φτιάχνω τοστ, κι εσύ αναποδογυρίζεις το πιάτο και το πετάς στο πάτωμα. Ανακαλύπτω μία τράπουλα σ' ένα συρτάρι, και με κοιτάς λες κι έχω τρελαθεί.
Δεν ξέρω, σου λέω. Τι θες;
Σηκώνεσαι από την πολυθρόνα και μου τη δείχνεις. Βλέπω τα χέρια σου να τρέμουν, από εξάντληση ή θυμό. Δε γίνεται να είναι πάντα η δική μου σειρά, γαμώτο. Σου έχω ήδη πει αρκετά. Τόσα πράγματα. Τόσες μαλακίες για μένα. Χτυπάς με την ανοιχτή σου παλάμη την καρέκλα. Είναι η σειρά σου.
Εντάξει. Τι θες να μάθεις; Παίρνω θέση στην πολυθρόνα. Καίει από τη θέρμη που άφησες πίσω. Εσύ λουφάζεις δίπλα στον τοίχο, τραβώντας τα μανίκια του κερωμένου μπουφάν που έχεις αποφασίσει να φοράς μέσα στο σπίτι.
Πες μου, πώς με βρήκες, μου λες;
Ακουμπάω το κεφάλι πίσω, κρατάω τα χέρια μου τόσο σφιχτά, που νιώθω το αίμα να σφυροκοπάει στις φλέβες μου. Σχεδόν μ' ανακουφίζει που με ρωτάς.
Αυτή είναι η δική σου ιστορία –με κάποια ψέματα, κάποια αποκυήματα της φαντασίας– και η ιστορία του άντρα που δεν ήταν ο πατέρας μου, και του Μάρκους, που αρχικά ήταν η Μάργκο –και πάλι φήμες, εικασίες–, και εν τέλει –το χειρότερο απ' όλα– η δική μου ιστορία. Εγώ διεκδικώ μονάχα την αρχή: το πώς, πριν από έναν μήνα, σε βρήκα.