
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Κίκε Φεράρι «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» (μτφρ. από τα ισπανικά Άννα Βερροιοπούλου), που κυκλοφορεί στις 3 Ιουνίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αυτοί που ανήκουν στον αυτοκράτορα
Ο κύριος Μάτσι γέρνει πίσω στη ράχη της πολυθρόνας, βυθίζει το χέρι στην ξανθιά γυναικεία χαίτη που κουνιέται ρυθμικά ανάμεσα στα πόδια του και κλείνει τα μάτια. Οι πρώτες πρωινές αχτίδες του ήλιου φιλτράρονται από το τζάμι, σχηματίζοντας πάνω στο γραφείο ένα φωτεινό τρίγωνο που καθώς προχωρά φωτίζει τη μολυβοθήκη, δυο μισοάδεια ποτήρια, τη μινιατούρα της Ντοτζ του Φοντανίτα, το παλιομοδίτικο τηλέφωνο, το ανοιχτό σκονάκι, το βουναλάκι της κόκας, την πιστωτική κάρτα με τις ξεφτισμένες άκρες και το παραγεμισμένο σταχτοδοχείο, για να απλωθεί έπειτα στην κορνίζα με την οικογενειακή φωτογραφία, όπου ο κύριος Μάτσι, δέκα χρόνια νεότερος, χαμογελά μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του σε μια μεσογειακή ακτή. Τη στιγμή που το φωτεινό τρίγωνο αγγίζει την ξανθιά χαίτη, οι κινήσεις της χάνουν το ρυθμό τους και συνοδεύουν το λαχάνιασμα του κυρίου Μάτσι, που αρπάζει με το δάχτυλά του τα ξανθά τσουλούφια και διαλαλεί τον οργασμό του με ένα μουγκρητό. Ύστερα σωριάζεται στην πολυθρόνα, χαλαρώνει τον κόμπο της γραβάτας, βγάζει από το πρώτο συρτάρι έναν χρυσό Ντιπόν και ανάβει ένα Μοντεκρίστο, όσο η γυναίκα φτιάχνει το μαλλί, σκουπίζει τις άκρες των χειλιών και σνιφάρει μια γραμμή.
Τη στιγμή που το φωτεινό τρίγωνο αγγίζει την ξανθιά χαίτη, οι κινήσεις της χάνουν το ρυθμό τους και συνοδεύουν το λαχάνιασμα του κυρίου Μάτσι, που αρπάζει με το δάχτυλά του τα ξανθά τσουλούφια και διαλαλεί τον οργασμό του με ένα μουγκρητό.
«Θέλεις;» τον ρωτά.
Το πρόσωπό της είναι νέο, ελάχιστα γερασμένο, και κάτω από το αριστερό της μάτι τρέχει το ρίμελ, δίνοντάς της έναν αέρα ατημελησίας, εγκατάλειψης, απελπισίας.
Ο κύριος Μάτσι συλλογίζεται το πρόβλημα της καρδιάς του, το μπλε χαπάκι που πήρε ούτε μια ώρα πριν και που εγγυάται πως το φύλο του, ακόμα σηκωμένο, θα αποτραβηχτεί αργά και υπεροπτικά.
«Μπα, όχι», απαντά με τον καπνό του πούρου στο στόμα και αμέσως μετά τον ελευθερώνει μέσα στο τρίγωνο του φωτός που ολοένα μεγαλώνει, για να σχεδιάσουν μαζί –φως και καπνός– φιγούρες στον αέρα, που κανείς δεν κοιτά.
Η νεαρή γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά τραβάει λαίμαργα μια, δυο, τρεις μυτιές και βρίζει, ικανοποιημένη, για την ποιότητα της κόκας, για την καλή της τύχη, για το τρίγωνο του φωτός που αναγγέλλει άλλη μια όμορφη μέρα –ανάθεμα!– και για τη γεύση του σπέρματος του κυρίου Μάτσι στο στόμα.
«Φεύγω, Λουίς...» λέει.
«Κλείσε την πόρτα. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα. Πες στον Εδουάρδο και τον Περέιρα να φροντίσουν να είναι όλοι από νωρίς απόψε, έτσι; Και θυμήσου ότι έρχονται οι Μεξικάνοι...»
«Ησύχασε, θα τα κανονίσω όλα. Τα λέμε το βράδυ, αγάπη», τον αποχαιρετά η γυναίκα με ένα φιλί στο λαιμό.
Ο κύριος Μάτσι αφήνεται στο φιλί της παίζοντας με τον καπνό του Μοντεκρίστο, λες και εκείνη δεν είναι πια εκεί, λες και, αφού είναι πια άδειος από επιθυμία, εκείνο το κορίτσι με το ξανθό μαλλί και την άπληστη μύτη δεν είναι πλέον παρά μια ενόχληση. Ύστερα, όταν εκείνη απομακρύνεται προς την πόρτα λικνίζοντας τους γοφούς της μέσα στην πράσινη φούστα, το βλέμμα του καρφώνεται στον κώλο της.
Αύριο θα της τον ξεσκίσω, σκέφτεται.
Μόλις μένει μόνος, πάει στο μπάνιο και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Εκεί ο κύριος Μάτσι αντικρίζει την επιτυχία.
Τι είναι η επιτυχία γι' αυτόν;Χαμογελά στο είδωλό του και σκέφτεται πως αυτός είναι η επιτυχία.
Επιτυχία είναι ένα ξανθό πιπίνι να σου γλείφει τον πούτσο, Λουισίτο, σκέφτεται, χαμογελώντας στον καθρέφτη. Επιτυχία είναι το άρωμα ενός Μοντεκρίστο, το μπλε χαπάκι και δέκα εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα.
Ανάβει πάλι το πούρο που τον περιμένει στο τασάκι του γραφείου και σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν του παλιομοδίτικου τηλεφώνου. Το φωτεινό τρίγωνο έχει κυριέψει το χώρο, αναγγέλλοντας για τα καλά την έλευση της μέρας.
«Εμπρός», απαντά η νυσταγμένη, ομιχλώδης φωνή της γυναίκας, σέρνοντας το «ο».
«Γεια, τελειώνω και ξεκινώ για το σπίτι».
«Τελειώνεις;» κοροϊδεύει τώρα η γυναίκα με διάθεση για καβγά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να μου τηλεφωνείς – πλύθηκες, τουλάχιστον;»
«Μη μου σπας τα αρχίδια, Μίρτα, έτσι; Ετοίμασε κάτι για πρωινό, σε μια ώρα περίπου θα είμαι εκεί», ανταπαντά ο κύριος Μάτσι, μάλλον βαργεστημένος παρά θυμωμένος.
«Εντάξει, θα πω στην Ερμίνια να σου ετοιμάσει κάτι, αν θες», λέει και αμέσως η φωνή της γυναίκας γεμίζει χαιρεκακία. «Ή μήπως προτιμάς την Γκλάντις...»
«Α, μην αρχίζεις πάλι!» γρυλίζει ο κύριος Μάτσι και ταυτόχρονα αναρωτιέται, τραβώντας άλλη μια τζούρα από το πούρο του, γιατί δεν κράτησε εκεί την πιτσιρίκα με το ξανθό μαλλί και την πράσινη φούστα για να της ξεσκίσει για τα καλά τον κώλο, αφού το χαπάκι, καθώς φαίνεται, κάνει ακόμα τη δουλειά του.
«Και σε τι οφείλω την τιμή να πάρω πρωινό μαζί σου, αν επιτρέπεται;»
Η υπνηλία έχει χαθεί από τη φωνή της γυναίκας και ο εκνευρισμός κερδίζει έδαφος σε κάθε της λέξη. Μπορεί κανείς να νιώσει το οργισμένο τρέμουλο των «σίγμα», ειπωμένων με έναν φιδίσιο συριγμό.
«Είναι το σπίτι μου ή όχι;» απαντά ο κύριος Μάτσι που νιώθει να χάνει την υπομονή του. «Είσαι ή όχι η γυναίκα μου; Ε, λοιπόν, φτιάξε κάτι νόστιμο, άντε... Σε μια ώρα περίπου φτάνω σπίτι».
Κλείνει το ακουστικό.
Σπασαρχίδω! σκέφτεται.
Παρά το μπλε χαπάκι και την καρδιά του, αποφασίζει, πριν ξεκινήσει, να ρουφήξει μια γραμμή.