Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Θωμάς Συμεωνίδης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το επόμενο πρωί, έμαθα πως ήμουν νεκρός. Ένας κάτοικος του χωριού που τον έβλεπα για πρώτη φορά, με βρήκε στην αμμουδιά και μου το είπε. Για αρκετή ώρα, δεν σκέφτηκα τίποτα, και όταν τελικά άρχισα να σκέφτομαι, ήταν περισσότερο για πρακτικά ζητήματα, τι θα γινόταν με τα πράγματα στο δωμάτιό μου και τι θα γινόταν γενικότερα με όλα μου τα πράγματα, τους λογαριασμούς και τις υποθέσεις μου και δεν σκέφτηκα καθόλου πώς θα ένιωθαν οι άνθρωποι που με ήξεραν, πόσο θα πρόσθετε στα προβλήματά τους και τι αντίκτυπο θα είχε όλο αυτό. Στους ανθρώπους που με ήξεραν ήταν και οι φίλοι μου και αναρωτιόμουν πού ήταν και τι μπορεί να είχαν κάνει μετά και αν είχαν επιστρέψει στο δωμάτιο και τι μπορεί να ειπώθηκε μεταξύ τους τελικά. Ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου, για το καλό ή το κακό, είχε τελειώσει. Ο ορισμός που έδινα στη φιλία δεν είχε αλλάξει. Τις φορές που είμαι γυμνός, να μην αισθάνομαι ακάλυπτος, αυτό ήταν φιλία. Σε αυτό το χωριό και τις ακτές του, είμασταν οι φίλοι που κάναμε κάθε χρόνο διακοπές.
Κάτω από τον ουρανό, αυτή είναι κατάσταση τώρα, μπροστά στη θάλασσα, ανάπαυση, που σημαίνει διώχνω κάθε σκέψη. Το στοίχειωμα της εφηβείας μου, η Στεφανία. Η Στεφανία δεν είναι σκέψη. Αυτό που κάνει το καλοκαίρι καλοκαίρι είναι η θάλασσα και όσα συμβαίνουν σε σχέση μ’ αυτήν που σημαίνει όσα συμβαίνουν στο νερό και όσα συμβαίνουν στην άμμο και όσα συμβαίνουν εκεί που σε πλησιάζει ο ήχος της και οι μαυρισμένοι άνθρωποι που διασταυρώνονται μαζί σου. Είδα την κίνηση του χρόνου. Είδα πώς ήμουν ξαπλωμένος με τη Στεφανία. Είδα τα σώματά μας, ήταν σε απόσταση αλλά όχι μακριά. Τα χέρια μας σε ήπια έκταση, να συναντιούνται στη μέση, το δικό της μέσα στο δικό μου. Τα χέρια μας στεγνά από τη βραδινή δροσιά, που σημαίνει η άμμος ξένο σώμα. Σε απόσταση αλλά όχι μακριά, στη σκιά ενός πεύκου χτυπημένου από μία υποψία σελήνης, τα σώματά μας. Το χέρι της που τινάχθηκε, ο πατέρας της από μακριά και να πλησιάζει. Που με άφησε και σαν υπάκουο σκυλί τον ακολούθησε και μετά η γη που σταμάτησε.
Αυτό που κάνει το καλοκαίρι καλοκαίρι είναι η θάλασσα και όσα συμβαίνουν σε σχέση μ’ αυτήν που σημαίνει όσα συμβαίνουν στο νερό και όσα συμβαίνουν στην άμμο και όσα συμβαίνουν εκεί που σε πλησιάζει ο ήχος της και οι μαυρισμένοι άνθρωποι που διασταυρώνονται μαζί σου.
Απόσταση, που σημαίνει η Στεφανία σε άλλη πόλη. Έφηβος, που σημαίνει δεν ξέρω. Ακατανόητη θλίψη που γινόταν ανυπόφορη στο σχολείο. Ήμουν ΠΑΟΚ και για εβδομάδες το είχα ξεχάσει. Μια μέρα που ήμουν απογευματινός και όλη εκείνη η υπομονή μέχρι να σχολάσω. Μυστικά σχέδια κάτω από τον ουρανό, που σημαίνει ψάχνω. Να με έβλεπε κάποιος μέσα στο 11. Να το έλεγε στους γονείς μου. Μπήκα στο τραίνο μεσάνυχτα και έφτασα στην Αθήνα πρωί. Άυπνος, νηστικός. Ήταν αλλόκοτο, το ξέρω, και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα να περιφέρομαι κάτω από το σπίτι της και μετά έξω από το σχολείο της. Το πιο περίεργο συναίσθημα της ζωής μου όταν την είδα. Το πρόσωπό της είχε γεμίσει σπυριά και είχε προλάβει να παχύνει και απογοήτευση που το στήθος της δεν είχε μεγαλώσει. Ένα κωλόπαιδο της έπιανε το χέρι και μου φάνηκε πως αυτό γινόταν με το ζόρι. Εστίασα στα μάτια της και ένιωσα το δέρμα της και όλα εκείνα που με έβαλαν στο τραίνο και με εμφάνισαν μπροστά της. Χαμήλωσε το βλέμμα της και αυτό με πλήγωσε και το κωλόπαιδο που της κρατούσε το χέρι κάτι πρέπει να κατάλαβε. Θυμάμαι που όλο το σχολείο είχε μαζευτεί γύρω μας και εκείνος ήταν για ώρα από κάτω μου και τον χτυπούσα αλύπητα και οι φλώροι οι συμμαθητές του που φώναζαν στους καθηγητές, Ένας εξωσχολικός, ένας εξωσχολικός! Μία σφαίρα που έκοψε τον κόσμο στα δύο η φωνή της Στεφανίας, Τι κάνεις, ρε μαλάκα! Φύγε! Φύγε! Ένιωσα πως είμαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο και αυτή η σκέψη δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Ο κάτοικος του χωριού ήταν ακόμα δίπλα μου. Παρέμενε σιωπηλός και ήμουν σίγουρος πως υπήρχε λόγος. Ξαφνικά, το βλέμμα του κινήθηκε και ένιωθες πως μετά από χρόνια. Το βλέμμα του είδε τη σκέψη μου. Το βλέμμα του στη Στεφανία και πολύ γρήγορα και το δικό μου. Έβγαινε αργά από τη θάλασσα και τη χτυπούσε ο ήλιος. Ήταν μπροστά μας και πλησίαζε και πόσο όμορφη ήταν. Πόσο όμορφη και πόσο σπάνιο για παιδικό έρωτα μετά από χρόνια. Γύρισα να τον δω και το πρόσωπό του ήταν ψυχρό. Αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση και όμως με ενόχλησε πολύ. Έκανε να σηκωθεί, το στόμα του άνοιξε και αυτό ήταν για να μιλήσει. Μου είπε πως η Στεφανία είχε έρθει για πρώτη φορά διακοπές στο χωριό μετά από χρόνια. Τώρα, ήταν όρθιος, από πάνω μου, χωρίς σκιά. Στην κίνησή του, μια βιασύνη. Είδα τον χρόνο να παγώνει. Ο ουρανός σε ελεύθερη πτώση και μαζί του ένα σκοτάδι. Τα μάτια της Στεφανίας ολόλευκα και μετά όλο της το σώμα. Το στόμα του άνοιξε πάλι. Η δολοφονία μου που οι φίλοι μου δεν θα ομολογούσαν ποτέ και ένας από αυτούς που θα τα έφτιαχνε μαζί της. Άγαλμα η Στεφανία και ραγδαία απώλεια φωτός που το έντυσε στα μαύρα και η θάλασσα ένας καθρέπτης που σκοτείνιαζε και στο τέλος ο ουρανός που σκέπασε τα πάντα.
Info
O Θωμάς Συμεωνίδης αποφοίτησε από την Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την Ανωτάτη Εθνική Σχολή Αρχιτεκτονικής στο Παρίσι (ENSAPVDS). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη London School of Economics & Political Sciences και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο όπου και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα την ερμηνεία που επιχειρεί ο Theodor Adorno στο Τέλος του παιχνιδιού του Samuel Beckett. Ζει μόνιμα στο Παρίσι όπου εργάζεται πάνω στο αντικείμενο της φιλοσοφικής και συγκριτικής αισθητικής παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα στη λογοτεχνία και το θέατρο. Το πρώτο του μυθιστόρημα Γίνε ο ήρωάς μου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.