Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Δέσποινα Μπάτρη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ελλάδα, καλοκαίρι. Για φαντάσου, να κάνει τουρισμό σαν ξένη στην πατρίδα της, στην παραλία που μεγάλωσε.
«Πού θα πας φέτος διακοπές;» τη ρωτούσαν.
«Στην παραλία μου!» απαντούσε σοβαρά. Γελούσαν και οι Έλληνες και οι ξένοι όταν την άκουγαν. Εκείνη δεν γελούσε καθόλου.
Έχει ξαπλώσει στην άμμο δίχως ψάθα, να τη νιώθει κατάσαρκα, όπως τότε που ήταν παιδί και δεν νοιαζόταν να μη λερωθεί, ούτε μήπως αρπάξει κανένα μύκητα. Μισοκλείνει τα μάτια. Εδώ δεν ήταν που έμαθε κολύμπι;
Πάνε πολλά χρόνια, είχε ξεμακρύνει από την ακτή, δεν πάτωνε, δεν το είχε καταλάβει, συνέχισε, ήθελε να ξανοιχτεί, να φτάσει στη σημαδούρα, ίσως και παραπέρα, στις βάρκες, για να κάνει βουτιές. Όταν αναζήτησε τον πυθμένα κάτω από τα πόδια της, ανακάλυψε πως δεν τον έβρισκε, τα ποδαράκια της τεντώνονταν και τινάζονταν τρελαμένα από τον φόβο, πού να πατήσει να μην πνιγεί; Άρχισε να βουλιάζει, να μπουκώνεται θάλασσα.
Μια μέσα, τα ρουθούνια να καίνε καθώς ανέπνεαν νερό αντί για αέρα, μια έξω. Και τότε, όταν κατάφερνε να σηκώσει το κεφάλι, τα μάτια βλέπανε εκείνη τη σημαδούρα που ήθελε σώνει και καλά να φτάσει και πιο πέρα τις βάρκες. Κι ακόμα παραπέρα τον ανοιχτό ορίζοντα, θολό από τη ζέστη να υπόσχεται ποιος ξέρει τι θαυμαστά, πόσα ανεξάντλητα πράγματα να δει και να γνωρίσει.
Ίσως αυτό το όραμα να την έσωσε τότε. Η σωτήρια υπόσχεση την ώρα του πνιγμού, πως δεν υπάρχει όριο. Πως πάει και παραπέρα από την παραλία που μεγάλωσε. Κι ας είχε χαθεί η γη κάτω από τα πόδια της, καθώς ξεμάκραινε από την ακτή.
Κατάλαβε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να βουλιάξει. Και πως επιπλέον αφού είχε φτάσει μέχρι εκεί, σήμαινε πως ήξερε κολύμπι, κι ας το αρνιόταν το σώμα της. Γραπώθηκε από την αναπάντεχη αποκάλυψη. Το βλέμμα της στυλώθηκε σταθερά, μια στη σημαδούρα, μια στις βάρκες, μα πιο πολύ στον ανοιχτό ορίζοντα.
Κατάλαβε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να βουλιάξει. Και πως επιπλέον αφού είχε φτάσει μέχρι εκεί, σήμαινε πως ήξερε κολύμπι, κι ας το αρνιόταν το σώμα της. Γραπώθηκε από την αναπάντεχη αποκάλυψη. Το βλέμμα της στυλώθηκε σταθερά, μια στη σημαδούρα, μια στις βάρκες, μα πιο πολύ στον ανοιχτό ορίζοντα.
Συνέχισε να κολυμπά, έφτασε τη σημαδούρα. Την αγκάλιασε με ανακούφιση. Πήρε βαθιά ανάσα και ετοιμαζόταν να συνεχίσει κατά τις βάρκες. Δεν πρόλαβε. Η φωνή της μάνας της τη σταμάτησε: «Πρόσεχε!» Γύρισε πίσω. Ήταν τεσσάρων χρονών. Ανέβαλε την έξοδο για αργότερα.
Άγνωστες γλώσσες λαλούν γύρω της και την αποσπούν. Αλβανοί, νέας εσοδείας μετανάστες, ακόμα και Κινέζοι τουρίστες. Τινάζει την άμμο από τα χέρια της. Κάπως έτσι θα παραξενοφαίνεται στους ντόπιους και η δική μου γλώσσα όταν την μιλάω στα ξένα, σκέφτεται. Ξαπλώνει πάλι στην αμμουδιά με τη βαβέλ των λουομένων να πυκνώνει γύρω της. Αλλά εκείνη δεν ακούει πια.
Στα δεκάξι ήθελε να γίνει ψαράς. Η θάλασσα τη βασάνιζε. Φανταζόταν ένα καΐκι με ένα μικρό αμπάρι για την ψαριά και τα στραβόξυλα με ξεφτισμένη την μπογιά τους. Μόνο τον εαυτό της δεν έβλεπε καθαρά. Δεν έγινε ψαράς. Το ανέβαλε για μετά τα σαράντα και σπούδασε.
Κάποια μπάλα τσουλάει προς τη μεριά της. Τη σπρώχνει απαλά προς το μέρος του πιτσιρικά που την έριξε. «Πώς σε λένε;» τον ρωτάει. Εκείνος δεν απαντά. Αρπάζει το παιχνίδι του και φεύγει τρέχοντας προς τη θάλασσα. Ο νους της στρέφεται στο δικό της μωρό.
Λίγο μετά τα τριάντα, εκεί στην ίδια παραλία. Νωρίς την άνοιξη ήταν, αλλά ο ήλιος έκαιγε πολύ. Απίθωσε το παιδί στην αμμουδιά και του έβγαλε το παντελόνι. Εκείνο ίσα που μπουσούλαγε. Πήγε λίγα μέτρα παραπέρα να ακουμπήσει το ρούχο στον βράχο. Άκουσε μια παρέα από μεγάλα παιδιά να αλαλάζουν ενθουσιασμένα πριν βουτήξουν για το πρώτο μπάνιο της χρονιάς. Όταν γύρισε το κεφάλι, το μωρό πουθενά.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε πραγματικά πριν διακρίνει το καπέλο του να επιπλέει. Ο χρόνος ακίνητος στο μυαλό της, διεσταλμένος, ένα δευτερόλεπτο μέτραγε για αιώνα. Το παιδί δεν γινόταν να ανακαλύψει ότι ξέρει να κολυμπά, όπως έκανε εκείνη στο ίδιο ακριβώς μέρος. Το παιδί ήταν μωρό της αγκαλιάς. Αν δεν το προλάβαινε, θα πνιγόταν.
Βούτηξε παλαβωμένη όπως ήταν με τα ρούχα και ψαχούλευε τον ανακατωμένο από τα μεγάλα παιδιά βυθό. Το χέρι της ακούμπησε κάποτε την απαλή σάρκα. Τράβηξε με βία το αναίσθητο κορμάκι στην ακτή. Να προλάβει. Εκείνο άνοιξε σχεδόν αμέσως τα μάτια, πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να βήχει.
Ο ήλιος είναι τόσο δυνατός που διαπερνά τα κλειστά της βλέφαρα και σχηματίζει πολύχρωμα φαντάσματα. Πάνε τόσα χρόνια κι όμως μόλις τώρα αναρωτιέται τι να ήταν αυτό που έκανε το παιδί να τραβήξει ίσια κατά τη θάλασσα. Την ξέρει την απάντηση. Το ίδιο που έκανε και την ίδια να ξανοιχτεί στα τέσσερά της. Αρκεί να θυμηθεί ο άνθρωπος πως από πάντα του ξέρει κολύμπι. Και να μην είναι βρέφος, συμπληρώνει και ανατριχιάζει παρά τη ζέστη.
Κι αν ξεχάσει, παρόλο που δεν είναι μωρό, να κολυμπά; «Μα δεν γίνεται…» ψελλίζει ενοχλημένη και γυρνάει πίσω στο παρελθόν.
Πατημένα σαράντα θυμήθηκε την εφηβική υπόσχεση στον εαυτό της να πάρει καΐκι και να γίνει ψαράς. «Μου πήρα μια φουσκωτή βαρκούλα για παιδιά για να με ξεγελάσω» μουρμουράει αποχαυνωμένη από τη ζέστη. Πήγαινε με αυτή από σημαδούρα σε σημαδούρα, όλες τις γύριζε, είναι αλήθεια, όλες από τη στιγμή που βρίσκονταν στον κόλπο. Παραέξω δεν ανοιγόταν. Τον ορίζοντα απέφευγε να τον κοιτάξει.
Σηκώνεται απότομα όρθια. Τινάζει με τα χέρια την άμμο από το σώμα της.
Και τώρα; Τώρα που ταξίδεψε επιτέλους στον ανοιχτό ορίζοντα, τώρα που μετανάστευσε, πώς γίνεται και ξέχασε να κολυμπά; Φαντάζεται τον εαυτό της εκεί πέρα στα βαθιά, πολύ πέρα από τις σημαδούρες, εκεί στην ξένη χώρα που μπάζωσαν τη θάλασσα για να την κάνουν στεριά, τα πόδια να τινάζονται όπως στα τέσσερά της κάπου για να πατήσουν, μα να μη βρίσκουν, η γη να έχει χαθεί κάτω από τα πόδια της. «Μα γίνεται στ’ αλήθεια λοιπόν να ξεχάσει κανείς να κολυμπάει; Γίνεται;» βγαίνουν ψιθυριστά οι λέξεις από τα σφιγμένα της χείλη.
«Ακόμα εδώ; Πού θα πας φέτος διακοπές;» ακούει κάποια γνωστή της να τη ρωτάει πίσω από τεράστια γυαλιά ηλίου. Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια που τα τύφλωνε ο ήλιος.
«Στην παραλία μου για να ξαναμάθω κολύμπι». Η άλλη απέμεινε να την κοιτάει καθώς την έβλεπε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Δεν τη ρώτησε τίποτα άλλο.
Info
Η Δέσποινα Μπάτρη γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών και στη Σχολή Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ή όλοι ή κανείς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.