Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Βίκυ Τσελεπίδου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
-Υπάρχουν κάποια υλικά και μ' αυτά φτιάχνεται ο κόσμος.
-Μ' αυτά ή απ' αυτά;
-Χώμα, νερό κι αέρας. Νερό γλυκό και νερό αλμυρό.
-Για παράδειγμα.
-Νερό αλμυρό. Μεγάλο και πλατύ που μπαίνεις μέσα του.
-Τελικά για τρία ή για τέσσερα πράγματα μιλάς;
-Μεγάλο και πλατύ κι από πάνω ο ουρανός.
-Από παντού στεριά.
Είναι αυτή η μεγάλη διαμάχη που έχει ξεσπάσει τελευταία στα μέσα, το βλέπω παντού, στο φέισμπουκ, στην τηλεόραση, σε φόρα, κοινότητες, άκουγα τις προάλλες μια παρέα στο «Άνετον», έστησα αυτί, φοιτητές, δεν έχουν με κάτι καλύτερο ν’ ασχοληθούν, τους έπιασε η έγνοια όταν έρθει η ώρα τους τι θα γίνουν τα σώματά τους. Δεν ξέρω αν πρόσφατα έτυχε να λάβεις μέρος σε κάποια τέτοια κουβέντα στους κύκλους σου, η ηθική στην επιστήμη ήταν πάντα ανάμεσα στα ενδιαφέροντά σου, εδώ που τα λέμε δεν είμαι και σίγουρη ότι πρόκειται για ζήτημα ηθικής (ή επιστήμης), μάλλον όχι, ματαιοδοξία πιο πολύ –ας το πούμε έτσι– να ορίσει κανείς τα μετά από αυτόν πράγματα, όταν κι ο ίδιος πια δε θα ορίζεται, ως οντότητα εννοώ, κομμάτι του κόσμου, δεν γνωρίζω λοιπόν ποια είναι η άποψή σου πάνω στο θέμα αυτό σήμερα, είμαι όμως σίγουρη ότι θα σε έχει απασχολήσει πολύ. Ότι θα πέρασες πολλά απογεύματα με το τσιγάρο στο στόμα και το δάχτυλο στο χερούλι μιας κούπας καφέ κολλώντας το βλέμμα σου στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, αναλύοντας όλες τις επιλογές που έχει κανείς στη διάθεσή του σε αυτήν την περίπτωση. Δεν ξέρω αν ήδη το έχεις αποφασίσει. Σε σκεφτόμουνα, προσπάθησα να σε μιμηθώ χθες. Άναψα τσιγάρο και τράβηξα μια ρουφηξιά καφέ –πιθανόν να νομίζεις ζεστό, άλλαξα, πλέον ανακατεύω μόνο μια κουταλιά νες μέσα σε νερό της βρύσης– είπα μήπως είναι αυτό ένα θέμα το οποίο θα πρέπει από τώρα να ρυθμίσω, να εντάξω στις εκκρεμότητες.
Θυμήθηκα τις διακοπές μας στην Σκόπελο. Εσένα κι εμένα στην άμμο. Δυο ευθείες γραμμές, παράλληλες, κορμιά από πηλό, απ’ όλες τις οπτικές γωνίες ακίνητα, με μια διάφανη εσωτερική ρευστότητα όμως, εν δυνάμει ρευστότητα, κάτω από τόσο ήλιο παγωμένη, ακινητοποιημένη, λωρίδες πήλινα ποτάμια έτοιμα να ριχθούν στη θάλασσα, να ενωθούν στη θάλασσα, με τη θάλασσα...
Θυμήθηκα τις διακοπές μας στην Σκόπελο. Εσένα κι εμένα στην άμμο. Δυο ευθείες γραμμές, παράλληλες, κορμιά από πηλό, απ’ όλες τις οπτικές γωνίες ακίνητα, με μια διάφανη εσωτερική ρευστότητα όμως, εν δυνάμει ρευστότητα, κάτω από τόσο ήλιο παγωμένη, ακινητοποιημένη, λωρίδες πήλινα ποτάμια έτοιμα να ριχθούν στη θάλασσα, να ενωθούν στη θάλασσα, με τη θάλασσα, έτοιμα να σπάσουν λίγο πριν χυθούν μέσα της, μια πασχαλίτσα γυρισμένη ανάποδα πάνω σ’ ένα γυαλιστερό βότσαλο προσπαθούσε να επανέλθει, θυμήθηκα την απορία σου γιατί δεν ανοίγει απλά τα φτερά της να πετάξει, το πόσο λείος, πόσο απαλός ήσουνα στα μη τριχωτά μέρη του σώματός σου, την γλώσσα μου που ξεπερνώντας κάθε ενδοιασμό άρχισε να γλείφει τα στίγματα της αλμύρας στο χέρι σου, τον καρπό σου στο στόμα μου, που ανέβηκα με τη γλώσσα στο μπράτσο, στον ώμο σου, που κατέβηκα απ’ τον λαιμό στο στέρνο σου, «Αηδία!» είπες και ειλικρινά ακόμη και σήμερα –αν μπορείς ξεκαθάρισέ το μου με την ευκαιρία κι αυτό– δεν έχω καταλάβει αν η λέξη αηδία είχε να κάνει με μένα ή με σένα, αν δηλαδή θεώρησες ότι εγώ γλείφοντάς σε θα αηδίαζα από το πολύ αλάτι –ή την βρωμιά ή τον ιδρώτα σου– ή αν εσύ ήσουν αυτός που αηδίαζε καθώς η γλώσσα μου γέμιζε σάλια το χέρι, τον ώμο, τον λαιμό, το στέρνο σου –που όμως έτσι κι αλλιώς αμέσως ο ήλιος στέγνωνε– ό,τι και να εννοούσες πάντως, σταμάτησα απότομα να σε γλείφω και με μια απ’ τις χειρότερες ντροπές που έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου και που ελπίζω να μην άφησα να φανεί τότε, σηκώθηκα από δίπλα σου και έκανα πως ήθελα να ρίξω μια βουτιά.
Γυμνή, σχεδόν γυμνή, με γυρισμένη την πλάτη σε σένα κλότσαγα ό,τι βότσαλο έβρισκα μπροστά μου, τάχα για παιχνίδι –ήθελα πάντα να έχω την εικόνα της ξέγνοιαστης παιδούλας στα μάτια σου, δεν μπορούσα να αντιληφθώ τότε ότι αυτό που αναζητούσες ήταν μια καυτή, γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα– σπασμένα κοχυλάκια μού σφηνώνονταν στα δάχτυλα και δε μ’ άφηναν να επιταχύνω το βήμα μου, λαχταρούσα αίφνης τόσο πολύ ν’ απομακρυνθώ από σένα, να βρω ένα μεγάλο βότσαλο να κρυφτώ από κάτω –θυμάσαι αυτήν τη φράση; τα θυμάμαι όλα τόσο καθαρά παρά τη θέλησή μου– κι έτσι κλοτσώντας άμμο, νερό και βότσαλα περπάτησα ως το τέρμα του κόλπου ισορροπώντας πάνω στη γραμμή που ξεθυμαίνει το κύμα, εκεί που η άμμος είναι ακόμα υγρή και σταθερή και κάθε σου πατημασιά πιάνει τόπο κι υπάρχει ακόμα κι όταν εσύ έχεις φύγει μακριά, μέχρι τα κοφτερά εκείνα βράχια, κι εκεί, μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο που με ανάγκαζε να γυρίσω πίσω, να στρέψω το πρόσωπό μου προς το δικό σου –δεν ήμουν ακόμα έτοιμη, ο ήλιος έκαιγε, πάλι καλά που σε τέτοια απόσταση είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά του άλλου, πόσο μάλλον τις μικρές συσπάσεις των μυών στο πρόσωπό του– εκεί ακριβώς, τότε ακριβώς, μισή στροφή καθώς γύρναγα το κορμί μου πίσω σε σένα, στο δευτερόλεπτο που το βλέμμα μου περνούσε ξυστά από την ακύμαντη θάλασσα, σ’ ένα φευγαλέο λαμπύρισμα του ήλιου πάνω της, έτσι γυμνή, σχεδόν γυμνή, ένιωσα μια ακατανίκητη έλξη να ενωθώ μαζί της –αυτή η αίσθηση της εν δυνάμει ρευστότητας με διαπέρασε σαν ξίφος από τα μηνίγγια μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών– γι’ αυτό και τώρα που ήρθε το θέμα στην επικαιρότητα τα θυμάμαι όλα αυτά, ενόψει της ψήφισης αυτού του νόμου που άλλοι συμφωνούν κι άλλοι όχι κι ο καθένας εκθέτει με σθένος τα επιχειρήματά του, λες κι έχει αυτό τη μέγιστη σημασία για όλους μας, τι θα γίνει το σώμα μας αφότου πεθάνουμε, δεν είμαι καν σίγουρη ότι νομικά –ή ηθικά– θα μας ανήκει, το σώμα ανήκει στα σκουλήκια του βλέπω κάθε μέρα γραμμένο απέναντι από την στάση που περιμένω το λεωφορείο για τη δουλειά.
Γι’ αυτό ανατρέχω τώρα σε αυτά πίνοντας τον καφέ μου σαν κι εσένα, σ’ εκείνη την ανάμνηση –πιο πολύ αίσθηση παρά ανάμνηση– και σκέφτομαι αν τελικά θα ήθελα –αν εξακολουθώ να θέλω είναι η ακριβής διατύπωση– να πετάξουν τις στάχτες μου στο νερό όταν πεθάνω. Μπορεί να μη θυμάσαι τίποτα από την κουβέντα μας το βράδυ της ίδιας μέρας στο ταβερνάκι δίπλα στην σκοτεινή θάλασσα με τα κρεμασμένα χταπόδια πάνω από τα κεφάλια μας, μπορεί το μόνο που σου έχει μείνει από εκείνη τη βραδιά μας να είναι τα χταπόδια, «Δεν έχω φάει καλύτερο» είχες πει, να σου θυμίσω λοιπόν τι έλεγες καρφώνοντας με το πιρούνι σου ένα κομματάκι λιαστού χταποδιού, ότι η θάλασσα δεν είναι για να την τρέφουμε αλλά για να μας τρέφει, αναφερόμενος οπωσδήποτε στη σήψη των σωμάτων, όμως εγώ δε μιλούσα για σήψη αλλά για καύση τότε, ελπίζω κι εσύ αυτό να εννόησες ανεξάρτητα από την παραπάνω δήλωσή σου –κάπως αλαζονική αν θες τη γνώμη μου– όμως η αλήθεια είναι ότι με το σχόλιό σου αυτό δεν ξεκαθάρισες επακριβώς τη θέση σου –σε μένα τουλάχιστον δεν έγινε με σαφήνεια αντιληπτό– αν δηλαδή αυτό που είπες σήμαινε, διά της ατόπου απαγωγής, πως προτιμούσες να ταφείς στο χώμα, το σκέφτομαι τόσο πολύ αυτές τις μέρες προσπαθώντας να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα μια που δεν μπορούμε λόγω απόστασης να εξηγήσουμε λεπτομερώς ο ένας στον άλλον την άποψή του με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε αναγκαστικά σε εικασίες, άραγε, όταν ο ένας θάβεται στο χώμα κι ο άλλος πετιέται στη θάλασσα κι είναι με κάποιον τρόπο γραφτό τους αυτών των δύο κάπως κάποτε να ξαναβρεθούν, άραγε η διαφορετικότητα αυτή των στοιχείων μέσα στα οποία θάβονται, μήπως αποτελεί εμπόδιο στο να συναντηθούνε πάλι; Γιατί έτσι αν είναι, θα προτιμούσα να μην το ρισκάρω –χωρίς όμως να φανεί ότι τρέχω πάλι από πίσω σου κάνοντάς σου το χατίρι– θα ήθελα, λοιπόν, αυτή τη στιγμή να σου προτείνω –και πες μου με μήνυμά σου αν συμφωνείς, δε χρειάζεται να με πάρεις τηλέφωνο– αν θα ήθελες να το κάνουμε έτσι, να κάψουν τα κορμιά μας σε αποτεφρωτήριο, έχοντας εμείς δηλώσει ξεκάθαρα από πριν με δημόσιο έγγραφο βάζοντας από κάτω την υπογραφή μας, πως επιθυμία μας είναι –ως μια μέση λύση που να αφήνει ικανοποιημένους και τους δύο– να πετάξουν τις στάχτες μας στον αέρα, σε αυτό το ουδέτερο στοιχείο, κι όπου πάνε. Σε μέρος όχι μακριά από τη θάλασσα πάντως. Θες;
Info
Η Βίκυ Τσελεπίδου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Επικοινωνία (London Guildhall University) και Δημιουργική Γραφή. Το τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.