Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Μαριαλένα Σπυροπούλου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Από πού είστε;», ο νεαρός αλμπίνος σερβιτόρος πλησίασε τη γυναίκα που καθόταν μόνη στο καφέ του ξενοδοχείου. Εκείνη μειδίασε με δυσκολία, θαμπωμένη από το εντυπωσιακό γαλάζιο των ματιών του. Τα νώτα της στο παράθυρο κάλυπτε η κορυφή Μπιζ Μπερνίνα. Τι ήταν να του πει «Greece», τα αγγλικά του καθαρά, στρωτά, σαν χιόνι, περιέγραφαν υπνωτισμένα θάλασσες. Τελικά προσποιήθηκε ότι διάβαζε ήδη ένα βιβλίο και του παρήγγειλε ένα ζεστό ρόφημα. Ο καφές, τα λουκάνικα και εκείνες οι ζουμερές βουτυράτες πατάτες, η μόνη αιτία να ξανάρθει σε αυτό εδώ το μέρος, της προκαλούσαν ναυτία. Μια νερωμένη σούπα ήταν ό,τι έπρεπε. Με λίγο λεμόνι παραπάνω.
«Κάνε μου σε παρακαλώ αυτή τη χάρη, θα το θυμάσαι για πάντα το ταξίδι. Θα δεις, είναι ωραία τα βουνά, και στην κατάλληλη εποχή για αναρρίχηση και πεζοπορία. Θάλασσες, θάλασσες, θα τις ξαναβρούμε τις θάλασσες. Εδώ μιλάμε για Αυστρία, Γερμανία, Ελβετία. Θα πιάσουμε την ψηλότερη κορφή των Άλπεων, θα αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, θα δούμε πώς ζουν εκεί, θα αγγίξουμε μέσα από τις κορφές την αιωνιότητα, το σταμάτημα του χρόνου, τους παγετώνες…», όταν ενθουσιαζόταν μπορούσε να μιλάει με τις ώρες.
«Μα είναι Αύγουστος…» επανέλαβε εκείνη σε ρυθμό χαϊκού.
«Κάνε μου σε παρακαλώ αυτή τη χάρη, θα το θυμάσαι για πάντα το ταξίδι. Θα δεις, είναι ωραία τα βουνά, και στην κατάλληλη εποχή για αναρρίχηση και πεζοπορία. Θάλασσες, θάλασσες, θα τις ξαναβρούμε τις θάλασσες...»
Έφτασαν αεροπορικώς μέχρι τη Γερμανία και εκεί τους περίμενε μια ομάδα δεινών πεζοπόρων με πούλμαν. Ένα μείγμα από Έλληνες, Ιταλούς, Αλβανούς και κάτι λίγους Πορτογάλους, οι αναβάτες έμοιαζαν περισσότερο σαν κιλίμι διαδρόμου σε μικροαστικό σπίτι παρά με τον Μάρκο Πόλο. Άνω των 50 ετών, οι περισσότεροι άνδρες και μερικές γυναίκες με σκληρά χαρακτηριστικά σαν αυτά που της είχε υποσχεθεί ο Κώστας στο ραντεβού τους, πώς το είχε πει «το σταμάτημα του χρόνου»... Δεν είχε ποτέ της φανταστεί τι πάθος έχουν οι πεδινοί με τα ορεινά. Το βουνό, μια ολόκληρη επιστήμη. Οι συζητήσεις μέσα στο πούλμαν έδιναν και έπαιρναν για κατακτήσεις κορυφών, δύσβατα μονοπάτια, για λίμνες που ακουμπούν ψηλές κορυφές, για ρεκόρ που κανείς δεν έχει σπάσει. Η εμμονή με τα καταφύγια στη λεπτομέρειά τους θύμιζε διακοσμητές του «Maison & Decoration». Και όταν έπεφτε σιωπή, το μάτι έπεφτε σαν αλάρμ στις φλούο αντανακλάσεις της ένδυσης –κατάρα να σε βρίσκουν όταν δεν θες– μια σίγουρη επένδυση παντός καιρού. Χρειαζόταν μάλλον σκέψη το βουνό. «Να δεις που έχει τη δική του μόδα» σκέφτηκε η Μαρίνα βάζοντας αντηλιακό στο μύτη της.
Απέξω ο αυστριακός ήλιος όσο πλησίαζαν τα σύνορα έκαιγε με τον τρόπο που καίει το χιόνι. Περνώντας τον ποταμό Ινν, η Μαρίνα μόλις αντίκρισε τη δαντελένια κορυφογραμμή άρχισε να βουλιάζει. Ένα αίσθημα ασφυξίας την κυρίευσε. Κοιτώντας μια τη θέα, μια τον Κώστα, σαν ιαπωνική κούκλα μπροστά σε χαρακίρι, ψιθύριζε νανουριστικά «Μα είναι Αύγουστος»…
«Ρε αγάπη, δεν είναι δυνατόν; Τόσες ιώσεις κυκλοφορούν στην Αθήνα και εσύ βρήκες να κολλήσεις την αυστριακή; Εσύ μόνον; Να μην μπορείς να χαρείς τα βουνά; Τι ωραία όμως που είναι; Τι καθαρός αέρας; Είδες πόσων χιλιάδων ετών είναι ο παγετώνας; Και αυτό το φοβερό μουσείο που έχουν φτιάξει μέσα στα βουνά; Οι σταλακτίτες. Και οι λίμνες τους, αχ τι λίμνες είναι αυτές, τύφλα να έχουν οι θάλασσες, και η κορφή, αγέρωχη κορυφή. Ξέρεις, τελικά καταλαβαίνω τι αδρεναλίνη εκτοξεύεται, νιώθω ήδη άλλος άνθρωπος. Δεν σκέφτομαι πια ούτε το γραφείο, ούτε τις υποχρεώσεις, όλη αυτή η κλεισούρα, μωράκι μου, δεν μας κάνει καλό. Σκέφτομαι να γραφτώ στον ορειβατικό σύλλογο. Τι κρίμα, αγάπη μου… μια ίωση είναι, όμως. Θα περάσει και έχουμε μέρες ακόμα. Μην μου ανησυχείς. Σε πειράζει να πάω μαζί τους; θα είσαι εντάξει; Ό,τι χρειαστείς έχω ενημερώσει τη ρεσεψιόν… α, σε πήρε η αδερφή σου το πρωί τηλέφωνο. Θες να της μιλήσεις;»
Μα είναι Αύγουστος…
Η Μαρίνα βυθίστηκε σε έναν ταλαιπωρημένο ύπνο. Οι εμετοί την είχαν εξαντλήσει, το σώμα της δεν είχε πια περιθώριο, τα κόκκαλα πίεζαν να πεταχτούν. Το στομάχι είχε ανέβει σαν λιφτ και κόλλησε στους πνεύμονες. Και εκείνη βουτούσε στον βυθό των σεντονιών, έτοιμη για ένα ακόμα μακροβούτι. Όνειρα συνεχή, αδιατάρακτα, ενός πυρετού που δεν έπεφτε. «Θα έχει μποφόρ νομίζω», βγήκε στο κατάστρωμα και ο αέρας της χτύπησε στο πρόσωπο. Οι γλάροι έτρεχαν μπροστά και έσκιζαν το μέτωπό της. Λίγες ψιχάλες θαλασσινού νερού μπλέχτηκαν με τα υγρά του προσώπου της. Γιατί είναι αλμυρά τα δάκρυα; Θα ξεχάσεις, δεν πειράζει. Θα ξεχάσεις και θα ξεχαστείς. «Βρέθηκες στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή» ήταν το μόνο που βρήκε να της πει η μάνα της. Το στομάχι της έκανε ένα μικρό τραμπολίνο, παραπάτησε αλλά πάλι κρατήθηκε. Εάν αφεθώ, μπορεί να με πάρει το κύμα. Ξαπλωμένη σε ύπτια θέση άφηνε το σώμα της μικρή να το κρατά η άνωση. Τα μάτια της διαπερνούσαν οι αχτίνες και ζέσταιναν τις μικρές κυψέλες των ματιών της. Μην κλαις, Μαρίνα. Θα τα πάρει όλα το κύμα. Και τον Δημήτρη και το παιδί που χάθηκε. Όλα το κύμα. Οι πρώτοι μήνες δεν είχαν ξεκινήσει καλά. Ήταν μια κύηση δύσκολη γεμάτη ναυτίες. Τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Το μωρό πνίγηκε στα υγρά του, ο Δημήτρης πήρε το πρώτο πλοίο και γύρισε μόνος στο νησί του, στο νησί μας, Δημήτρη. Εκεί που ζούσαν τα τελευταία πέντε χρόνια, μπροστά στη θάλασσα που έβρεχε τα πόδια της η Μαρίνα. Η θάλασσα είναι ένας λόγος να ζεις. Το λάθος μέρος. Σαν τον έρωτα. Τη λάθος στιγμή. Κουβαλά κάτι από τη μυρωδιά της παιδικής ευτυχίας, σαν το πετάρισμα των ψυχών όταν φεύγουν από το σώμα. Στη θάλασσα καμιά φορά αφήνεσαι να πνιγείς με τη θέλησή σου.
Η Μαρίνα πήγε τρέχοντας στην τουαλέτα. Τρεις μέρες τώρα αγκαλιάζει σαν μητρικό σώμα το κοίλον της λεκάνης. Όταν δεν έκανε εμετό, χάζευε την άμπωτη της σταγόνας που έσταζε μέσα της. Είχε παραισθήσεις από τον πυρετό. Έκλεισε τη βαριά κουρτίνα να κρύψει επιτέλους εκείνη την πνιγηρή κορυφή που φαινόταν από το παράθυρο του σαλέ. «Μα είναι Αύγουστος, γαμώτο», παραμίλησε. Σκέφτηκε τον Κώστα. Πόσο τη φροντίζει.
Το στομάχι της δεν λέει να ησυχάσει. Ένα κουλουριασμένο έμβρυο στο κρεβάτι, στο πάτωμα, στο μπάνιο. Όπου βρει. Μόνο κάτι πράσινα υγρά τη συντροφεύουν. «Τη χολή μου έβγαλα»...
Ξαναξάπλωσε. Η αδερφή της κουδούνιζε στο κινητό της. Για πολλοστή φορά. Της γράφει, της στέλνει ηχομηνύματα, περνάει καλά. Τώρα της στέλνει φωτογραφίες. Μια θάλασσα.
«Αφού είναι Αύγουστος», σκέφτηκε.
Info
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ως ψυχολόγος στην ιδιωτική εκπαίδευση και ιδιωτικά ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Είναι αρθογράφος στην Καθημερινή. Η νουβέλα της Ρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.