Νέοι συγγραφείς έγραψαν για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, η Χρυσοξένη Προκοπάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ώρα επτά και μισή το πρωί. Αύγουστος.
Το ξενοδοχείο είναι γεμάτο. Το ξενοδοχείο είναι πάντα γεμάτο τον Αύγουστο. Κι όμως, για πρώτη φορά, το ξενοδοχείο θα ερημώσει. Αυτή τη μέρα του Αυγούστου.
Είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Ώρα πρωινή. Οι πελάτες δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει. Ίσα που έχει ξημερώσει. Από τη θάλασσα έρχεται ένα ανάλαφρο αεράκι.
Άνθρωποι από όλα τα μέρη της Ευρώπης επέλεξαν να περάσουν τις διακοπές τους σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Ήδη από το χειμώνα, έκαναν τα σχέδιά τους για το καλοκαίρι και αποφάσισαν να μείνουν σ’ αυτή την παραθαλάσσια πόλη, σ’ αυτό το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο.
Άνθρωποι με την ανάλαφρη διάθεση του περιπλανώμενου, με τη λαίμαργη ματιά του ταξιδιώτη. Έσυραν τις βαλίτσες τους μέχρι εδώ, τις άδειασαν σ’ ένα απ’ τα δωμάτια κι έπειτα άνοιξαν το παράθυρο με θέα θάλασσα. Όλοι αυτό ζητούσαν. Θέα θάλασσα. Ανυπόμονοι να πέσουν στο νερό, ανυπόμονοι να αδειάσουν το μυαλό τους από τις χειμωνιάτικες εικόνες.
Η κυρία Ασπασία έχει περάσει εδώ όλη της ζωή. Τριάντα χρόνια εξυπηρετεί πελάτες. Τριάντα χρόνια τους φτιάχνει όμορφες αναμνήσεις για να πάρουν στην πατρίδα τους.
Ξεκίνησε ως καθαρίστρια. Τα αφεντικά της, εύποροι κάτοικοι του νησιού, την εμπιστεύτηκαν. Ήταν καλή στη δουλειά της. «Το επάγγελμα της καθαρίστριας είναι επιστήμη. Δεν μπορεί να την κάνει ο οποιοσδήποτε. Πρέπει να έχεις κέφι. Προπάντων, πρέπει να έχεις καθαρή ψυχή», συνήθιζε να λέει η κυρία Ασπασία.
Όσο περνούσε ο καιρός τής έδιναν περισσότερες αρμοδιότητες. Ήταν ξύπνια και τα ’πιανε γρήγορα. Μέχρι και το ταμείο την άφηναν να διαχειρίζεται, παρόλο που είχε βγάλει μόνο το δημοτικό. Όταν έλειπαν για καιρό, εκείνη έκανε τα πάντα, από πρωινά μέχρι ολονύκτιες συζητήσεις με τους πελάτες. Σιγά σιγά μάθαινε τη γλώσσα τους. Και οι ξένοι την αγαπούσαν επειδή τους φρόντιζε. Τους μιλούσε για τις ομορφιές του νησιού. Διαφήμιζε τα φαγητά, τις παραλίες, την ιστορία του τόπου. Άκουγε κι εκείνη τις δικές τους ιστορίες. Ταξίδευε με τη φαντασία της. Μεγάλωνε μαζί τους. Κι έπειτα της υπόσχονταν ότι θα ξανάρθουν τον επόμενο χρόνο. Και ξανάρχονταν.
Τα αφεντικά της με τον καιρό αποσύρθηκαν. Είχαν μεγαλώσει πολύ. Της παραχώρησαν το ξενοδοχείο. Δεν είχαν απογόνους άλλωστε. Τι να το κάνουν;
Η κυρία Ασπασία τότε, με περισσότερο κέφι, δόθηκε στη δουλειά. Μαράζωνε το χειμώνα που το έκλεινε. Ανυπομονούσε για το καλοκαίρι. Ο Αύγουστος ήταν ο αγαπημένος της μήνας, γιατί τότε έρχονταν όλοι. Οι παλιοί και οι νέοι πελάτες. Τους ένωνε. Γίνονταν όλοι μια παρέα. Τα βράδια περνούσαν όμορφα. Αεράκι από τη θάλασσα, κρασί από το χωριό, ντολμαδάκια απ’ τα χεράκια της.
Κλειδοκράτωρ η κυρία Ασπασία. Ένιωθε ότι κουβαλάει όλο τον κόσμο στα χέρια της. Όταν έμπαινε μέσα στα δωμάτια για να τα συμμαζέψει, έπιανε τον εαυτό της να χαζεύει τα προσωπικά αντικείμενα που είχαν οι ξένοι αραδιάσει παντού. Άμα δεν τους είχε πρωτύτερα συναναστραφεί, προσπαθούσε να μαντέψει το χαρακτήρα τους. Και τι δεν είχαν δει τα μάτια της τόσα χρόνια. Γυναίκες που κατέφθαναν μόνες και που μαζί με τα ρούχα τους έφερναν ένα λούτρινο κουκλάκι, και το έβαζαν στο κρεβάτι δίπλα τους, για παρέα. Άνδρες που τοποθετούσαν στο κομοδίνο τους εικόνες Αγίων. Παιδιά με ύφος μεγάλων που έπιναν το γάλα τους ξεφυλλίζοντας εφημερίδες.
Είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Ώρα πρωινή. Οι πελάτες δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει. Ίσα που έχει ξημερώσει. Από τη θάλασσα έρχεται ένα ανάλαφρο αεράκι. Για πρώτη φορά, το ξενοδοχείο θα ερημώσει. Αυτή τη μέρα του Αυγούστου.
Μια ζωή ολόκληρη σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Δεν έφυγε ούτε μέρα. Σαν να ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής της. Άλλωστε η κυρία Ασπασία δεν είχε καν επιθυμία να φέρει απογόνους στον κόσμο. «Οι απόγονοι είναι για τους ανασφαλείς» έλεγε συχνά, «για τους φοβισμένους. Εγώ δεν φοβήθηκα ποτέ το θάνατο. Ξέρω καλά ότι όταν φύγω από εδώ, δεν με περιμένει τίποτα. Και γι’ αυτό δεν θέλω να αφήσω και τίποτα πίσω μου. Καμία έγνοια».
Είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Ώρα πρωινή. Οι πελάτες δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει. Ίσα που έχει ξημερώσει. Από τη θάλασσα έρχεται ένα ανάλαφρο αεράκι. Για πρώτη φορά, το ξενοδοχείο θα ερημώσει. Αυτή τη μέρα του Αυγούστου.
Η κυρία Ασπασία κρατάει στα χέρια της τον κρίκο με τα κλειδιά των δωματίων. Μόλις έχει τελειώσει το πρωινό της. Καφέ σκέτο. Με μία φέτα ψωμί. Σκέτη. Σαν σήμερα, πριν από τριάντα χρόνια, είχε ξεκινήσει να δουλεύει εδώ. Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνη τη μέρα. Στο νου της έρχονται τα αφεντικά της. Άνθρωποι χαμογελαστοί, στα όρια της αφέλειας. Την καλοδέχτηκαν. Εκείνη πήγε στην αρχή για λίγο καιρό. Να μαζέψει κάποια χρήματα, να φύγει για την Αυστραλία. Είχε συγγενείς εκεί. Όμως από τότε δεν έφυγε ποτέ. Αν παρέμενε καθαρίστρια, δεν θα είχε τώρα τόσες ευθύνες, ίσως να ήταν και ευτυχισμένη τώρα. Δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν οι συγγενείς. Δεν θα μάθαινε ποτέ τι θα γινόταν άμα είχε τελικά φύγει. Όταν άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα στην Ελλάδα, εκείνη τότε «σήκωνε» κεφάλι. Είχε ό,τι ήθελε, και κυρίως είχε ανθρώπους που την περιστοίχιζαν με αγάπη, κι ας μιλούσαν άλλη γλώσσα, κι ας μην τους καταλάβαινε πάντα.
Τώρα, στα εξήντα της, η κυρία Ασπασία μετανιώνει. Θα έπρεπε να είχε φύγει τότε. Τελευταία, η σκέψη αυτή τη στοιχειώνει. Δεν την αφήνει να κοιμηθεί. Να φύγει, έστω και τώρα. Το σώμα της ασφυκτιά σ’ αυτό το μέρος, κι ας είναι με θέα θάλασσα.
Κοιτάζει τις πόρτες όπου μέσα κοιμούνται ανυποψίαστοι οι πελάτες της και την πιάνει ίλιγγος. Νιώθει το σώμα της να γλιστρά σε μία άβυσσο, όπως στην κλεψύδρα γλιστράει ο χρόνος. Ξαφνικά βρίσκει τη ζωή της ανούσια. «Σαν να ξοδεύτηκα τελικά. Λες να ξοδεύτηκα;» μονολογεί καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά. Δεν είναι ακόμα σίγουρη γι’ αυτό που πάει να κάνει. Τα βήματά της βαραίνουν, τα κλειδιά χτυπάνε μεταξύ τους, μέσα στην πρωινή ησυχία. Αμέσως επιταχύνει. Σταματάει να σκέφτεται, μη μετανιώσει για την πράξη της. Αρχίζει να ανοίγει τις πόρτες και να φωνάζει: «Φύγετε. Αδειάστε μου τη γωνιά. Πηγαίνετε στα σπίτια σας. Αυτή τη θάλασσα δεν θα την ταξιδέψετε ποτέ». Τα ίδια λόγια, ξανά και ξανά, σε όλα τα δωμάτια. Οι ξένοι πετάγονται έντρομοι πάνω. Διαμαρτύρονται, εξαπολύουν απειλές. Ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς τους λέει, καταλαβαίνουν ότι τους διώχνει. Περνάει αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει. Κάποιοι, που τη γνωρίζουν χρόνια, προσπαθούν να την ηρεμήσουν. Εκείνη όμως δεν ακούει τίποτα, δεν νιώθει τίποτα. Απλώς φωνάζει. Κι έπειτα ψιθυρίζει. Απομακρύνεται από το ξενοδοχείο και κατευθύνεται προς τα θάλασσα. Τα κλειδιά της πέφτουν απ’ τα χέρια στο χώμα. «Ξέχασα να ποτίσω τα λουλούδια σήμερα» σκέφτεται, μα μετανιώνει πάλι. Δεν την ενδιαφέρουν ούτε τα λουλούδια. Το μόνο που τη νοιάζει πια, το μόνο που την πονάει, είναι που δεν έφυγε όταν έπρεπε, για να πάει να βρει τους δικούς της. Τι δουλειά είχε με τόσους ξένους;
Το ξενοδοχείο ερήμωσε. Οι πελάτες έφυγαν. Όλοι. Η κυρία Ασπασία γύρισε από τη θάλασσα, έφτιαξε άλλον ένα καφέ και κάθισε στον κήπο. Τώρα δεν είχε να υπηρετήσει κανέναν, σε κανέναν δεν χρειαζόταν να μιλήσει, να αραδιάσει ιστορίες του τόπου της. Κοίταξε γύρω της με ένα χαμόγελο ανάλαφρο. Μια καλοκαιρινή βροχή που έπιασε ξαφνικά της θύμισε ότι στην Αυστραλία τώρα είναι χειμώνας.
Info
Η Χρυσοξένη Προκοπάκη γεννήθηκε το 1981 στο Ρέθυμνο. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών και ασχολείται με την επιμέλεια και τη διόρθωση κειμένων. Το τελευταίο της βιβλίο, Μια τυχαία Ιφιγένεια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στίξις.