Νέοι συγγραφείς έγραψαν αποκλειστικά για την Book Press ένα διήγημα με θέμα τη θάλασσα. Σήμερα, ο Κώστας Περούλης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πέρασα την Cosco και μπήκα στη λεωφόρο Δημοκρατίας που διασχίζει το Πέραμα. Εκατέρωθέν μου ανοίχτηκαν κοντά κτίσματα με καφετέριες, βενζινάδικα και προσφυγικά από την πλευρά της στεριάς, και τοίχοι ναυπηγοεπισκευαστικών από λαμαρίνα μπροστά τους από την πλευρά της θάλασσας. Οι τοίχοι των ναυπηγοεπισκευαστικών έφταναν τα τρία μέτρα και από πίσω δεν φαινόταν τίποτα. Έτρεχα κατά μήκος μιας κίτρινης λαμαρίνας και καθώς πέρναγα είδα για μια στιγμή μέσα από τα ανοιχτά φύλλα μιας γκαραζόπορτας, η θάλασσα έσκαγε αμέσως πίσω της στις στενόμακρες τσιμεντένιες προβλήτες που τα γιωτ σηκώνονταν στις σκαλωσιές για επισκευή. Μετά άρχιζε ένας τοίχος από μπλε λαμαρίνα και μετά από δέκα μέτρα φάνηκε για μια στιγμή πάλι η θάλασσα πίσω από τις τετράγωνες γκαραζόπορτες σαν να την έβλεπα στο σινεμά και χάθηκε αμέσως εκεί που κοβόταν η πόρτα και συνέχιζε ο τοίχος. Για μισό χιλιόμετρο πέρασα τη μια ανοιχτή γκαραζόπορτα μετά την άλλη, οι γκαραζόπορτες σου γεννούσαν την προσδοκία για έναν ολόκληρο κόσμο πίσω τους, με κτίρια, πάρκινγκ με αυτοκίνητα και μεγάλα οικόπεδα με βιομηχανικές εγκαταστάσεις ή γραφεία, αλλά από πίσω δεν υπήρχε πουθενά κανένα βάθος, μόνο το κομμάτι θάλασσας. Καθώς περνούσα και την τελευταία κι έβγαινα στο πορθμείο που χυνόταν η λεωφόρος σ' ένα πλάτεμα, ένιωσα ότι όταν την σύρουν και την κλείσουν το βράδυ που θα σχολάσουν οι εργάτες είναι σαν να κλειδώνουν τη θάλασσα. Σταμάτησα κάτω από τις πανύψηλες μεταλλικές πύλες του πορθμείου με τα κοντά γκισέ πιασμένα χαμηλά στα πόδια τους και πήρα το εισιτήριό μου για 2.35. Πέρασα και μπήκα στο γκαράζ του επόμενου φέρυ μποτ μαζί με άλλα οχήματα. Πήγα και πάρκαρα στις μεσαίες σειρές πίσω από ένα ταξί, και πίσω μου και δίπλα μου ήρθαν και πάρκαραν ένα ψυγείο και μια μερσεντές. Οι οδηγοί έμειναν μέσα. Τα τοιχώματα του φέρυ σηκώνονταν δυο μέτρα πάνω μας και φαινόταν μόνο ο ουρανός. Άνοιξα και βγήκα. Πέρασα μέσα από τα αυτοκίνητα, ανέβηκα τις φαγωμένες σκάλες που έβγαζαν σε έναν σιδερένιο διάδρομο στα τοιχώματα, τα διέσχισα και έφτασα στον μεταλλικό πύργο πάνω απ' το ανοιχτό γκαράζ, με τα στενά καταστρώματα του σαλονιού στον πρώτο όροφο και την τετράγωνη γέφυρα από πάνω του στον δεύτερο. Το σαλόνι ήταν παλιό, με καναπέδες με ξύλινη επένδυση και δερμάτινα μαξιλάρια στα σεπαρέ αντί για αεροπορικές, και ένα εγκαταλειμμένο μπαρ στην άκρη, κι έκατσα έξω στις πλαστικές καρέκλες σε μια σκιά. Καθώς το φέρυ άρχισε να κινείται και να βγαίνει αργά από το λιμανάκι ανάμεσα από τα σκουριασμένα μικρά φορτηγά, τις πλωτές εξέδρες και τα ρυμουλκά, το αεράκι με χτύπησε ευχάριστα στο πρόσωπο. Ασυναίσθητα γύρισα να κοιτάξω την στεριά, και είδα πίσω μας τις καινούργιες πολυκατοικίες του Περάματος να σκαρφαλώνουν και να εξαπλώνονται στο κοντό και ξερό όρος Αιγάλεω πάνω απ' τη λεωφόρο. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού ο ήλιος αντανακλούσε στα τζάμια τους εκτυφλωτικά. Χτυπούσε και έσκαγε σε μικρές εστίες φωτός που εξάλειφαν τα τσιμεντένια περιγράμματα και επέστρεφαν όλες μαζί στο μάτι μου σαν κάποιο μακρινό σύμπαν. Καθώς απομακρυνόμασταν οι εκατοντάδες κίτρινες αναλαμπές αδυνάτιζαν και έσβηναν εδώ κει κει, και ξαναγύρισα το κεφάλι και κοίταξα μπροστά που ανοιγόταν η θάλασσα απέναντι στη Σαλαμίνα, βρώμικη και θολή αλλά ήρεμη σαν λάδι. Από κάτω μου στην κοιλιά του σκάφους στο γκαράζ οι οδηγοί και οι επιβάτες έμεναν κλεισμένοι μέσα στα αυτοκίνητά τους χωρίς να μιλούν κοιτάζοντας μπροστά ανάμεσα από τα άλλα αυτοκίνητα προς τον κλειστό καταπέλτη. Πηγαίναμε αθόρυβα και περάσαμε αργά το φέρυ που ερχόταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση της γραμμής γεμάτο άλλα τόσα αυτοκίνητα μέσα στο γκαράζ του. Δεν ξέρω γιατί, μα μέσα σ' αυτήν την γαλήνη μού ήρθε στο μυαλό ένα παλιό κείμενο. Είναι περίεργο πώς η πραγματικότητα σου γεννά τέτοιες πλαστές αναμνήσεις. Ήταν ένα κείμενο νεανικής ορμής μα όχι νεαρής ηλικίας, που δεν έχω ξαναδιαβάσει εδώ και πολύ καιρό. Ίσως είναι αυτή η γαλήνια αντίφασή του που μου το έφερε στο μυαλό, με την αφαιρετική του διατύπωση που ταιριάζει στα μεγάλα νοήματα. Ήταν σαν να το βλέπω μπροστά μου πάλι ολοζώντανο, μιας και είμαι εγώ ο συγγραφέας του, και χωρίς να το θέλω άρχισα να το σκέφτομαι:
Προμηθέας Αυτοβιογραφούμενος
Για μισό χιλιόμετρο πέρασα τη μια ανοιχτή γκαραζόπορτα μετά την άλλη, οι γκαραζόπορτες σου γεννούσαν την προσδοκία για έναν ολόκληρο κόσμο πίσω τους, με κτίρια, πάρκινγκ με αυτοκίνητα και μεγάλα οικόπεδα με βιομηχανικές εγκαταστάσεις ή γραφεία, αλλά από πίσω δεν υπήρχε πουθενά κανένα βάθος, μόνο το κομμάτι θάλασσας.
«Δεν μπορώ να πω πως βρισκόμουν στο μάτι ενός κυκλώνα, στο ψηλότερο κύμα μιας φουρτούνας, είχα βουτήξει σίγουρα για ένα ξέφρενο καλοκαιρινό κολύμπι κάτω απ’ τον λαμπρό ήλιο, οι μικρές ριπές με χαϊδευαν καθώς το αεράκι με ωθούσε μπροστά και προσπερνούσα τις αμμουδιές, όμως σιγά σιγά απομακρυνόμουν από την ακτή και όπως ο καιρός περνούσε μέσα από τα τεράστια μπράτσα μου με την μια απλωτή πάνω στην άλλη, η θάλασσα άρχισε να σκοτεινιάζει και να γίνεται αδιαπέραστη, το ίδιο και ο ουρανός από πάνω μου με κατάμαυρα βαριά σύννεφα. Ήμουν ήδη βαθιά για να γυρίσω πίσω, η ακτή δεν φαινόταν παρά σαν μια σκοτεινή γραμμή στο σούρουπο, έτσι πρέπει να κολύμπησα προς το πρώτο φως γιατί η βροχή είχε αρχίσει κιόλας να πέφτει και δεν ήταν πια μόνο ιδέα μου αλλά φυσούσε κιόλας δυνατός αέρας που όλο σηκωνόταν πιο πάνω μου και μου ξέχυνε το αφρισμένο νερό μέσα στο στόμα. Μουγκρίζοντας και χτυπώντας πάλευα με τα κύματα στο σκοτάδι, κατάπινα και έφτυνα όσο νερό μπορούσα, και πολύ σύντομα πάγωνα κάτω απ’ το πετσί μου μ' ένα φριχτό ψύχος στο αίμα. Καθώς η παλίρροια με ρουφούσε κάτω στο σκοτάδι έβαλα όλη μου τη δύναμη στα χέρια και τα πόδια για να κρατιέμαι ψηλά και όσο γινόταν να γυρίζω γύρω γύρω από εκείνο το κίτρινο φως, έκανα ατελείωτους κύκλους γύρω του και τέντωνα τον λαιμό με κομμένη την ανάσα μου απ’ τους βρυχηθμούς για να μην χαθώ τρομαγμένος στο γιγάντιο φούσκωμα των νερών.
Θα έλεγα πως βγήκα την κατάλληλη στιγμή. Το φως ανήκε σε μια γερή ασφαλή προβλήτα, και όταν τα κρυσταλλιασμένα κύματα με έκαναν πλέον να καταπιώ περισσότερο αλμυρό και βρόχινο νερό από αυτό που μπορούσα να φτύσω, πιάστηκα από ένα πεδιλωτό δοκάρι και τραβήχτηκα έξω. Το μέρος ήταν ζεστό και τώρα έχω ήδη στεγνώσει. Έχω κιόλας αναλάβει τις δυνάμεις που έχασα, τρώω με όρεξη κάθε απόγευμα και μόνο που πια, αν και νιώθω σαν να μην ήμουν από πάντα εδώ, εκείνο το καλοκαιρινό κολύμπι και η ακτή που είχα κάποτε αφήσει πίσω μου, τότε που έφτανα τον βυθό με μια βουτιά απ’ τα ακατοίκητα βουνά και έσκιζα τις θάλασσες με μια χεριά προτού με περιδινίσουν οι τυφώνες, είναι πολύ μακρυά, θα ήταν μάταιη σκέψη η σκέψη να τα ξαναβρώ.
Από την ασφαλή μου θέση κοιτώ την μαύρη θάλασσα, η προστασία μού έφερε στο νου πως πρόκειται για ωκεανό. Μέρα με τη μέρα οι αισθήσεις μου αμβλύνονται όλο και πιο πολύ, το σώμα μου στρογγυλεύει σε ένα ενιαίο σχήμα, το μυαλό μου αποκτά την σταθερή αξία της ανθρώπινης φυλής. Οι πετσέτες που κάποτε με στέγνωσαν, με σκεπάζουν ακόμα βαριές σαν αλυσίδες, με κρατούν καρφωμένο στην απροσδόκητη θέα του ωκεανού που λυσσομανά, γερό και ελπιδοφόρο πια για έναν ολόκληρο κόσμο που εξαπλώνεται πίσω μου υπομονετικά και με σύστημα σε απέραντες εκτάσεις καθώς περιμένει με δέος να μιλήσω για τα όσα έχω δει. Οι δύσκολες μέρες απομακρύνονται κιόλας γοργά, ο αέρας φυσάει με μανία προς τα μέσα, προς τ’ ανοιχτά, μα αν βουτήξω τώρα, τα κύματα θα με πάρουν γρήγορα στην μαλακή αγκαλιά τους».
Info
Ο Κώστας Περούλης γεννήθηκε το 1974 στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας Miss Violence και έχει κάνει δραματουργική επεξεργασία σε θεατρικές παραστάσεις. Τα Αυτόματα, η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, βραβεύτηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου/ης στην Πεζογραφία του Περιοδικού «Αναγνώστης» 2016.