Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», που θα κυκλοφορήσει στις 12 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ένα γυναικείο καπέλο σε παλιά ντουλάπα
«Πρέπει πρώτα να έχεις ένα μπουκάλι ουίσκι πάνω σου,
μη σε δαγκώσει κανένα φίδι,
και πρέπει να έχεις πάντα ένα φιδάκι μαζί σου».
Κάρολος Ντίκενς, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ
Μια γλυκιά ζέστη που ξεκινάει από το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού του και απλώνεται σιγά σιγά σ' ολόκληρο το πέλμα, σκορπίζει τον πανικό στον Νικήτα.
Τι κάνει τότε αυτός, πριν προλάβει να μεταπηδήσει κι ανέβει η φλόγωση ταυτόχρονα και στα δυο πόδια του, όπως η στάθμη του υδραργύρου, και ανάψει όλο του το κορμί;
Πηδάει μες στο πηγάδι. Βρίσκει στου πηγαδιού τον πάτο ένα κιβώτιο ερμητικά κλειστό, σφραγισμένο με πρόκες ατσάλινες, ανασκαλεύει και ξύνει απ' έξω επίμονα το κιβώτιο, σίγουρος πως δεν έχει να φοβηθεί το παραμικρό, αν την ξυπνήσει για λίγο από το λήθαργό της την εικόνα που είναι φυλακισμένη εντός.
Πηδάει μες στο πηγάδι. Βρίσκει στου πηγαδιού τον πάτο ένα κιβώτιο ερμητικά κλειστό, σφραγισμένο με πρόκες ατσάλινες, ανασκαλεύει και ξύνει απ' έξω επίμονα το κιβώτιο, σίγουρος πως δεν έχει να φοβηθεί το παραμικρό, αν την ξυπνήσει για λίγο από το λήθαργό της την εικόνα που είναι φυλακισμένη εντός.
Θέλει να την ακούσει να σπαρταράει, ν' αγκομαχάει, να παραδέρνει εκεί μέσα. Αυτό και τίποτε άλλο. Ετούτο τού είναι αρκετό.
Του φτάνει και του περισσεύει.
Όμως, καθώς τριζοβολάει το μπαούλο και αναταράσσεται ολόκληρο, ανοίγει μια τρυπούλα, μια χαραμάδα. Από εκεί πετάγεται έξω, αθέατη, η αιχμάλωτη εικόνα του. Από την ίδια χαραμάδα γλιστράει, ευθύς αμέσως, σφυρίζοντας πίσω της, κι ένα φιδάκι κατακόκκινο. Κατακόκκινο και δηλητηριώδες.
Και τον τσιμπάει.
Πονεμένος, μα πιο πολύ ανακουφισμένος για την ανέλπιστα μικρή τιμωρία του, αναδύεται γρήγορα στην επιφάνεια, βγαίνει ξανά στον αφρό, χωρίς να υποψιάζεται τι κακό έχει πάθει με την αποκοτιά του.
Πως έχει ανασηκώσει το καπάκι του πίθου των Δαναΐδων, ότι έχει δραπετεύσει κι ανεβαίνει επάνω, μαζί του, και τον ακολουθεί, η φυλακισμένη εικόνα. Και θα τον ακολουθεί από δω και πέρα στις μοναχικές ώρες του.
Αντίθετα, καταλήγει να πιστέψει, ο ανίδεος, πως μ' αυτές τις απεγνωσμένες καταδύσεις, τις –αραιά και που– επισκέψεις του στον λασπερό πυθμένα, αποκτάει κι ο ίδιος, σαν τον Μιθριδάτη, μια ανοσία, ότι δεν κινδυνεύει άλλο από τη νοσταλγία. Και, ακόμα, πως τα συνηθίζει έτσι τα σκοτάδια μέσα του.
Αμέσως μόλις φτάνει επάνω, ανοίγει ένα μπουκάλι ουίσκι, αντίδοτο για το δηλητήριο, και το πίνει λαίμαργα. Σύντομα ηρεμεί και νιώθει ικανοποιημένος που βγήκε πάλι λάδι και καθάρισε. Που έκλεισε, που τακτοποίησε, έστω και προσωρινά, για μιαν ακόμη φορά, τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τέτοιο φτηνό τίμημα.
Στήνεται κατόπιν μπροστά στον καθρέφτη της παλιάς ντουλάπας και παρατηρεί από πολύ κοντά τη φάτσα του. Αλλά αντί να αντικρίσει το πρόσωπό του, διακρίνει την αχνή εικόνα ενός άντρα με χειμερινό κεραμιδί γυναικείο καπέλο στο κεφάλι –wool flapper cloche–, να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές και σ' απόλυτη έκσταση, πρωί πρωί, χαράματα, στον παραλιακό δρόμο μιας επαρχιακής πολίχνης, απτόητος από τα ειρωνικά σχόλια, τα γιούχα και τα γελάκια των ψαράδων που αδειάζουν τα δίχτυα τους στο πλακόστρωτο στενό δρομάκι πλάι στο μόλο.
Τι σκέψεις, τι ιδέες, άραγε, θα μπορούσε να είχε πυροδοτήσει, ποιες καταχωνιασμένες μνήμες να είχε ξυπνήσει και ποιο καπάκι, ποια καταπακτή, ποιο ερμάρι παλιάς ντουλάπας να είχε απασφαλίσει, ο άντρας εκείνος, από όπου και πετάχτηκαν έξω, συρφετός, αμέτρητα κατακόκκινα φιδάκια;
Αυτό απασχολεί και βασανίζει το συγγραφέα Νικήτα Νικηφόρου, αντί να καθίσει, ως όφειλε –μιας και δεν είχε ύπνο όλη νύχτα–, μπροστά στον καθρέφτη, να χαμογελάσει ενθαρρυντικά στον εαυτό του, να βγάλει το μολύβι, το μαχαίρι του, και να επιβάλει τη σιωπή σ' ό,τι βογκούσε μέσα του και σπαρταρούσε σαν ψάρι στο γιαλό.