
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Κατερίνας Παπαντωνίου, Σκοτεινό ασανσέρ, που θα κυκλοφορήσει στις 10 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
__ ώρα
Τις Κυριακές το απόγευµα η θυρωρός απουσίαζε. Έβαφε πρώτα τα µπλε παπούτσια, γυάλιζε προσεκτικά τις αγκράφες, τα φορούσε κι έπειτα σάλιωνε τα ακροδάχτυλά της και τα περνούσε από τη βάση της κνήµης µέχρι τον µηρό, ισιώνοντας τις αδιαφανείς γκρι κάλτσες, νιώθοντας ωστόσο ότι ψηλαφούσε διχτυωτές, µεταξωτές κάλτσες. Μισό τόξο χαµόγελου σχηµατιζόταν στην αριστερή πλευρά του προσώπου, τα µάτια δεν χαµογελούσαν. Έριχνε ένα καθαρό µαντίλι στην τσάντα µε τις ελαφρά φθαρµένες γωνίες και καλούσε το ασανσέρ. Αφουγκραζόταν την κίνηση του ανελκυστήρα, επαγγελµατικός εθισµός, έλεγχε τις αντηχήσεις και την οµαλή διέλευση από κάθε όροφο ενώ επαναλάµβανε ψιθυριστά τις χρειώδεις οδηγίες απεγκλωβισµού. Πρώτος όροφος, ειδοποιούµε την πυροσβεστική, δεν αγγίζουµε τίποτα από τον πίνακα του ανελκυστήρα, δεύτερος όροφος, ενηµερώνουµε τον εγκλωβισµένο ότι ο θάλαµος αερίζεται επαρκώς, τρίτος όροφος, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, καθησυχάζουµε τον εγκλωβισµένο κι ενεργούµε για τον απεγκλωβισµό του, το ασανσέρ πλησίαζε µε ανεµπόδιστα, άσκοπα βήµατα, τέταρτος όροφος, συνέχισε κι εκείνη άσκοπα, δίνουµε σαφή εντολή στον εγκλωβισµένο να µην κάνει καµία άλλη ενέργεια, εάν δεν τον ενηµερώσουµε. Στον πέµπτο όροφο, πριν προλάβει η Άννα να ολοκληρώσει τις χρειώδεις οδηγίες, το ασανσέρ σταµάτησε, η πόρτα άνοιξε. Τέτοια ώρα, σκέφτηκε, Κυριακή απόγευµα, κανείς δεν πάει στον πέµπτο, το πρωί, τις καθηµερινές, έρχεται η Νίκη µε τον άντρα της για να ταΐσουν τις γάτες και κάθε Τετάρτη µεσηµέρι, η κόρη τους, η Φανή. Κατέβηκε τριάντα έξι σκαλιά, στάθηκε στο κεφαλόσκαλο. Φανούλα, απάντηση καµία. ∆εν προχώρησε στον διάδροµο, πήρε το ασανσέρ κι έφυγε.
Κάθε Φλεβάρη θυµόταν τις αµυγδαλιές στο χωριό της που φούντωναν και µύρωναν τον δρόµο καθώς τις Κυριακές πήγαινε να καθαρίσει τα καντήλια των δικών της. Τώρα, περνώντας επιθεωρούσε τις πλάκες των πεζοδροµίων, τις εισόδους των επαγγελµατικών πολυκατοικιών, λιγοστές έβρισκε καθαρές, αποκαρδιωνόταν, λογαριασµοί πεταµένοι, χαρτιά, δύο παπούτσια παράταιρα.
Ανηφόρισε τη Σοφοκλέους, έστριψε προς την Αθηνάς. Φλεβάρης µήνας ήταν, γλυκός καιρός, αρκούσε µια ζακέτα κουµπωµένη. Κάθε Φλεβάρη θυµόταν τις αµυγδαλιές στο χωριό της που φούντωναν και µύρωναν τον δρόµο καθώς τις Κυριακές πήγαινε να καθαρίσει τα καντήλια των δικών της. Τώρα, περνώντας επιθεωρούσε τις πλάκες των πεζοδροµίων, τις εισόδους των επαγγελµατικών πολυκατοικιών, λιγοστές έβρισκε καθαρές, αποκαρδιωνόταν, λογαριασµοί πεταµένοι, χαρτιά, δύο παπούτσια παράταιρα. Εκείνη, ωστόσο, ήθελε να πιστεύει ότι ζούσε σε γειτονιά. Τα κλειστά µαγαζιά επιβεβαίωναν την κυριακάτικη σχόλη. Κατηφόρισε την Αθηνάς µέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, µπήκε κι άναψε ένα κερί, δεν ήξερε για ποιον, εξάλλου, δεν είχε τι να επικαλεστεί. Μέχρι να βγει στη Σταδίου, ζύγισε το βιος όλων. Ο Βαγενάς µε τα τυριά κρατιέται, ο Παπαµάρκος µε τα πουλιά και τα κουνέλια, στη γωνία της Ευριπίδου, µαζεύει ακόµα πελάτες, η κίνηση στο κεράδικο δίπλα από το εκκλησάκι έχει λιγοστέψει αλλά τα λιβάνια µυρίζουν. Εδώ και καιρό, σταµάτησε πια να απορροφάει λιγδιασµένα µαλλιά, σκισµένους υπνόσακους, γαριασµένες σακούλες.
Όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα, πολυκατοικίες ανεγείρονταν η µια µετά την άλλη, οι δρόµοι γέµιζαν από διαδηλώσεις κι η Άννα λαθροκοιτούσε τις γυναίκες µε τα φανταχτερά ρούχα και τα λυπηµένα πρόσωπα. Κάποιες φορές, ανηφορίζοντας την Ικτίνου, περιεργαζόταν τις εκδιδόµενες που αγκάλιαζαν παλιούς πελάτες, λες κι ήταν άντρες τους. Πόσο καιρό είχε κι αυτή να νιώσει το βαθύ χάδι ενός άντρα. Όσο κι αν ζούσαν σε διαφορετικούς κόσµους, ήρθε ο καιρός που καθεµιά εκδιδόµενη, λίγο πριν τη σύνταξη, αφού αποχαιρετούσε την αγορά και το προσωπικό του ξενοδοχείου, πήγαινε, τέλος, στο θυρωρείο για την πρώτη και τελευταία γνωριµία µε τη θυρωρό.
H Oυρανία ήταν η πρώτη που της μίλησε. Η Άννα καθόταν πίσω από την ξύλινη γωνία του θυρωρείου που την απέκοβε από τον κόσµο, αυλάκι τη φανταζόταν, τάφρος έγινε, η Ουρανία στεκόταν όρθια µπροστά της, µε τα µάτια κάτω. Η θυρωρός την παρατηρούσε χωρίς να την αντικρίζει. Ήταν ψηλή, µε στήθη γεµάτα, µια ελιά στο µάγουλο, φρύδια βγαλµένα. Εκείνη µόνον το µαντίλι έβγαλε όταν ήρθε στην Αθήνα. Η Ουρανία έφυγε κι η Άννα κοίταξε διερευνητικά γύρω. Με τον καιρό τής έγινε συνήθεια, άρχισε να υπολογίζει ποια κοντεύει να φύγει και την περίµενε. Με την κουτσή Βολιώτισσα µιλάνε αραιά και πού στο τηλέφωνο.
∆ιέσχισε τη Σταδίου, ανέβηκε τη Χαριλάου Τρικούπη. Πέντε και τέταρτο, κοίταξε το ρολόι της, µέχρι τις πεντέµισι υπολόγισε ότι θα έφτανε στη Βασιλική, την κουνιάδα της, Μαυροµιχάλη και Καλλιδροµίου γωνία. Πριν τη Μεθώνης σταµάτησε στο ζαχαροπλαστείο για γλυκά. ∆ύο πάστες σοκολάτα, δύο αµυγδάλου και καραµέλες µαλακές για τα εγγόνια της Βασιλικής. Έβαλε τα ρέστα στο µικρό µαύρο πορτοφόλι µε το µεταλλικό κούµπωµα, το έβαλε στην τσάντα, βγήκε, έστριψε δεξιά. Λίγο πριν φθάσει, πρόσεξε ένα εγκαταλειµµένο οικόπεδο, ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΟΙΚΟΠΕ∆Ο ΤΗΛ 6811…, διακρινόταν από τον δρόµο. Στον βλογιοκοµµένο τοίχο παρατήρησε ό,τι είχε αποµείνει από ένα ντουλάπι κουζίνας εντοιχισµένο. Η νοικοκυρά είχε επενδύσει το ντουλάπι µε πλαστικό, ακόµα φαίνονταν κίτρινες µαργαρίτες και σηµάδια από µπουκάλια. Η Άννα έβαλε στη σειρά ρύζι, αλεύρι, όσπρια, στην άκρη τις γυάλες µε τον πελτέ. Πάτησε στα χόρτα και πλησίασε πιο κοντά. Μπήκε στην κουζίνα, το καθιστικό τακτοποιηµένο και οι δυο καναπέδες στη θέση τους. Ο ένας πράσινος και φαρδύς όπως ο δικός της, ο γωνιασµένος στη φωλιά του εβδόµου ορόφου. Προχώρησε στις κρεβατοκάµαρες, στη µια δυο µονά, συγυρισµένα κρεβάτια για τα εγγόνια που δεν θα έρθουν. Κάτω από τις κρεβατοκάµαρες, ο στενός χωµάτινος διάδροµος ήταν απάνεµος κι έπεφτε αρκετό φως. Εκεί, η Άννα φύτεψε βουκαµβίλιες κόκκινες. Με κρύα καρδιά έφυγε από το οικόπεδο.