Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ειρήνης Ευφραιμίδη «Χάλκινο δάκρυ φτερωτό» το οποίο κυκλοφορεί στις 10 Ιουνίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Αυτό τελειώνει εδώ. Άλλο δεν θα πάρεις από μας». Το υποσχέθηκε στις νεκρές και θα το πραγματοποιούσε, ακόμα κι αν έπρεπε να κολυμπήσει μέχρι την άκρη του ωκεανού για να το πετύχει!
Η σκέψη της χαμένης αδερφής της της έδωσε δύναμη να συνεχίσει να κολυμπάει. Σχεδόν τρία χιλιόμετρα πριν από το τέρμα, η Μαργαρίτα έκανε ένα μικρό διάλειμμα και βγάζοντας το κεφάλι της από το νερό ξεχώρισε τους ορεινούς όγκους της χερσονήσου. Όσο πλησίαζε στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής, διέκρινε δεκάδες μικρά φωτάκια, τα καντηλάκια που άναβαν οι Μοναχοί για τη νυχτερινή προσευχή τους, τα οποία έκαναν τις πλαγιές της Ερήμου του Άθω να μοιάζουν σαν απόκοσμοι πολυέλαιοι. Ίσια μπροστά, ξεχώρισε τον μεγάλο σταυρό πάνω στον βράχο και κατάλαβε πως είχε φτάσει στο Διαπόρτι. Ήταν εξουθενωμένη. Το σώμα της πόναγε και κάλυψε μισολιπόθυμη τα τελευταία μέτρα, όχι μόνο εξαιτίας της κούρασης, αλλά και από τη ζαλάδα που της προκάλεσε η κολύμβηση στα τυφλά για τόσες ώρες. Όλα έδειχναν ότι πλησίαζε στην ακτή, όταν το γόνατό της χτύπησε με δύναμη πάνω σε κάτι σκληρό και μυτερό.
«Ύφαλοι», έπνιξε ένα βογκητό πόνου, «πού ξεφύτρωσαν τόσα βράχια;»
Το google earth δεν έδειχνε τα υποθαλάσσια εμπόδια. Αντιλήφθηκε ότι η θάλασσα μπροστά από τη μικρή, λευκή βραχονησίδα με τον σταυρό ήταν γεμάτη βράχους. Με μεγάλη δυσκολία και με το γόνατό της να την πονάει αφόρητα παρέκαμψε τους ύφαλους, προσπαθώντας να μη χάσει την ευθεία προς τη μικρή παραλία. Μόλις τα πόδια της πάτησαν στον βραχώδη βυθό, αισθάνθηκε τα χείλια της πρησμένα από την πολύωρη έκθεση στην αλμύρα, αλλά θα το διόρθωνε αργότερα αυτό. Τώρα έπρεπε να εξαφανιστεί από τον γυμνό οφθαλμό οποιουδήποτε ζωντανού όντος, πριν την πρώτη ηλιαχτίδα. Δεν πίστευε ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν περιζήτητη από τους προσκυνητές, αλλά τα διερχόμενα ταχύπλοα και κυρίως τα drones των δεκάδων ιερο-vloggers θα την έκαναν τσακωτή χωρίς αμφιβολία. Βγήκε κουτσαίνοντας από τη θάλασσα και άρχισε να σκαρφαλώνει την απόκρημνη παραλία.
Ήταν εξουθενωμένη. Το σώμα της πόναγε και κάλυψε μισολιπόθυμη τα τελευταία μέτρα, όχι μόνο εξαιτίας της κούρασης, αλλά και από τη ζαλάδα που της προκάλεσε η κολύμβηση στα τυφλά για τόσες ώρες. Όλα έδειχναν ότι πλησίαζε στην ακτή, όταν το γόνατό της χτύπησε με δύναμη πάνω σε κάτι σκληρό και μυτερό.
Είχε απομνημονεύσει την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει στα σκοτεινά κατσάβραχα ανάμεσα στους σχοίνους, που πιο πολύ τους μύριζε παρά τους έβλεπε, μέχρι την ακατοίκητη Ιερά Καλύβη. Όχι ότι θα ανέβαινε με τα πόδια, αυτό παραήταν εύκολο για τη σιδηρά κυρία με το χτυπημένο γόνατο. Το τέρμα της διαδρομής της βρισκόταν στην κορυφή ενός γκρεμού χωρίς άλλη πρόσβαση από τη θάλασσα παρά μόνο από ένα χοντρό σκοινί με κόμπους, που χρησίμευε για να ανεβάζουν οικοδομικά υλικά. Δεν ονομάστηκε τυχαία η περιοχή Καρούλια. Αλλά δεν ήταν κανείς στην κορυφή για να τραβήξει τα σκοινιά στα καρούλια.
Έκρυψε τα βατραχοπέδιλά της πίσω από μία πυκνή συστάδα θάμνων και κάθισε να πάρει μιαν ανάσα πριν ξεκινήσει την αναρρίχηση. Τα ξυπόλυτα πόδια και οι δυνάμεις της δεν βοηθούσαν καθόλου. Καθώς ανέβαινε κόμπο κόμπο τον κάθετο βράχο, νόμιζε ότι τα χέρια της δεν την κρατάνε και θα γκρεμιστεί, αλλά με τα χίλια ζόρια έφτασε στον περίβολο της ακατοίκητης Σκήτης.
«Ακατοίκητη, αλλά σούπερ μοντέρνα», συμπέρανε καθώς βγήκε από το μονοπάτι και πάτησε στην περιποιημένη, πλακόστρωτη αυλή, που την ένιωσε ζεστή κάτω από τις φτέρνες της. Μπροστά στο οίκημα είδε δύο ξύλινες πέργκολες με χτιστά τραπέζια. Η θέα από τη βεράντα προς την απέναντι ακτή της Σιθωνίας και το Αιγαίο θα πρέπει να ήταν συγκλονιστική στο φως της μέρας. Στη σκεπή του διώροφου κτίσματος ασήμιζε παραδόξως ένας διπλός ηλιακός θερμοσίφωνας. «Πρέπει να παίρνουν συχνά το λουτρό τους οι ένοικοι», σκέφτηκε με μία δόση ειρωνείας. Στην πλαγιά υπήρχαν κι άλλα κελιά, και θα μπορούσαν να την πάρουν είδηση οι Μοναχοί που ξαγρυπνούσαν ολονυχτίς. Χωρίς να χρονοτριβήσει, η ψηλή, γεροδεμένη φιγούρα με τις φαρδιές πλάτες της κολυμβήτριας προχώρησε πίσω από το πετρόχτιστο οίκημα και βρήκε το μικρό εκκλησάκι. Ήταν πέτρινο, χαμηλό και μάλλον φρεσκοχτισμένο, αφού τα υλικά οικοδομής ήταν ακόμα διάσπαρτα στον γύρω χώρο. Σχεδόν η μισή σκεπή ήταν σκεπασμένη από πυκνά δέντρα, που έμοιαζαν να έχουν φυτρώσει στα κάθετα βράχια πάνω από το εκκλησάκι. Είχε δύο παράθυρα με κάγκελα και στη στέγη του υψωνόταν ένα μικρό καμπαναριό, με το σκοινί της καμπάνας να κρέμεται μέχρι το έδαφος. Η Μαργαρίτα παρέκαμψε ένα παρατημένο φτυάρι και κρατήθηκε από τη σιδερένια σκαλωσιά που ακουμπούσε στον τοίχο, για να πηδήξει πάνω από έναν σωρό πέτρες. Καθώς ο ουρανός άρχισε να χάνει το κατάμαυρο χρώμα του, γύρισε το κλειδί και έσπρωξε την ξύλινη πόρτα για να μπει στον ναό, κάνοντας τον σταυρό της. Στο ημίφως της μικρής εκκλησίας ένα καντήλι φώτιζε την εικόνα του Όσιου Σάββα, σημάδι πως κάποιος είχε περάσει πρόσφατα το κατώφλι αυτό. Οι τοίχοι ήταν ασβεστωμένοι, χωρίς αγιογραφίες, αλλά μια πρόχειρη σκαλωσιά, πάνω στην οποία ήταν ακουμπισμένα βαζάκια με χρώματα, πινέλα και σύνεργα ζωγραφικής, μαρτυρούσε ότι κάποιοι υποτακτικοί είχαν επιφορτιστεί με την αγιογράφηση. Η καθησυχαστική μοσχοβολιά του λιβανιού πλημμύριζε το μικρό εκκλησάκι και τη βοήθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, ξεφυσώντας με ανακούφιση. Ένα ξύλινο παραπέτασμα χώριζε το Ιερό από τον υπόλοιπο χώρο και πάνω στο στασίδι υπήρχε ένα καφέ δέμα με ένα σημείωμα. Έφερε το χαρτί κοντά στο φως του καντηλιού και διάβασε:
«Με τις ευλογίες του πανοσιολογιότατου Ηγούμενου της Μονής Αγίου Παύλου, σας παραδίδουμε αυτά τα πολύτιμα κειμήλια από το σκευοφυλάκιο. Οι προσευχές μας και η ευλογία της Θεοτόκου είθε να είναι προστάτες στον δύσκολο δρόμο σας και ας δώσουν στον κόσμο τη σωτηρία που ίσως να φυλάσσεται σε αυτά».
Πολύ βαρύγδουπες ευχές για ένα κορίτσι που είχε να κολυμπήσει πέρα-δώθε μέσα στη νύχτα από την άλλη άκρη της Χαλκιδικής, παριστάνοντας τον λαθρέμπορο κειμηλίων του Αγίου Όρους. Ψηλάφησε το δέμα με τα δυο της χέρια και κατάλαβε ότι ήταν ένα μεγάλο, σκληρό κουτί. Το κούνησε δεξιά-αριστερά, αλλά τίποτε δεν σάλεψε μέσα του.
Ευτυχώς ο Πατήρ Αρσένιος, ο μυστικός μεταφορέας του παράνομου πακέτου και εγκέφαλος της επιχείρησης, είχε αφήσει μερικές προμήθειες για τη Μαργαρίτα. Μία κανάτα νερό, μία φρατζόλα ζυμωτό ψωμί, που μοσχοβόλησε μαχλέπι μόλις την έκοψε, ένα μικρό μπουκάλι τσίπουρο και ένα κουτί λουκούμια με γεύση τριαντάφυλλο. Το ξύλινο παγκάρι είχε πάνω του μερικά κεράκια και ένα μπουκάλι λάδι για τα καντήλια. Τα πρησμένα χείλια της με δυσκολία δέχτηκαν το ψωμί, αλλά με τα λουκούμια ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Για να δοκιμάσει το τσίπουρο, ούτε λόγος. Άλλο ήταν όμως το πρόβλημα: Το γόνατό της είχε αρχίσει να πρήζεται και δεν υπήρχε πάγος μέσα στο ξωκλήσι. Η Μαργαρίτα κατέβασε το φερμουάρ της αδιάβροχης τσέπης που είχε στη μέση της και έβγαλε το μικρό σακουλάκι με το αθλητικό της φαρμακείο, που την είχε σώσει αρκετές φορές. Κατάπιε δύο κάψουλες με ομοιοπαθητική άρνικα μαζί με ένα αναλγητικό-τούρμπο και ευχήθηκε να λειτουργήσει το κόλπο.
Μέσα από τον φεγγίτη την καλημέρισε μία ηλιαχτίδα, υπενθυμίζοντάς της τον χώρο που πολύ αυστηρά απαγορευόταν να βρίσκεται. Μια γυναίκα στο Περιβόλι της Παναγιάς…
Το ρολόι της έδειχνε 7:30 το πρωί. Τα ρολόγια του Όρους όμως έδειχναν σίγουρα άλλα αντί άλλων. Γιατί σε αυτή τη χώρα που βρισκόταν σήμερα κρυφά η Μαργαρίτα, είχαν ένα πολύ παράδοξο σύστημα μέτρησης του εικοσιτετράωρου. Κάθε Σάββατο βράδυ στη δύση του ήλιου, είτε αυτή ήταν στις 6:15 το απόγευμα είτε στις 9:48 το βράδυ, όλα τα ρολόγια του Άθω γυρίζουν τους δείκτες τους στα μεσάνυχτα. Η ρύθμιση αυτή κρατάει μία εβδομάδα και μετά αναπροσαρμόζεται, μέχρι να απορρυθμιστεί εντελώς το βιολογικό ρολόι των κατοίκων. Παρόλο που σεβόταν τους ωρολογιακούς κανονισμούς του Αγίου Όρους και την αγιότητα της Ιεράς Καλύβης, ήταν αναγκασμένη να βγάλει το wetsuit και να μείνει με το ολόσωμο μαγιό της. Βλασφημία, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Στον λαιμό της κρεμόταν σφιχτά δεμένο από ένα δερμάτινο κορδόνι ένα χάλκινο δάκρυ, το φυλαχτό της μητέρας της. Το χάιδεψε ασυναίσθητα, όπως έκανε πάντα όταν τη θυμόταν, όσο κοίταζε εξεταστικά τριγύρω. Βρήκε ένα διπλωμένο τραπεζομάντιλο, τυλίχτηκε σφιχτά και εξουθενωμένη ξάπλωσε στο κιλίμι δίπλα στο παγκάρι για να κοιμηθεί μέχρι να νυχτώσει. Καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, άκουσε από μακριά τον κελαριστό ήχο μιας καμπάνας, που καλούσε τους Μοναχούς στη Λειτουργία.
Κάθε Σάββατο βράδυ στη δύση του ήλιου, είτε αυτή ήταν στις 6:15 το απόγευμα είτε στις 9:48 το βράδυ, όλα τα ρολόγια του Άθω γυρίζουν τους δείκτες τους στα μεσάνυχτα. Η ρύθμιση αυτή κρατάει μία εβδομάδα και μετά αναπροσαρμόζεται, μέχρι να απορρυθμιστεί εντελώς το βιολογικό ρολόι των κατοίκων.
Θα πρέπει να κοιμόταν κανένα δίωρο όταν άκουσε μέσα στον ύπνο της μακρινές ομιλίες. Μουσαφίρηδες; Μα πώς ήταν δυνατόν; Η συγκεκριμένη Καλύβη ήταν κάποιου μεγαλοδωρητή της Μονής, που είχε να την επισκεφτεί μήνες.
Οι φωνές πλησίαζαν: «Αλήθεια τώρα, μας έστειλαν στα γκρεμίδια για τον ηλιακό θερμοσίφωνα του κρεμανταλά, Ευλογημένε Πάτερ;» γκρίνιαξε ο ένας. Ακούστηκε η πόρτα της Καλύβης να ανοιγοκλείνει με θόρυβο και μετά ησυχία.
Η Μαργαρίτα έτριψε τα μάτια της, ανακάθισε στο πάτωμα και αφουγκράστηκε με προσοχή. Οι φωνές είχαν μάλλον μπει στο διπλανό οίκημα, ίσως κάτι να μαστόρευαν. Λογικά ήταν ασφαλής μέσα στο εκκλησάκι, συλλογίστηκε, προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί. Δεν είχαν κανέναν λόγο να έρθουν από κει. Ασυναίσθητα εξέτασε με το βλέμμα της τον χώρο, ψάχνοντας ένα μέρος να κρυφτεί. Δεν υπήρχε όμως άλλη επίπλωση εκτός από την Αγία Τράπεζα και το παγκάρι. Για καλό και για κακό τύλιξε όλα της τα πράγματα μέσα στο τραπεζομάντιλο και χώθηκε πίσω από το παγκάρι, αφού το τράβηξε προς τον τοίχο. Αποφάσισε να περιμένει εκεί μέχρι να απομακρυνθούν οι φωνές.
Αλλά σε λίγο άκουσε την εξώπορτα της Καλύβης να τρίζει και ο Γκρινιάρης είπε στον Σκουντούφλη:
«Δεν πας να δεις αν καίει το καντηλάκι του Όσιου Σάββα μιας που κουβαληθήκαμε μέχρι εδώ;»
Η ξύλινη πόρτα του ναού άνοιξε και κάποιος μπήκε μέσα σέρνοντας βαριεστημένα τα παπούτσια του.
Η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να δει τίποτε. Έτσι όπως ήταν στριμωγμένη στον μικρό χώρο πίσω από το παγκάρι, το πονεμένο της γόνατο διπλώθηκε και ο πόνος τη σούβλισε. Δάγκωσε το πάνω μέρος του καρπού της για να μη βογκήξει. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε ότι το παγκάρι κουνήθηκε. «Αυτό ήταν, θα με μπουζουριάσουνε νεγκλιζέ», σκέφτηκε, «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν». Όμως ο Μοναχός φάνηκε σαν να ήθελε να ισιώσει το έπιπλο. Δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει πίσω από το παγκάρι, μόνο τίναξε λίγα ψίχουλα από πάνω του μουρμουρίζοντας «Μα καλά, οι ευλογημένοι…» και το αίμα της Μαργαρίτας πάγωσε.
«Πάμε», φώναξε ο Μοναχός στον συνάδελφό του την ώρα που ακούστηκε η πόρτα να κλείνει και να κλειδώνει. «Ξέφραγο αμπέλι τα ξωκλήσια μας πια», φάνηκε να κοντοστέκεται. «Θα αφήσω το κλειδί στο εικονοστάσι της Καλύβης, πες στον Πατέρα».
«Πάμε γιατί θα μας φάει το λιοπύρι», απάντησε ο άλλος. Η Μαργαρίτα έμεινε ακίνητη.
«Είμαι κλειδωμένη στην Έρημο του Άθω», συνειδητοποίησε με τρόμο και τα κουρασμένα μέλη της μούδιασαν. Περίμενε λίγη ώρα ακόμα κρυμμένη, για να βεβαιωθεί ότι τα δύο παλικάρια απομακρύνθηκαν ανεπιστρεπτί, και ξεμύτισε τινάζοντας από το μαγιό της τη ζάχαρη των λουκουμιών που κρατούσε αγκαλιά. Πώς θα έβγαινε από το ξωκλήσι;
«Πόρτα;» Ήταν κλειδωμένη. «Παράθυρα;» Είχαν κάγκελα! Ένα escape room καταμεσής στο Άγιον Όρος… Καθόλου δεν της άρεσε αυτό το παιχνίδι που πήγε και μπλέχτηκε.
Έστρεψε το βλέμμα της τριγύρω ψάχνοντας να βρει λύση, αλλά η εξάντληση δεν άφηνε το μυαλό να σκεφτεί. Κάθισε απελπισμένη στο στασίδι και έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια της. Κοίταξε τον φεγγίτη που δεν είχε κάγκελα! Αυτή ήταν η μόνη έξοδος διαφυγής. Μα το άνοιγμα ήταν τόσο μικρό που είχε σοβαρές αμφιβολίες αν χωρούσε να περάσει από μέσα του. Ήταν όμως τόσο εξουθενωμένη, που αποφάσισε να ξανακοιμηθεί μέχρι να νυχτώσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με καθαρό μυαλό και ξεκούραστο κορμί.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Μαργαρίτα ∆ελαβόγια έχει αναλάβει μια δύσκολη αποστολή: να μπει κρυφά στο Άγιο Όρος και να μεταφέρει κάποια σημαντικά κειμήλια σε ένα εργαστήριο αρχαιομετρίας στη Γερμανία. Ο σκοπός της είναι ιερός και καταλύει κάθε της φόβο. Όμως οι κίνδυνοι ελλοχεύουν και εκείνη βρίσκεται ξαφνικά στο στόχαστρο φιλόδοξων και αδίστακτων ανθρώπων που εξαπολύουν ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό εναντίον της, για να μπορέσουν να τη σταματήσουν. Ίντριγκες, συνωμοσίες, θανάσιμες πλεκτάνες, πάθη και προδοσίες συνθέτουν μια συναρπαστική ιστορία μυστηρίου και δράσης.
Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά όλα τα στάδια μιας παγκόσμιας εκστρατείας που έχει ως σκοπό της να αποκρυπτογραφήσει το πολύτιμο φορτίο με κάθε μέσο και με κάθε κόστος. Φόνοι, έντονο σασπένς και κλιμακούμενη αγωνία θα οδηγήσουν σε ένα χάλκινο, φτερωτό δάκρυ που θα θεραπεύσει όλες τις πληγές και θα ενώσει με τρόπο αριστοτεχνικό τη μυθολογία με την επιστήμη, το παρελθόν με το παρόν, την αγάπη με τον πόνο της απώλειας και τη λύτρωση με τη δύναμη της πίστης.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Ειρήνη Ευφραιμίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, έχει πτυχίο Γερμανικής Φιλολογίας από το ΕΚΠΑ με άριστα και ∆ιδακτορικό στη Γερμανική Λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εργάζεται σαν ∆ιευθύντρια Marketing σε Γερμανική εταιρία και μιλάει τρεις ξένες γλώσσες. Ήταν Πρωταθλήτρια Ελλάδος και μέλος της Εθνικής Ομάδας τοιχοσφαίρισης, ένα άθλημα που συνεχίζει φανατικά μέχρι σήμερα. Ασχολείται ενεργά με τη ζωγραφική με την επωνυμία CroCales και τον ποδηλατικό τουρισμό, καταγράφοντας τις ποδηλατικές της περιπέτειες στο www. ladyonabike.gr. Είναι παντρεμένη και έχει δύο ενήλικα παιδιά.