
Για τη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Δομηνίκ «Κακό ανήλιο» (εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα από τη Μόρνα, το εγκαταλελειμμένο από το 1967 χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου.
Γράφει ο Κώστας Δρουγαλάς
Το Κακό Ανήλιο (εκδ. Ίκαρος), η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Δομηνίκ (1988), κινείται στον –προσφιλή για τον συγγραφέα– χώρο του υπερφυσικού και του λαογραφικού τρόμου. Οι δώδεκα ολιγοσέλιδες ιστορίες επανοικειοποιούνται την ύπαιθρο χώρα, πιο συγκεκριμένα της Πιερίας.
Τα κεντρικά θέματα των ιστοριών είναι στο σύνολό τους έξω από τα συνηθισμένα: κούκλες κλαίνε στη θέση των μανάδων που έχασαν τα παιδιά τους· ένα ημιανθρώπινο βρέφος στο πρόσωπο μιας περαστικής αντικρίζει τη μητρική φιγούρα που εκ γενετής στερήθηκε· ένας υπεύθυνος ξενοδοχείου στο βάθος της πισίνας βλέπει ξανά τους –από χρόνια νεκρούς– φίλους του· μία δεντρογαλιά φωλιάζει στο στόμα ενός παιδιού· ένας άντρας, ανήμερα των Αγίων Πάντων, συγκεντρώνει τους νεκρούς για να λειτουργηθούν.
Εντύπωση προκαλούν οι υπαινισσόμενες αναφορές στον Χ.Φ. Λάβκραφτ με πανάρχαιες προσευχές, επικλήσεις σε θεούς, τόπους που βρίσκονται πέρα από την ανθρώπινη συνείδηση. Η λογοτεχνική κληρονομιά του διάσημου Αμερικανού πεζογράφου στο έργο του Δομηνίκ διεισδύει ανεπαίσθητα νοηματικά: «τα αλλόκοτα, παρανοϊκά νοήματά της ήταν αρχαιότερα ακόμα κι απ’ τους μύθους των προγόνων» αλλά και γλωσσικά: «κι ας μην ήξερα ακόμα τίποτα για τις λαλιές του Έθε και του Βω, για τα Λαγκ’ Ούπατα ή για τα Πράσινα Βατούν».
Συνολικά, η δομή παραμένει λιτή προκειμένου να αφήσει τον απαραίτητο χώρο στην προσεκτικά επεξεργασμένη γλώσσα από την οποία προκύπτει ο τρόμος. Γλωσσικά αξίζει να επισημάνουμε τις πρωτότυπες μεταφορές του συγγραφέα: «παναρισμένος απ’ τη λάσπη εκσκαφέας», παρομοιώσεις: «σαν περήφανη βρύση κάτω από καιόμενα δέντρα», ακουστικές εικόνες: «η φωνή της θύμιζε παλιακό στυφό νερό που πήγαζε από οστέινους βόθρους», αρκετές επαρχιώτικες λέξεις που προσδίδουν πειστικότητα στα διηγήματα καθώς και περιγραφές: «Τη θυμάται σκοτεινή, ανταριασμένη, […] φορώντας μια παλιομαντίλα στο κεφάλι, με το τσιβί ζωσμένο στη μέση και βαστώντας μια παλούκα στο χέρι, για να σκοτώνει τις οχιές».
Στη συλλογή συναντούμε τόπους και σημεία-σταθμούς από την ευρύτερη Πιερία – άλλωστε ο συγγραφέας είναι μόνιμος κάτοικος Κατερίνης: Ράχη, Μηλιά, Βρύα, Πλαταμώνας, Σβορώνος, Τάχνιστα, ο κεντρικός πεζόδρομος της Κατερίνης, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου, ενώ γόνιμα εκμεταλλεύεται ο συγγραφέας τον θρύλο της Μόρνας – το εγκαταλελειμμένο από το 1967 χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου.
Οι περισσότερες ιστορίες κινούνται παράλληλα σε αντιθετικά ζεύγη: χριστιανισμός-παγανισμός, ζωή-θάνατος, λογική-τρέλα, αγρότες-αστοί, νεκροί-ζωντανοί. Είναι τέτοιες οι εκατέρωθεν δοσολογίες που ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να ξεχωρίσει πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Ο λαογραφικός τρόμος εδώ και πέντε δεκαετίες είναι είδος προσφιλές στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στην ημεδαπή έχει βρει απήχηση την τελευταία δεκαετία από ένα, κατά βάση, πιο νεανικό κοινό.
Ο λαογραφικός τρόμος εδώ και πέντε δεκαετίες είναι είδος προσφιλές στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στην ημεδαπή έχει βρει απήχηση την τελευταία δεκαετία από ένα, κατά βάση, πιο νεανικό κοινό. Όμως, η ώσμωση του είδους στα χέρια –ταλαντούχων κατά τα άλλα– δημιουργών κατ’ επανάληψη απολήγει σε ανεπιτυχείς απομιμήσεις και κακόζηλα αντίγραφα από αντίστοιχες ιστορίες των μαιτρ του είδους. Το Κακό Ανήλιο (όπως και το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, το Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι, εκδ. Ενύπνιο) ουδεμία σχέση έχει με το παραπάνω ζήτημα. Εδώ ερχόμαστε σε επαφή με έναν συγγραφέα ειλικρινή, απέριττο και βαθιά ουσιαστικό, που καταφέρνει και συμπυκνώνει το παρελθόν στο παρόν.
Συμπερασματικά: το βήμα που γίνεται παραπέρα από τον λαογραφικό τρόμο της πρώτης συλλογής του Δομηνίκ πραγματοποιείται με την ένταξη της Πιερίας σε μία απόκοσμη ανθρωπογεωγραφία, απορομαντικοποιημένη κι εμποτισμένη από τους αρχέγονους φόβους που διατρέχουν σαν συνεκτικός ιστός όλες τις γενιές, από τις παλιές έως τις σημερινές.
*O ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι καθηγητής και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πού δώρα εμείς τότε. Τα πήρα, και σαν τα φόρεσα ταχιά, μ’ έπιασε ένα πράμα στα ποδάρια, πώς να σ’ το πω, λες και τα βούτηξα μέσα σε μια κοπάνα στάρι. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Άνοιξα το παντζούρι – κι άντε πες με εσύ μετά, πώς βρέθηκα ώς εδώ πάνω, να γυροβολώ μονάχη μου, μες στα σκότα. Χτυπιόμουν, λύσκαζα – σταματημό δεν είχα. Ανάστα. Φυσούσε αμαρτωλός αέρας μέσα μου. Και να φανταστείς, ούτε φόβοι μ’ έπιασαν ούτε τίποτα άμα είδα τούτες τις πέτρες να βγαίνουν απ’ τα χώματα και να ’ρχονται κατάγυρα σαν τα λυκοτσάκαλα. Αλλά αυτά που μ’ έκαναν μετά δεν κάνει, μάνα μου, να σ’ τα πω […]».