Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Ο άλλος αδερφός», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 22 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Τύµµα τύµµατι τεῖσαι»
Αισχύλος, Αγαµέµνων
Πρόλογος
Δεν είχα δει ποτέ µου κάποιον να πεθαίνει.
Αρκετοί άνθρωποι έρχονται καθηµερινά σε επαφή µε τον θάνατο, µε διαφορετικούς τρόπους. Κυρίως αφότου αυτός έχει επέλθει και οι ζωτικές λειτουργίες έχουν σταµατήσει. Μια κυρία βγαίνει για λίγο στο µπαλκόνι να ποτίσει τις γαρδένιες της, και γυρνώντας στο σαλόνι διαπιστώνει πως ο σύζυγός της, που µέχρι πριν από λίγο παρακολουθούσε μια εκποµπή στην τηλεόραση, έχει πεθάνει. Ένας γιος ξεκλέβει ένα σαββατιάτικο µεσηµέρι για να επισκεφτεί την ηλικιωµένη µητέρα του και, μόλις µπαίνει σπίτι –γιατί φυσικά έχει το δικό του ζευγάρι κλειδιά–, τη βλέπει σωριασµένη στο µπάνιο. Ένα ζευγάρι πηγαίνει µε το αµάξι στην παραλία. Στο ραδιόφωνο παίζει το «Heaven is a Place on Earth» –γιατί οι νεαροί µας τριαντάρηδες νιώθουν νοσταλγία για µια δεκαετία που δεν έχουν ζήσει–, το αµάξι µυρίζει αντηλιακό και τσιγάρο και ξαφνικά το τραγούδι κόβεται απότοµα, όταν περνούν µπροστά από δυο σµπαραλιασµένα αµάξια στο αντίθετο ρεύµα. Ο οδηγός κόβει ελάχιστα, για να πάρουν µια τζούρα θανάτου καθώς οι διασώστες απεγκλωβίζουν τους νεκρούς επιβάτες, κι έπειτα το ζευγάρι συνεχίζει την πορεία του.
Υπάρχει η κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν τον θάνατο ενώ συµβαίνει· εκείνοι που έγιναν µάρτυρες ενός θανάτου κατά τύχη –η φοιτήτρια που είδε την ηλικιωµένη να σωριάζεται στο ασανσέρ, ο πεζός που είδε ένα Toyota να παραβιάζει το STOP και να χτυπάει το κοριτσάκι με το ποδήλατο, ο φίλαθλος του Παναθηναϊκού που βγήκε φουρκισµένος στο µπαλκόνι για τσιγάρο έπειτα από ένα εκνευριστικό πρώτο ηµίχρονο, για να δει ένα µηχανάκι µε δυο µαυροφορεµένους καβάλα να γαζώνουν µε καλάσνικοφ έναν περαστικό–, εκείνοι που είναι η δουλειά τους –γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, νοσοκόµοι σε οίκους ευγηρίας–, εκείνοι που τον περίµεναν –τα παιδιά γύρω από το νεκροκρέβατο του γονιού στο σπίτι ή το νοσοκοµείο–, ή, πολύ απλά, εκείνοι που τον προκαλούν, εκούσια ή ακούσια. Ο οδηγός του Toyota που παρέσυρε το κοριτσάκι, ο µαυροφορεµένος επιβάτης της µηχανής µε το καλάσνικοφ, ο διαρρήκτης µε το θολωµένο απ’ τα ναρκωτικά µυαλό, που έσφιξε λίγο παραπάνω τον λαιµό του ιδιοκτήτη στο σπίτι όπου είχε µπουκάρει, μπας και του αποκάλυπτε πού έκρυβε τα τιµαλφή.
Όπως όλοι οι άνθρωποι που έγιναν τυχαία µάρτυρες κάποιου θανάτου, έτσι κι εγώ, ξυπνώντας εκείνη τη µέρα, το τελευταίο που περίµενα ήταν πως κάποιος θα πέθαινε µπροστά στα µάτια µου.
Όπως όλοι οι άνθρωποι που έγιναν τυχαία μάρτυρες κάποιου θανάτου, έτσι κι εγώ, ξυπνώντας εκείνη τη μέρα, το τελευταίο που περίμενα ήταν πως κάποιος θα πέθαινε μπροστά στα μάτια μου.
Μου χαµογέλασε. Τα χείλη του ήταν σφιχτά, δεν άφηναν το υπόλευκο των δοντιών να εµφανιστεί. Μύριζε έντονα Old Spice· είχε ξυριστεί νωρίτερα και το χαλαρό δέρµα στον λαιµό του, ίδιο µε λειρί κόκορα, ήταν ερεθισµένο. Ανάµεσα στις κοκκινίλες µπορούσα να ξεχωρίσω το αίµα που είχε προλάβει να πήξει στα σηµεία που το ξυράφι είχε τραυµατίσει. Μου θύµιζε τον πατέρα µου. Περπατούσε µε τον ίδιο τρόπο, σκυφτός, σαν να κουβαλούσε το βάρος της ηλικίας στην πλάτη του. Τα κάποτε ρωµαλέα του χέρια είχαν πλαδαρέψει, στεγνά από λίπος, ενώ το δέρµα κρεµόταν όµοιο µε λιωµένο κερί που είχε παγώσει. Τα αρθριτικά δάχτυλα, λεπτά και µακριά, στρογγυλεµένα στις άκρες και τις αρθρώσεις. Αλλά η µεγαλύτερη οµοιότητα ήταν στα µάτια.
Μπορείς σε αυτά να δεις πως το τέλος πλησιάζει. Μπορείς να δεις πως το συνειδητοποιούν, πως ρουφάνε µε όση δύναµη τους έχει αποµείνει το καλαµάκι, αλλά στο ποτήρι έχει αποµείνει μόνο ελάχιστο νερό από τα λιωμένα παγάκια, μαζί με λίγο αφρό – και καθόλου καφές. Καθόλου ζωή. Και, φυσικά, µπορείς να δεις τον φόβο για το άγνωστο. Έναν φόβο που µια ολόκληρη ζωή προσπαθούσαν να καταπνίξουν, να ξεχάσουν, πιστεύοντας ότι ίσως ο θάνατος θα ξεχνούσε να τους πάρει, ή θα τους θυμόταν αργά, όταν δεν θα τους ένοιαζε και τόσο, επειδή θα είχαν χορτάσει από χαρές, από ζωή – αλλά ποιος µπορεί, αλήθεια, να χορτάσει τη ζωή;
Σήκωσε το δεξί πόδι και πάτησε στο ξύλινο σκαλοπάτι. Έσφιξε τα δόντια κι έκανα ένα βήµα µπροστά για να τον βοηθήσω, αλλά µε ένα διακριτικό νεύμα µε απέτρεψε. Τον είδα να µεταφέρει όλο του το βάρος στο δεξί και να ανεβαίνει αργά στο σκαλοπάτι. Ξεφύσηξε, µε κοίταξε και µου χάρισε το χαµόγελο του σερ Έντµουντ Χίλαρι λίγες στιγµές αφότου είχε κατακτήσει την κορυφή του Έβερεστ.
Η θηλιά µπροστά του πλαισιώνει το πρόσωπό του σαν φωτοστέφανο. Με τη βοήθεια των αποστεωµένων δαχτύλων, την περνάει γύρω από τον λαιµό του και τη σφίγγει. Ακολουθώ το σχοινί µε το βλέµµα· ο ναυτικός κόµπος στο δοκάρι του ταβανιού δείχνει αρκετά γερός. Το ίδιο και το σχοινί. Αναρωτιέµαι αν γνωρίζει τη µηχανική του θανάτου που έχει επιλέξει. Το ελάχιστο ύψος από το οποίο θα πέσει δεν εγγυάται την πολυτέλεια ενός στιγµιαίου θανάτου, ο αυχένας του δεν θα σπάσει· γνωρίζω πως θα πεθάνει από ασφυξία. Το βάρος του σώµατός του θα σφίξει τη θηλιά, η οποία µε τη σειρά της θα φράξει τους αεραγωγούς, όπως και τη σφαγίτιδα και την καρωτίδα.
Η αλήθεια είναι πως µου έδωσε την επιλογή να µη γίνω µάρτυρας του θανάτου του. Ήµουν ελεύθερος να φύγω, µου είπε. Αλλά δεν µπορούσα να τον αφήσω. Δεν µπορούσα να τον αφήσω να πεθάνει µόνος στο δροσερό υπόγειο που µύριζε ελαφρώς µούχλα, πετρέλαιο και λαδοµπογιά. Το λιγότερο που µπορούσα να κάνω ήταν να σταθώ δίπλα του. Δεν έφυγα, ίσως επειδή µου θύµιζε τον πατέρα µου και δεν µπορούσα να τον αφήσω µόνο για δεύτερη φορά στον θάνατό του.
Κοιτάζει µπροστά. Ποιος ξέρει τι βλέπει; Ποιος ξέρει τι ελπίζει πως θα συναντήσει όταν η υποξία τού στερήσει τις αισθήσεις του, όταν αρχίσει να βυθίζεται στο µόνιµο σκοτάδι του θανάτου.
Το κινητό στην τσέπη µου δονείται, ασυναίσθητα χαµηλώνω το βλέµµα. Ταυτόχρονα, ακούω το σκαλί να αναποδογυρίζει στο πάτωµα, το σχοινί τεντώνεται, το δοκάρι αναστενάζει. Φέρνει τα χέρια στον λαιµό και κουνάει τα πόδια, προσπαθώντας να κολυµπήσει στον αέρα και να βγει στην επιφάνεια, να αναπνεύσει ξανά. Δεν ξέρω αν κάποιου είδους γκροτέσκα ανθρωπιά (ή η απόλυτη απάρνηση της ανθρώπινης φύσης µου) µε έκανε να παραµείνω στη θέση µου και να µην τον βοηθήσω, αλλά τελικά αυτό έκανα.
Είδα για πρώτη φορά κάποιον να πεθαίνει µπροστά στα µάτια µου.
𝟷𝟶 Αυγούστου 𝟸𝟶𝟸𝟷
𝟼 ηµέρες πριν από την παραγραφή του εγκλήµατος
𝟷.
Το διαδίκτυο αποδίδει στον Τολστόι έναν από τους διασηµότερους και σηµαντικότερους αφορισµούς της λογοτεχνίας: «Κάθε µεγάλο λογοτεχνικό έργο έχει στην καρδιά του µια από τις εξής δύο ιστορίες· είτε κάποιον που ξεκίνησε να πάει ταξίδι, είτε έναν άγνωστο που καταφτάνει σε µια πόλη». Και αν η έρευνά µου για την πηγή του συγκεκριµένου αποφθέγµατος αποδείχτηκε άκαρπη –και µάλιστα δηµιούργησε περισσότερες απορίες: είχε, άραγε, δίκιο ο Τολστόι ή όποιος άλλος είπε τη συγκεκριµένη φράση και ύστερα την απέδωσε στον µεγάλο δηµιουργό; Ή µήπως είχε δίκιο ο Λέµονι Σνίκετ, ο οποίος ισχυρίστηκε πως οι δύο αυτές ιστορίες είναι ουσιαστικά µία, µιας και, για να καταφτάσει κάποιος σε µια πόλη, σηµαίνει ότι πρώτα κίνησε να πάει ταξίδι;–, η εναρκτήρια φράση της Άννας Καρένινα γράφτηκε σίγουρα από τον Τολστόι: «Όλες οι ευτυχισµένες οικογένειες µοιάζουν µεταξύ τους. Κάθε δυστυχισµένη οικογένεια, όµως, είναι δυστυχισµένη µε τον δικό της τρόπο».
Η ιστορία αυτή αρχίζει µε µια οικογένεια δυστυχισµένη µε τον δικό της τρόπο, κάποιον που ξεκινάει να πάει ταξίδι και στη συνέχεια καταφτάνει σε µια πόλη.
Οι ρόδες του Airbus άγγιξαν τον διάδροµο προσγείωσης λίγο πριν από τις έξι το απόγευµα. Καθώς το αεροπλάνο που µόλις είχε φτάσει από Λονδίνο τροχοδροµούσε µε τελικό προορισµό τη φυσούνα, οι πιο ανυπόµονοι επιβάτες είχαν ήδη αρχίσει να λύνουν τις ζώνες τους, να ενεργοποιούν τα κινητά τους, να τσεκάρουν τα µηνύµατά τους και να σηκώνονται για να κατεβάσουν πρώτοι τις χειραποσκευές από τα ντουλάπια της καµπίνας, παρά τις ευγενικές εκκλήσεις και τη διακριτική δυσφορία των αεροσυνοδών.
Ο επιβάτης στη θέση 17F περίµενε υποµονετικά ώσπου το αεροπλάνο να ακινητοποιηθεί πλήρως και η καµπίνα να αδειάσει κατά το ήµισυ, προτού σηκωθεί, κατεβάσει τη µαύρη χειραποσκευή Diplomat από το ντουλάπι και διασχίσει τον διάδροµο, περνώντας µπροστά από ένα πλήρωµα µε γελαστά µάτια που τον ευχαρίστησε για την προτίµησή του.
Στη φυσούνα, η απότοµη μετάπτωση, από τις φιλικές για τον αυχένα και τη µέση του συνθήκες της καµπίνας στην αυγουστιάτικη ζέστη της Αθήνας, έκανε τον επιβάτη να µορφάσει κάτω από τη µάσκα ΚΝ95 που φορούσε, ενώ µια σταγόνα ιδρώτα ήρθε και στάθηκε στην καµπύλη των χειλιών του. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να προχωράει, σέρνοντας τη χειραποσκευή του, µέχρι τις κυλιόµενες σκάλες που τον µετέφεραν στον χώρο παραλαβής αποσκευών. Εκεί, στάθηκε ανάµεσα στους άγνωστους συνεπιβάτες του και περίµενε υποµονετικά τους υπαλλήλους να αδειάσουν σβέλτα την κοιλιά του αεροπλάνου από τις βαλίτσες που οι συνάδελφοί τους είχαν φορτώσει στο αεροδρόµιο αναχώρησης, κι έπειτα να τις ταΐσουν στον ιµάντα, ο οποίος θα τις επέστρεφε στους κατόχους τους.
«Λες να του ζητήσουμε να υπογράψει;»
«Άσε τον άνθρωπο, θα είναι κουρασμένος, άλλη όρεξη δεν έχει, νομίζεις, να υπογράψει το βιβλίο σου».
«Ποιος ξέρει πότε θα ξαναέχω την ευκαιρία, μωρέ;» Και ελάχιστα πιο ψιθυριστά: «Το ξέρεις πως μόλις πέθανε ο πατέρας του, έτσι;» Ο τόνος της φωνής χαμήλωσε λίγο ακόμα. «Αυτοκτόνησε».
Η πρώτη βαλίτσα βγήκε λίγο µετά τις έξι και µισή, για να ακολουθήσουν αμέσως κι άλλες. Χέρια ξεχώριζαν µέσα από το πλήθος και τις άρπαζαν, άλλες µε ευκολία, άλλες µε κόπο, ανάλογα το βάρος, σαν λιµασµένοι πελάτες που τσιµπάνε κινούµενα κοµµάτια σούσι από τους ιµάντες που διαθέτουν ορισµένα εστιατόρια ασιατικής κουζίνας. Ο επιβάτης της θέσης 17F στεκόταν µε σταυρωµένα χέρια µερικά βήµατα πίσω από τον φορτωµένο ιµάντα, χτυπώντας ρυθµικά το δεξί του πόδι, δίπλα στο οποίο είχε αφήσει τη µαύρη Diplomat. Προσπαθούσε να διατηρήσει την ουδέτερη έκφραση που µε τα χρόνια είχε καλλιεργήσει, καθώς άκουγε έναν άντρα και μια γυναίκα µερικά µέτρα παραδίπλα να µιλάνε δυνατότερα απ’ όσο πιθανότατα πίστευαν. Κάτι τέτοιες στιγµές σίγουρα ευχόταν να φορούσε τα γυαλιά ηλίου που είχε την κακή συνήθεια να ξεχνάει, να κρυβόταν πίσω από την ανωνυµία του χοντρού σκελετού και των σκουρόχρωµων φακών, συµπληρώνοντας το µερικό καµουφλάζ που παρείχε η ΚΝ95.
«Λες να του ζητήσουµε να υπογράψει;»
«Άσε τον άνθρωπο, θα είναι κουρασµένος, άλλη όρεξη δεν έχει, νοµίζεις, να υπογράψει το βιβλίο σου».
«Ποιος ξέρει πότε θα ξαναέχω την ευκαιρία, µωρέ;» Και ελάχιστα πιο ψιθυριστά: «Το ξέρεις πως µόλις πέθανε ο πατέρας του, έτσι;» Ο τόνος της φωνής χαµήλωσε λίγο ακόµα. «Αυτοκτόνησε».
Μια κοφτή ανάσα γέµισε το στόµα και ένα χέρι πήγε ενστικτωδώς να το καλύψει, αλλά βρήκε πάνω στη µάσκα και τινάχτηκε, σαν να είχε αγγίξει κάτι µολυσµένο. Πιθανότατα επειδή ήταν µολυσµένο.
«Ο πατέρας του, ε;» Κι αυτή η φωνή χαµήλωσε αισθητά, µιµούµενη την άλλη. «Λες να το έκανε αυτός τελικά; Και να αυτοκτόνησε από τις τύψεις; Σε λίγες µέρες κλείνουν... πόσα; Τριάντα τρία χρόνια;»
Προς µεγάλη του ανακούφιση, ο επιβάτης εντόπισε την ογκώδη βαλίτσα του στον ιµάντα και άρχισε να την πλησιάζει, σέρνοντας και την Diplomat στα ροδάκια της. Δεν είχε την υποµονή να περιµένει για τα περίπου τριάντα δευτερόλεπτα που θα χρειάζονταν µέχρι να περάσει από µπροστά του. Άσε που µπορεί ο άγνωστος αναγνώστης του να αποφάσιζε πως ήταν ή τώρα ή ποτέ και να έκανε την κίνησή του. Ψέλλισε µερικά τυπικά «συγγνώµη», πέρασε µπροστά από µια αραιή σειρά επιβατών, τράβηξε τη βαλίτσα και, αφού βεβαιώθηκε πως το όνοµα στην πλαστικοποιηµένη ετικέτα στο χερούλι ήταν το δικό του, άρχισε να σέρνει και τις δυο αποσκευές προς την έξοδο.
𝟸.
Οι συρόµενες πόρτες του τερµατικού σταθµού άνοιξαν αυτόµατα µπροστά του και, µε το που βγήκε έξω, ο Θέµης Αδάµ ένιωσε ένα δεύτερο σοκ απότοµης αλλαγής θερµοκρασίας, εντονότερο αυτή τη φορά. Το βαµβακερό του πουκάµισο κόλλησε στο δέρµα του, σαν να είχε προκληθεί απότοµα ένα κενό αέρος ανάµεσα στην πλάτη και το ύφασµα, αναγκάζοντάς τον να σταθεί για να βγάλει το ανοιχτό µπεζ λινό σακάκι του – τόσο απαραίτητο στις πολικές θερµοκρασίες του αεροπλάνου, αλλά εντελώς περιττό έξω από το αεροδρόµιο. Με την υγρασία σαν µια σφιχτή, ιδρωµένη αγκαλιά πάνω στο σώμα του, άνοιξε το βήµα για να προλάβει κάποιο από τα ταξί που βρίσκονταν παραταγµένα δίπλα στο πεζοδρόµιο.
Φόρτωσε με τη βοήθεια του ταξιτζή τη βαλίτσα στο πορτµπαγκάζ, ωστόσο τη χειραποσκευή την πήρε µαζί του στο πίσω κάθισµα. Αφού κάθισε και πληροφόρησε µονολεκτικά τον ταξιτζή για τον προορισµό του –«Ελευσίνα», χωρίς παρακαλώ–, άνοιξε το φερµουάρ της Diplomat κι από µέσα έβγαλε κι ακούμπησε στα γόνατά του ένα λάπτοπ. Η οθόνη άναψε και ένα κενό αρχείο Word τη γέµισε. Ο κέρσορας άρχισε να αναβοσβήνει επίµονα. Ο εφιάλτης κάθε συγγραφέα. Ο Θέµης προσπάθησε να αγνοήσει τις κλεφτές µατιές του ταξιτζή από τον µεσαίο καθρέφτη, όπως προσπαθούσε να αγνοήσει τους περίεργους που κρυφοκοίταζαν να δουν τι έγραφε στο καφέ, ή στο τρένο, ή οπουδήποτε αλλού εργαζόταν. Μόνο που αγνοούσαν ότι αυτό που έβλεπαν δεν ήταν µια κενή σελίδα, αλλά µια σελίδα χιλιοσβησµένη. Μόνο που στο Word το πλήκτρο delete δεν αφήνει ίχνη όπως η γόµα στο χαρτί. Δέκα χιλιάδες λέξεις µπορούν να διαγραφούν έτσι απλά, αφήνοντας πίσω λευκά πίξελ. Σαν να µην υπήρξαν ποτέ, παρά µόνο στο µυαλό του δηµιουργού τους: κάθε σβησµένη λέξη και μια µικρή αποτυχία. Μια χαµένη ευκαιρία.
Ο Θέµης άνοιξε το δεύτερο παράθυρο Word στην µπάρα εργασιών, το αρχείο µε τις σηµειώσεις του. Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει υλικό άνω των πενήντα χιλιάδων λέξεων, κι από κει θα γεννιόταν το βιβλίο που πάσχιζε να γράψει από την αρχή της περασµένης χρονιάς και είχε συλλάβει από την προπροηγούµενη. Το πρότζεκτ ήταν πραγµατικά φιλόδοξο: στο δεύτερο βιβλίο του, ο Θέµης θα κάλυπτε µια από τις πιο προβεβληµένες υποθέσεις της περασµένης εικοσαετίας, γνωστή στα ΜΜΕ ως «εξαφάνιση του μιλένιουµ», παρόλο που έγινε έναν χρόνο μετά την αλλαγή της χιλιετίας – πιθανότατα η Αγγελική Σταµάτη, η δηµοσιογράφος που είχε ασχοληθεί όσο κανείς µε την υπόθεση, πίστευε ότι αυτή η ονοµασία θα συγκινούσε περισσότερο το κοινό. Και δεν είχε άδικο.
Τα δάχτυλά του άρχισαν να πατάνε τα πλήκτρα διστακτικά, γράφοντας, σβήνοντας, προτού συνεχίσουν µε αυτοπεποίθηση. Ο ταξιτζής µάλλον βαριόταν –ίσως είχε προηγηθεί ένα σερί αµίλητων επιβατών– και προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα, αλλά ο Θέµης δεν ενδιαφερόταν να ακούσει για τη συνωµοσία των εµβολίων, ούτε προβλέψεις περί επικείµενων εκλογών, ούτε για το θερµό επεισόδιο που προσπαθούν να στήσουν οι εξ ανατολών γείτονες στο Αιγαίο. Μόλις το κατάλαβε, ο ταξιτζής τηλεφώνησε σε κάποιο φίλο του που σίγουρα θα είχε περισσότερη όρεξη για συζήτηση.
Εάν επρόκειτο για σύντοµη επίσκεψη, πιθανότατα ο Θέμης δεν θα είχε ενημερώσει κανέναν. Θα ερχόταν, θα έµενε µερικές ηµέρες ινκόγκνιτο κι έπειτα θα έπαιρνε το αεροπλάνο της επιστροφής για το Λονδίνο. Ωστόσο, αυτή τη φορά τα πράγµατα ήταν διαφορετικά. Ο Θέµης είχε αρχίσει να αισθάνεται την έλξη του νόστου, όπως αµέτρητοι άλλοι στο παρελθόν, άνθρωποι που μοιράζονταν μαζί του τον δεσµό µε την Ελλάδα και τόσα χρόνια απουσίας στο εξωτερικό. Είκοσι τρία χρόνια. Σχεδόν τη µισή του ζωή. Η επιστροφή στριφογύριζε στο µυαλό του εδώ και καιρό, ειδικά μετά την επισηµοποίηση του Brexit, όπως κάθε µεγάλη αλλαγή όμως, έτσι κι αυτή έπρεπε να περιμένει τη σωστή στιγµή. Ή µια ευκαιρία. Η οποία του φανερώθηκε δυο µέρες νωρίτερα, όταν τον βρήκαν τα νέα της αυτοκτονίας του πατέρα του. Φαντάζοµαι τον Θέµη να καγχάζει από µέσα του µε την ειρωνεία: µια αυτοκτονία σηµάδεψε την πρώτη του χρονιά στην Αγγλία, το 1998, µια δεύτερη του έδινε την ευκαιρία να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έπειτα, ζύγισε µε προσοχή τα δεδοµένα και πήρε την απόφαση, την οποία ωστόσο δεν θα ανακοίνωνε σε κανέναν, τουλάχιστον µέχρι να κηδευτεί ο πατέρας του και να τακτοποιηθούν τα κληρονοµικά, ένα βασικό μέρος του σχεδίου που είχε στο µυαλό του. Περισσότερο διαδικαστικό, βέβαια.
Στο ενδιάµεσο σκόπευε να µείνει στον Πύργο της Ελευσίνας, το πατρικό του, και να ολοκληρώσει το βιβλίο που τον ταλάνιζε εδώ και δυο χρόνια. Παράλληλα, θα έβαζε μπροστά τη διαδικασία ανακαίνισης του σπιτιού. Είχε χρόνια να το επισκεφτεί και ήταν σίγουρος πως δεν θα βρισκόταν στην καλύτερη κατάσταση. Αμφέβαλλε πως ο πατέρας του ήταν σε θέση να το φροντίζει. Θα έπρεπε να ξεφορτωθεί τα περισσότερα πράγµατα, να κρατήσει μόνο όσα θα έδιναν στο σπίτι τον χαρακτήρα που ήθελε. Θα τον καθοδηγούσε η διακοσµήτρια, άλλωστε. Και, αν τα έπιπλα αντίκες ήταν περισσότερο παλιακά παρά βίντατζ, αν δεν ήταν στο στιλ που άρεσε στους χίπστερ τουρίστες µε τα καρό πουκάµισα, τις πανάκριβες φωτογραφικές που κρέμονταν απ’ τον λαιµό και τα πολύχρωµα τατουάζ που κάλυπταν τους πήχεις µέχρι τους καρπούς, τότε υπήρχαν εταιρείες που αναλάµβαναν την επίπλωση χώρων προορισμένων να µετατραπούν σε λουξ Airbnb.