
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Σικελικό ειδύλλιο», το οποίο κυκλοφορεί στις 28 Μαΐου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κοντσέττα
Το απομεσήμερο που πυροβόλησαν τον Λούκα Ντε Ματέις στον επαρχιακό δρόμο για την Πιανούρα Γκράντε, περνούσε απ’ το τρίστρατο ο Τονίνο, μαζί με το γαϊδουράκι του. Ο γάιδαρος, που ο Τονίνο τον είχε βαφτίσει Καρμελόνε από το όνομα του διάσημου ποδοσφαιριστή Καρμέλο ντι Μπέλλα, ήταν φορτωμένος με δυο σακιά πατάτες. Τον πέτυχε μια σφαίρα, μπορεί και δύο. Όχι τον γάιδαρο· τον Τονίνο: ο γάιδαρος σώθηκε· οι καραμπινιέροι τον έφεραν πίσω στο χωριό και τον παρέδωσαν στη μάνα του νεκρού. Ήταν η δεύτερη μέρα του Πάσχα του ’57· 21 Απριλίου. Λίγες ώρες νωρίτερα άγνωστοι δολοφόνησαν τον συνδικαλιστή Καλότζερο Λαουρίνι, που ζούσε από χρόνια στο Παλέρμο, αλλά είχε πάει στην Πιανούρα Γκράντε για τη Μεγάλη Εβδομάδα – εμείς, στο χωριό, γι’ αυτόν τον φόνο μάθαμε την επόμενη μέρα: οι εφημερίδες αργούν νά ’ρθουν στο Ριβοντόρο· το υπεραστικό που τις φέρνει περνάει δυο φορές την εβδομάδα. Τις υπόλοιπες μέρες κάνει στάση στη δημοσιά, πέντε χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό, και συνεχίζει μέχρι την Καλτανισσέττα. Στις περασμένες περιφερειακές εκλογές είπαν πως θα φτιάξουνε τον δρόμο, προς το παρόν όμως είναι χωματόδρομος και το κομμάτι στην περιοχή της λίμνης είναι δύσβατο· οι ντόπιοι τον λένε κακοστρατιά: σ’ αυτόν τον χωματόδρομο βρέθηκε ο Ντε Ματέις, τρυπημένος από σφαίρες μέσα στο Φιατάκι του, κι ο Τονίνο, μισοθαμμένος κάτω απ’ τις πατάτες, αιμόφυρτος κι αυτός. Μortissimo, πολύ νεκρός, όπως είπαν οι Ριβοντοραίοι. Όσο για το Φιατάκι, ήταν ζωγραφισμένο σαν σικελικό κάρο, λουλουδάκια και φιγούρες σε παρδαλά χρώματα. Είτε ο Ντε Ματέις είχε ζωγραφίσει το αυτοκίνητο μοναχός του μόλις μια μέρα νωρίτερα, είτε το είχε αναθέσει σε καλλιτέχνη κάρων. Κανείς μας δεν είχε προλάβει να το δει τρικολόρε σαν σικελικό αραμπά.
Ήταν διπλή δολοφονία που έγινε τριπλή. Τον Λαουρίνι τον πυροβόλησαν τη νύχτα του Πάσχα λίγο μετά την Ανάσταση, σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι της Πιανούρα Γκράντε· δεν ξέρω λεπτομέρειες. Λένε πως χρησιμοποίησαν δίκαννο, από εκείνα που έχουν οι χωρικοί για να σκοτώνουν λύκους – ο Λαουρίνι γύριζε στο σπίτι του κρατώντας το αναμμένο κερί της Ανάστασης. Ακόμα και οι φήμες κυκλοφορούν με καθυστέρηση· ο κόσμος στο Ριβοντόρο, και ίσως σ’ ολόκληρη τη δυτική Σικελία, φοβάται να μιλήσει – δηλαδή φοβάται να μιλήσει δυνατά, γιατί από ψιθύρους και μουρμουρητά άλλο τίποτα. Ο Ντε Ματέις μού είχε πει πως, απ’ όλους τους Ιταλούς, οι Πιεμοντέζοι, οι Σαρδήνιοι κι εμείς οι Σικελοί μιλάμε χαμηλόφωνα· όχι επειδή έχουμε καλούς τρόπους –δεν έχουμε–, αλλά επειδή είμαστε καχύποπτοι και ύποπτοι· ψιθυρίζουμε, είπε ο Ντε Ματέις, σαν τον χρυσοχόο που πασάρει στον πελάτη ένα χαλίκι για πολύτιμο λίθο. Γι’ αυτό το μόνο που ξέρω είναι πως ο Λαουρίνι ήταν κομμουνιστής που προσπαθούσε να οργανώσει τους αγρότες, αλλά δεν είμαι σίγουρη για ποιο σκοπό. Όταν γίνονται συγκεντρώσεις στις πλατείες και βγάζουν λόγους οι συνδικαλιστές, ο θείος Βίτο λέει: «Μα τι θέλουν επιτέλους; Έγινε ή δεν έγινε η αγροτική μεταρρύθμισις;». Κι απαντάει μοναχός του: «Έγινε! Δεν επρόλαβε να την κάμει ο Μουσσολίνι –πώς να προλάβει αφού τον εφάγατε;– αλλά έγινε· τα λατιφούντια εκόπησαν εις φέτας ωσάν ναπολετάνικη πίτσα!». Ο θείος Βίτο ήταν και παραμένει μεγάλος θαυμαστής του Μουσσολίνι, οπότε δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη. Απ’ όσα λέει, σε καθαρευουσιάνικα ιταλικά της Φλωρεντίας, δεν βγάζω άκρη ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά συνήθως νομίζω πως άδικο έχει ο θείος Βίτο.
Όταν γίνονται συγκεντρώσεις στις πλατείες και βγάζουν λόγους οι συνδικαλιστές, ο θείος Βίτο λέει: «Μα τι θέλουν επιτέλους; Έγινε ή δεν έγινε η αγροτική μεταρρύθμισις;». Κι απαντάει μοναχός του: «Έγινε! Δεν επρόλαβε να την κάμει ο Μουσσολίνι –πώς να προλάβει αφού τον εφάγατε;– αλλά έγινε· τα λατιφούντια εκόπησαν εις φέτας ωσάν ναπολετάνικη πίτσα!».
Θα μάθαινα περισσότερα για τον θάνατο του Τονίνο, που ήταν συγχωριανός μας, αν υπήρχε κάτι να μάθω – αλλά δεν υπήρχε τίποτα: ο Τονίνο έφερνε πατάτες απ’ το χωράφι για να τις ψήσει η μάνα του στον φούρνο. Κανονικά, ο Τονίνο, που ήταν ενάμιση χρόνο μεγαλύτερός μου, έπρεπε να υπηρετεί στον στρατό, πήρε όμως απαλλαγή επειδή τον καιρό του πολέμου είχε περάσει φθίση· και παρότι φαινόταν μια χαρά από υγεία, του ’χε κολλήσει η ρετσινιά του χτικιάρη. Αν τον είχαν δεχτεί φαντάρο, τώρα θα ζούσε. Στη φωτογραφία που είδα στην εφημερίδα «Η ώρα» στο περίπτερο της πλατείας Βιττόριο Εμανουέλε, ήταν πεσμένος μπρούμυτα ανάμεσα στις πατάτες· κι ο Λούκα Ντε Ματέις έμοιαζε σαν να ’χε αποκοιμηθεί στο τιμόνι· το πουκάμισό του ήταν καταματωμένο και το αυτοκίνητο γεμάτο τρύπες: φαίνονταν μαύρες ανάμεσα στα πολύχρωμα σχέδια της λαμαρίνας. Οι εφημερίδες ήταν κρεμασμένες με μανταλάκια· οι Ριβοντοραίοι δεν τις αγοράζουν, τις ξεφυλλίζουν όρθιοι. Οι περισσότερες είναι αθλητικές, αλλά για δυο τρεις μέρες μετά τις δολοφονίες ακόμα και οι αθλητικές είχαν στην πρώτη σελίδα «τα αιματηρά γεγονότα στο Ριβοντόρο και στην Πιανούρα Γκράντε».
Φωτογραφία του νεκρού Λαουρίνι δεν είδα· ίσως αυτό το πτώμα να ήταν υπερβολικά άσχημο θέαμα. Η «Ώρα» είχε μια ολοσέλιδη φωτογραφία του όταν ήταν ζωντανός, με φόντο έναν μισογκρεμισμένο τοίχο όπου ήταν γραμμένο το σύνθημα ΣΤΕΓΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ΓΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ. Θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι η μαφία δεν τσιγκουνευόταν τις σφαίρες – κανείς όμως δεν μιλούσε για τη μαφία· έλεγαν «τον πυροβόλησαν», «βρέθηκε το πτώμα», «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», χωρίς να κάνουν νύξη για τους ενόχους. Η τοπική εφημερίδα, ο «Κήρυκας», είχε τίτλο ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΠΑΣΧΑ· δεν ξέρω τι έγραφε το άρθρο από κάτω· μπροστά στο περίπτερο στέκονταν ένα σωρό Ριβοντοραίοι και διάβαζαν την εφημερίδα ψιθυρίζοντας μεταξύ τους. Δεν μπόρεσα να πλησιάσω για να διαβάσω κι εγώ. Κι εξάλλου έχω μυωπία, ή κάποια άλλη πάθηση των ματιών, και δεν καλοβλέπω από μακριά. Από κοντά όμως βλέπω.
Οι Ριβοντοραίοι αναρωτιούνταν τι σκάρωνε ο Ντε Ματέις στον δρόμο για την Πιανούρα Γκράντε «μέρα μεσημέρι» δεύτερη μέρα του Πάσχα, λες κι υπάρχει νύχτα μεσημέρι, ή λες και το Πάσχα πρέπει να μένεις κάπου ακίνητος, αλλιώς πας φιρί φιρί να σε φάνε λάχανο. Ο Ντε Ματέις, που έτυχε να τον γνωρίσω –δούλευα καθαρίστρια στο αστυνομικό τμήμα– και που ο θάνατός του μου προκάλεσε βαθιά δυστυχία, δεν έμενε ποτέ ακίνητος, γι’ αυτό, όπως είπαν, «το ’φαγε το κεφάλι του». Για τον Τονίνο είπαν ότι ήταν «η κακιά η ώρα», ότι το παιδί παραήταν άτυχο και κρίμα· ήθελα να φωνάξω σε όλους ότι δεν ήταν η τύχη που τον είχε σκοτώσει, ούτε ότι ο Τονίνο ήταν άτυχος από γεννησιμιού του μόνο και μόνο επειδή είχε κάποτε αρρωστήσει από φθίση. Άτυχος είναι όποιος πεθαίνει απ’ τη φθίση, όχι όποιος γίνεται καλά. Κι εξάλλου, τα περασμένα Χριστούγεννα, ο Τονίνο είχε κερδίσει χίλιες λίρες στο Προπό, στην τόμπολα ή στο παιχνίδι με τους αριθμούς: δεν ήταν πολλά λεφτά, έδειχναν όμως πως ήταν τυχερός με τον τρόπο του. Έλεγε πως έπαιζε Προπό για να σώσει την οικογένειά του από τη φτώχεια. Και μια άλλη φορά πριν από πολύ καιρό, ένα πρωί που βάδιζε στο χωράφι πίσω απ’ τον γάιδαρο –όχι τον Καρμελόνε, έναν άλλον–, γλίτωσε από νάρκη. Η νάρκη έσκασε κάνοντας κομματάκια τον γάιδαρο, το παιδί όμως σώθηκε. Μετά απ’ αυτό το περιστατικό, μας έλεγαν να προσέχουμε τις νάρκες στα χωράφια. Πώς να τις προσέχουμε; Χρειαζόμασταν γάιδαρο να πηγαίνει μπροστά. Στην κηδεία του στο κοιμητήρι της Ιερής Καρδιάς, ο νονός του μας είπε δυο λόγια σαν νεκρολογία· πως, όταν ήταν μικρότερος, η μάνα του του έφτιαχνε κάθε πρωί τη χωρίστρα λες και ήταν Κυριακή – το πρωί πήγαινε στο πατατοχώραφο καθαρός και καλοχτενισμένος και το βράδυ γύρναγε βρόμικος και αναμαλλιασμένος. «Καλό παιδί» ψιθύριζε το εκκλησίασμα «όταν ήτανε μικρός μοίραζε τις εφημερίδες που έφερνε το υπεραστικό». Αλλά, εκτός απ’ τη μάνα του που οδυρόταν κι ήθελε να πέσει στον τάφο, οι περισσότεροι έδειχναν αφηρημένοι· είχαν άλλες σκοτούρες. Ο Ντε Ματέις έλεγε πως από μας τους Σικελούς λείπει η συμπόνια κι ότι για τη σκληρότητά μας δεν φταίει η φτώχεια αλλά το σκοτάδι της ψυχής μας. Είχα τυφλή εμπιστοσύνη στον Ντε Ματέις· έλεγε πράγματα που δεν είχα ξανακούσει και που έβγαζαν νόημα αν τα καλοσκεφτόσουν.
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ. Είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων. Έχει κάνει μεταδιδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα. Μεταφράζει από τέσσερις γλώσσες και αρθρογραφεί στον Τύπο. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα έργα της: Το εργοστάσιο των μολυβιών (2000), Φτωχή Μάργκο (2001), Άλμπατρος (2003), Συγχώρεση (2005), Κινέζικα κουτιά (2006), Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης (2008), Λίγο από το αίμα σου (2008), Ο χρόνος πάλι (2009), Αύριο, μια άλλη χώρα (2009), Ο υπόγειος ουρανός (2010), Για την αγάπη της γεωμετρίας (2011), Σπάνιες γαίες (2013), Μηχανικοί καταρράκτες (2014), Γράμμα από την Αλάσκα (2015), Αστραφτερά πεδία (2016), Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο (2017, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας), Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό (2019), Σικελικό ειδύλλιο (2021), καθώς και τα δοκίμια Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος (σε συνεργασία με τον Ηλία Ιωακείμογλου, 2003), Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής (2012), Πλουραλισμός, πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση (2015), Μόνοι στον κόσμο: Ευρωπαίοι συγγραφείς, αντιαμερικανισμός και αμερικανική μοναξιά (2019). Επίσης έχει γράψει βιβλία για παιδιά και νέους: Γράμμα από έναν δράκο (2005), Αφρικανικό ημερολόγιο (2008), Η Μιλένα και το φρικτό ψάρι (2011), Η Μαριόν στ’ ασημένια νησιά και στα κόκκινα δάση (αναθεωρημένη έκδοση 2014), Οι αρχαίοι Έλληνες χώνουν τη μύτη τους παντού (2015), Οι αρχαίοι Έλληνες χώνουν τη μύτη τους παντού (ξανά) (2016), Μιλώντας για την Έκφραση-Έκθεση (2017).