Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου «Τρικυμίες παθών – Τα νεανικά χρόνια του Κοραή στο Άμστερνταμ», που θα κυκλοφορήσει στις 17 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Μεταλλαγήν τόσον εις τα ρούχα, ωσάν και εις την έπαρσιν».
Σταμάτης Πέτρου, Γράμματα από το Άμστερνταμ
Καθρέφτης δεν υπήρχε στην κάμαρά του, όμως ένας καθρέφτης έστεκε στον κοινόχρηστο χώρο της σάλας και τον μετέφερε μυστικά στο δωμάτιό του για να μελετήσει απερίσπαστος την καινούργια του αμφίεση. Ήθελε πριν αποτολμήσει την έξοδό του να εξοικειωθεί με τα ενδύματα που του είχε φέρει ο ράφτης. Τα άπλωσε πάνω στην κλίνη και τα περιεργάστηκε για ώρα πολλή. Δυο φορεσιές από μετάξι και λινό, ένα μπροκάρ και ένα γούνινο πανωφόρι, ένα γιλέκο με χρυσοκέντητο το μονόγραμμά του και υποδήματα από μαλακό σαν βελούδο δέρμα με μια μεγάλη χρυσή αγκράφα. Αυτή η εμφάνιση θα ξένιζε όσους τον ήξεραν αλλά θα χαροποιούσε ιδιαίτερα την Κορνηλία. Κλειδαμπάρωσε την πόρτα της κάμαράς του. Αυτός που έβλεπε ήταν ένας άλλος άνθρωπος, κομψός, περήφανος, έτοιμος να περιηγηθεί την πόλη, ψηλότερος, ευρύστερνος, ακόμα και το χλομό του δέρμα πήρε μιαν άλλη απόχρωση, λαμπρύτερη, καμία ομοιότητα με την άχρωμη θωριά του ταπεινού Ρωμιού, το παράστημά του θύμιζε καλοζωισμένο Ευρωπαίο. Και μόλις έριξε πάνω του το γούνινο πανωφόρι, αυτός που τον κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος, νέος, ωραίος και επαρκής, ικανός να αναμετρηθεί με τον κόσμο, να συνδιαλλαγεί μαζί του επί ίσοις όροις, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους ντόπιους και τους Παριζιάνους. Και εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε πως συντελούνταν εκεί μπροστά του η μεταβολή, η ριζική μεταβολή, γινόταν ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει, ένας κοσμοπολίτης που αποτίναζε από πάνω του τον ζυγό που είχε υπομείνει μέχρι σήμερα. Από τούδε και στο εξής θα έβαζε τα δυνατά του να μην τον προδώσει, να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών του, και ναι, για πρώτη φορά ένιωσε άτομο με χαρακτήρα και προσωπικότητα που είχε τις δικές του φιλοδοξίες και, όταν ο ίδιος έκρινε ότι ήταν απαραίτητο, θα μπορούσε ακόμα και να επιβάλει τη γνώμη του.
Και μόλις έριξε πάνω του το γούνινο πανωφόρι, αυτός που τον κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος, νέος, ωραίος και επαρκής, ικανός να αναμετρηθεί με τον κόσμο, να συνδιαλλαγεί μαζί του επί ίσοις όροις, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους ντόπιους και τους Παριζιάνους.
Μια δυο ενδύθηκε τη νέα του περιβολή, φόρεσε την περούκα και έριξε στους ώμους το γούνινο πανωφόρι, που μετά την πατατούκα το αισθανόταν μαλακό και ζεστό πάνω στο σώμα του. Παραφύλαξε μέχρι να δει τον Σταμάτη να φεύγει για τον εσπερινό και ξεγλίστρησε έξω από το σπίτι με το μπαστούνι και το σπαθί ζωσμένο στη μέση του. Είχε στείλει ένα ραβασάκι στην Κορνηλία πως θα περνούσε από το σπίτι της και πως, αν ήθελε, μπορούσε να τη συνοδεύσει στον περίπατο, «αρματωμένος» – έτσι της έγραψε και εννοούσε, φυσικά, ότι είχε επιτέλους παραλάβει την καινούργια του φορεσιά.