Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη «Θέα Ακρόπολη», που κυκλοφορεί στις 31 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το πρόβλημά της για σήμερα ήταν αυτή η εκπαιδευόμενη, η βδέλλα, το κολλητήρι, συνεχώς πίσω της από την προηγούμενη μέρα∙ την είχαν στείλει δίπλα της να δει πώς δουλεύουν οι καμαριέρες, για μια βδομάδα λέει, να μάθει λίγο από όλα τα πόστα του ξενοδοχείου για όταν θα γινόταν στέλεχος, δηλαδή κάποια μέρα σύντομα. Η Θέκλα κατάλαβε πως η μικρή είχε γερό «δόντι» και δεν θ' αργούσε να πιάσει υψηλή θέση, καμία άλλη δεν της είχαν στείλει από όσες προορίζονταν για στελέχη.
Κοίτα, κοίτα πώς την παρακολουθούσε καθώς έστρωνε το κρεβάτι, σαν να έβλεπε εξωγήινο, μα καλά, δεν ήξερε τι είναι το Ajax, «φστ φστ, τα κάνει αόρατα» της είπε, «ποια;» τη ρώτησε η άλλη· αυτό ήταν, είχε καταλήξει πλέον η Θέκλα, ήταν και η εκπαιδευόμενη ένας άνθρωπος έξω από τη ζωή, σαν κάποιους πελάτες του ξενοδοχείου.
«Χμ...» έκανε η εκπαιδευόμενη και πήρε ένα στοχαστικό ύφος, βάζοντας τα λερωμένα σεντόνια σε μια μαύρη πλαστική σακούλα σαν να εξαφάνιζε μια χιονοστιβάδα σε κάποια μαύρη τρύπα. «Κανείς δεν μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο. Ούτε καν οι ζωγράφοι» είπε ύστερα από λίγο με σιγουριά.
«Εγώ πάντως γι' αυτούς τους πίνακες δουλεύω εδώ. Και για τη θέα στην Ακρόπολη» είπε η Θέκλα.
«Τι σκέφτεσαι, Θέκλα;» τη ρώτησε η εκπαιδευόμενη μόλις έστρωσε το κρεβάτι του 701.
«Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γι' αυτούς τους πίνακες στα δωμάτια;»
Η άλλη την κοίταξε στην αρχή σαν χαμένη, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση μπορεί να είχε η καμαριέρα του έβδομου με τους πίνακες.
«Είναι αντίγραφα φυσικά» έκανε αμήχανη.
«Όχι, εννοώ για τoυς ζωγράφους. Μπορεί να ήθελαν ν' αλλάξουν τον κόσμο. Γι' αυτό να ζωγράφιζαν».
«Χμ...» έκανε η εκπαιδευόμενη και πήρε ένα στοχαστικό ύφος, βάζοντας τα λερωμένα σεντόνια σε μια μαύρη πλαστική σακούλα σαν να εξαφάνιζε μια χιονοστιβάδα σε κάποια μαύρη τρύπα. «Κανείς δεν μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο. Ούτε καν οι ζωγράφοι» είπε ύστερα από λίγο με σιγουριά.
«Εγώ πάντως γι' αυτούς τους πίνακες δουλεύω εδώ. Και για τη θέα στην Ακρόπολη» είπε η Θέκλα.
«Δεν σ' αρέσει η δουλειά που κάνεις;»
«Το ξέρεις ότι η λέξη "δουλειά" βγαίνει από τη λέξη "δουλεία";» ρώτησε η Θέκλα, αποφεύγοντας να απαντήσει.
«Πού το ξέρεις;»
«Μου το είπε η δικηγόρος μου. Αν είχα λίγα λεφτά, θα πήγαινα συνέχεια σε γραφεία δικηγόρων να μιλάω μαζί τους, ξέρουν πολλά αυτοί για τη ζωή. Όλα είναι πιο εύκολα αν έχεις λίγα λεφτά».
Δεν της είπε όμως τι άλλο έκανε στον έβδομο κάθε δυο μήνες. Κάθε δυο μήνες η Θέκλα έκανε έρωτα με τον Πριβάλοφ, μετά έμπαινε στα άδεια δωμάτια του ορόφου και άλλαζε τους πίνακες. Το έκανε αυτό έτσι, σαν επανάσταση, σαν να όριζε μ' αυτόν τον τρόπο την κυριαρχία της, σαν ο όροφος να ήταν δικός της. Σήμερα όμως δεν μπορούσε να το κάνει γιατί ήταν δίπλα της η «βδέλλα», το «κολλητήρι». Όταν της ερχόταν αυτή η παρόρμηση, οι πίνακες άλλαζαν δωμάτια, κυκλοφορούσαν σαν να διάλεγαν οι ίδιοι τους πελάτες, στη θέση του ελαιώνα η Θέκλα έβαζε τη θαλασσογραφία και τούμπαλιν, άλλαζε τις νεκρές φύσεις με τους καταπράσινους βασιλικούς και τα έλατα. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι, ούτε η υπεύθυνη ορόφου ούτε η άλλη καμαριέρα του έβδομου, η κακομοίρα η Φώφη, που δούλευε χωρίς να κοιτάει γύρω της, σαν αόμματη. Σ' έναν πίνακα, ωστόσο, δεν τολμούσε να αλλάξει θέση. Ήταν «Η προσμονή» του Λύτρα, του Νικηφόρου Λύτρα από το νησί της, ο πίνακας φάτσα στο ασανσέρ των πελατών, ο οποίος στόλιζε και το γραφείο του γυμνασιάρχη στο σχολείο της στην Τήνο.
«Το αποσμητικό;» ρώτησε η εκπαιδευόμενη τη Θέκλα μόλις την είδε στην είσοδο του δωματίου 715.
«Στο κάτω ράφι δεξιά, στο καρότσι μου».
«Δεν είναι. Πριν λίγο κοίταξα».
«Πάντα εκεί ήταν και πάντα εκεί θα είναι».
Η εκπαιδευόμενη, σκεφτική, ξανάψαξε το καρότσι έξω από το δωμάτιο. Το ακριβό φόρεμα δεν μπορούσε να κρύψει το σώμα της, τις χοντρές γάμπες και τη φαρδιά μέση.
«Ναι, εδώ ήταν. Στραβωμάρα».
Αν έκανε αυτή τη δουλειά για λίγο καιρό ακόμα, η μικρή θα καταλάβαινε τους κανόνες και τη μαγεία του αυτοματισμού. Σαράντα λεπτά το δωμάτιο αναχώρησης, είκοσι λεπτά το δωμάτιο παραμονής. Ολόκληρη επιστήμη.
«Φστ φστ, τα κάνει αόρατα» μουρμούρισε η Θέκλα.
Η εκπαιδευόμενη την κοίταξε αποσβολωμένη. Της άρεσε της Θέκλας να την πειράζει. Να της το παίζει σπουδαία. Ήταν σπουδαία. Καθάριζε δωμάτια αναχωρήσεων, τριάντα τετραγωνικών, σε λιγότερο από σαράντα λεπτά. Έσπαγε το προσωπικό της ρεκόρ κάθε τόσο. Κάθε τομέας και τον πρωταθλητή του.
«Μου ξέφυγε ένα μικρό σκουλαρίκι» είπε η Θέκλα χαμογελώντας στην κοπέλα σχεδόν χαρούμενα.
«Πού;»
«Να, κοίτα. Κάτω από το τραπεζάκι, δίπλα στην καρέκλα».
«Πώς το είδες;» ρώτησε η μικρή αφού σήκωσε το σκουλαρίκι με προσοχή, σαν να σήκωνε νεογέννητο ζωάκι.
«Είμαι ειδική στο να εντοπίζω μικρά αντικείμενα».
«Τώρα;» ρώτησε η εκπαιδευόμενη με πονηρό ύφος.
«Τώρα, θα το κρατήσουν στα Lost and Found για έξι μήνες. Αν δεν το ζητήσει η πελάτισσα ή αν δεν τη βρουν, θα γίνει δικό μου».
«Είναι ακριβό» είπε η μικρή. Ζολώτας, σκέφτηκε. Χρυσό με σμαράγδι, περσινή κολεξιόν. Ήθελε να το πει στη Θέκλα, αλλά δεν το είπε.
«Τότε, θα το ζητήσουν. Είναι η ώρα του γεύματος. Συνεχίζουμε μετά. Και μην ξανακλείσεις την πόρτα όταν καθαρίζω ένα δωμάτιο. Πάντα ανοιχτές οι πόρτες, κανόνας. Α, και δώσε στην υπεύθυνη ορόφου αναφορά. Έτοιμο το 715. Τα λέμε κάτω».