
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Τρύφωνα Ζαχαριάδη «Το δαχτυλίδι της κυρίας Αλίξ», που κυκλοφορεί στις 5 Ιουλίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Το «πρόσεχε» του Ανδρέα, την έβγαλε από τα νερά της. Άναψε τσιγάρο σχηματίζοντας δαχτυλίδια. Ανακάτεψε στο λαιμό καπνό και πνιγμένες φωνές. Δεν υπάρχουν περιθώρια για πισωγυρίσματα. Ξεκίνησε πάλι να βάζει σε σειρά τα γεγονότα. «Μου είπε τότε την ιστορία. Την άκουσα σαν παραμύθι. Δεν λέω ότι δεν μου έκανε εντύπωση, αλλά δεν την πήρα και τοις μετρητοίς. Όταν χωρίσαμε, αφαίρεσα το δαχτυλίδι από τη στεφανοθήκη. Δεν το πήρα για την αξία του. Το πήρα για όσα σήμαινε στην ψυχή του. Το έβαλα στη θυρίδα για πρακτικούς λόγους. Στην Ιταλία, τον πρώτο καιρό, άλλαζα τα σπίτια σαν πουκάμισα. Αναζητούσα ευάερους και ευήλιους χώρους! Σημαντικά χαρτιά και το δαχτυλίδι ταχτοποιήθηκαν στην Τράπεζα. Κάποια στιγμή έπρεπε να το γυρίσω πίσω. Ήθελα να το εξασφαλίσω. Πέρασαν χρόνια. Σχεδόν ξέχασα ότι υπήρχε! Μου βγήκαν διάφορα…
Πώς να χωρέσει στο κεφάλι μου ότι το δαχτυλίδι ανήκει στη γυναίκα που βασίλεψε με τον Νικόλαο σε μιαν αυτοκρατορία; Η ιστορία έριξε πολύ μελάνι για πάρτη τους! Τις συνέπειες τις παίρνω είδηση τώρα. Το παιχνίδι με όσους ενδιαφέρονται έχει περίεργες διαδρομές.
Πρόσφατα, που άρχισα σκέψεις για επανασύνδεση, συνειδητοποίησα τις διαστάσεις της πράξης μου. Το άνοιγμα των σπιτιών μας δείχνει ότι όσα τού αφηγήθηκε η γιαγιά του είναι αλήθεια. Πώς να χωρέσει στο κεφάλι μου ότι το δαχτυλίδι ανήκει στη γυναίκα που βασίλεψε με τον Νικόλαο σε μιαν αυτοκρατορία; Η ιστορία έριξε πολύ μελάνι για πάρτη τους! Τις συνέπειες τις παίρνω είδηση τώρα. Το παιχνίδι με όσους ενδιαφέρονται έχει περίεργες διαδρομές. Από το σπίτι του Ανδρέα κλέβουν μόνο το γράμμα μου… Διάρρηξη για το γράμμα ή το βρήκαν τυχαία; Οι ίδιοι έκαναν φύλο και φτερό και το δικό μου διαμέρισμα; Αυτοί είναι πολλοί και λειτουργούνμε σχέδιο. Εγώ κινούμαι όπως-όπως. Ο Ανδρέας λέει να φοβάμαι και τη σκιά μου. Έχει δίκιο, αλλά δεν γίνεται να μην επιστρέψω στα χέρια του το δαχτυλίδι. Μ’ έχουν στο στόχαστρο. Αν με την διάρρηξη τοποθέτησαν κάτι στο σπίτι για να με παρακολουθούν, είμαι εκτεθειμένη. Ξέρουν τα πάντα!» Η Κίρκη ανέβασε τους τόνους. Αρνιόταν να βάλει φρένο. Ίδρωσε. Η προσμονή τού αύριο την πανικόβαλλε. «Με κυνηγούν μυστικές υπηρεσίες! Ούτε μπορώ να σκεφτώ. Όλα μαρτυρούν μπλέξιμο. Ξέρουν ότι το έχω. Παρακολουθούν κάθε μου βήμα. Αν νομίζουν ότι το κουβαλάω πάνω μου, θα με στριμώξουν σε καμιά γωνιά κι άντε να γλιτώσω». Έφτιαξε σενάρια.
«Αν με αρπάξουν στο δρόμο; Αν με ναρκώσουν και με μεταφέρουν όπου θέλουν; Ποιος τους εμποδίζει; Θα με βασανίσουν! Δεν είμαι κι από αυτούς που αντέχουν τον πόνο. Άμα με πιέσουν, θα τα πω όλα. Μπορεί και να με σκοτώσουν για να το πάρουν…» Ξεφύσησε στενόχωρα, συνοδεύοντας τις σκέψεις. «Ας πούμε ότι πάω στην Τράπεζα. Γνωρίζουν ότι το έχω σε θυρίδα. Ξέρουν ότι θέλω να το πάρω για να φύγω Ελλάδα. Χρειάζεται να τους μπερδέψω! Πρέπει να φτάσει στα χέρια του Ανδρέα…»
Στο στενόμακρο διαμέρισμα έκανε βόλτες, έπινε καφέ, κάπνιζε σαν φουγάρο και μουρμούριζε λόγια για να διώξει τ’ ανακατώματα. «Θ’ ανοιχθώ περισσότερο στον Massimo. Όχι, όχι, όσο λιγότερα γνωρίζει τόσο πιο χρήσιμος είναι. Θα του ζητήσω κάτι, αλλά σε βοηθητικό ρόλο. Πρωταγωνιστής δεν μπορεί να γίνει μ’ αυτά που συμβαίνουν. Ξέρουν τη σχέση που έχω μαζί του. Θα ψάχνουν και τις δικές του δραστηριότητες αυτές τις μέρες».
Σε κλίμα από χαμένες άκρες κουβαριού, αποφάσισε να του τηλεφωνήσει. Επειδή πίστευε ότι οι ενδιαφερόμενοι άκουγαν, έπιασε τον εαυτό της, πέρα από ένταση και φόβους, να εισπράττει και μιαν αλλόκοτη ευχαρίστηση από την οργάνωση των δικών της κινήσεων. Πες-πες, πήραν τα μυαλά της αέρα από ταινίες και μυθιστορήματα. Ένιωσε κι αυτή δεν ξέρει σαν ποιον αρχικατάσκοπο…
Συζήτησε με τον Massimo στο τηλέφωνο «ανέμελα». Του ζήτησε να βοηθήσει, ώστε το βράδυ, «για σήμερα μιλάω», του είπε, να γιορτάσουμε με τους κοινούς μας φίλους την αναχώρησή μου από την Ιταλία και την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Να οργανώσουμε, δηλαδή, στα πεταχτά ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι! Συμφώνησαν να τους καλέσουν περίπου στις δέκα…
Λίγες ώρες αργότερα, χτυπούσαν το κουδούνι καμιά εικοσαριά άτομα. Τους περισσότερους τους είχε γνωρίσει από τις παρέες του Massimo. Κουβάλησαν ποτά, γλυκά και φαγητά. Έφεραν τόσα, που θα μπορούσαν να ταΐσουν έναν ολόκληρο λόχο! Ο αριθμός προσκεκλημένων θα δυσκολέψει την παρακολούθησή τους και ίσως τους ρίξει στάχτη στα μάτια. Η μουσική δυνάμωσε. Οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν. Οι υποσχέσεις να επικοινωνούν και μελλοντικά να συναντηθούν ή στην Ιταλία ή στην Ελλάδα, το ίδιο. Άρχισαν τα πειράγματα στον Gabriele και την Isabella που τα είχαν φτιάξει την προηγούμενη μέρα. Δεν ξεκόλλαγαν τα χείλη τους με τα παρατεταμένα φιλιά. Ο χορός που δοκίμασαν τρεις-τέσσερις για να παρασύρουν και τους άλλους, πέτυχε. Το διαμέρισμα μετατράπηκε σ’ εξαιρετική πίστα. Ο Barore, συνάδελφος ζωγράφος, μετέτρεψε το πορτατίφ αναβοσβήνοντας το, σε φωτορυθμικό. Η Ninetta ανέλαβε την μουσική, αφού έτσι κι αλλιώς αυτή την δουλειά έκανε κάθε Σαββατοκύριακο. Το αλκοόλ έδωσε και πήρε στη συνάντηση.
Ήπιαν υπερβολικά… …Ο Massimo έτρεξε στην τουαλέτα κατακόκκινος. Από την ανοιχτή πόρτα τον είδε ν’ αδειάζει στη λεκάνη ό,τι έφαγε κι ό,τι ήπιε. Πήγε κοντά του. Τον βοήθησε να στηριχτεί στα πόδια του. Της έπιασε το στήθος, σαν να αποτύπωνε το σχήμα. Γέλασε και τον έσπρωξε. Τράβηξε δυο φορές το καζανάκι. Άνοιξε το παράθυρο του μπάνιου να φύγει η μυρωδιά. Μπήκε η Stefania. Η Κίρκη έχωσε στο χέρι της ένα σημείωμα. Της έκανε νόημα να το διαβάσει όταν φύγει. Κοίταζε τους φίλους τους που διασκέδαζαν. Εκείνη ταξίδευε σε διεθνείς συνωμοσίες σχετικές με το δαχτυλίδι. Έκανε ότι μπορούσε να το «προστατεύσει» από τους ενδιαφερόμενους. Οργάνωσε πώς θα εξασφαλίσει την επιστροφή του στην Ελλάδα! …Έφυγαν τα χαράματα όλοι, εκτός από τον Massimo. Κοιμήθηκε ντυμένος στο στρώμα που χρησιμοποιούσε εκείνη για γιόγκα. Η Κίρκη καταλάβαινε ότι ο φίλος της δεν ανήκε σ’ αυτούς που χαίρονταν για την επιστροφή της στην Ελλάδα. Δεν μπορούσε όμως να τους έχει όλους ευχαριστημένους. Έβαλε το ρολόι να χτυπήσει 11:15. Πίστευε ότι η Stefania, που της έβαλε στο χέρι το σημείωμα, θα τηρούσε κατά γράμμα τις οδηγίες. Διευκρίνιζε με σαφήνεια ότι η «εξυπηρέτηση» αφορούσε θέμα ζωής και θανάτου! Την παρακαλούσε να μην κάνει ερωτήσεις και, εν καιρώ, θα της εξηγούσε τα πάντα…
Δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι έκλεισε τα μάτια της ως την ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι. Έπαιζε σ’ επανάληψη στο κεφάλι της το σχέδιο που σκαρφίστηκε για να καταφέρει το δαχτυλίδι να παραδοθεί στον Ανδρέα. Το ροχαλητό του Massimo δεν της άφησε περιθώρια για ήσυχο ύπνο. Τα υπολόγισε όλα με ακρίβεια. Το σενάριο «πρόβλεπε» χρόνο για πιθανές καθυστερήσεις στην Τράπεζα. Έλαβε υπόψη της ακόμη και πιθανές καθυστερήσεις από την κυκλοφορία στους δρόμους…
…Μόλις χαλάρωσε στο κρεβάτι, πετάχτηκε τρομαγμένη από ήχους που νόμιζε ότι έχουν σχέση με την πόρτα του σπιτιού ή με παραβίαση του χώρου της. Σηκώθηκε σε διάφορες στιγμές να ελέγξει ότι δεν βρισκόταν κανείς ούτε έξω ούτε μέσα. Σκιές, θόρυβοι από τις σωληνώσεις, τριξίματα επίπλων πήραν άλλη διάσταση. Είκοσι λεπτά πριν χτυπήσει το ρολόι, την πήρε ο ύπνος. Τινάχτηκε σαν ελατήριο όταν το άκουσε. Έκανε πάλι έναν έλεγχο χρόνου, διαδρομής και συγκεκριμένων κινήσεων… Επιταχύνοντας τις σωματικές δραστηριότητες, μπήκε στο μπάνιο. Το μυαλό της κινιόταν σαν σφαίρα. Ο Massimo συνέχιζε να ροχαλίζει. Περιποιήθηκε την εμφάνισή της όσο καλύτερα μπορούσε. Τους μαύρους κύκλους που είχαν απλωθεί κάτω από τα μάτια της, τους κάλυψε περίτεχνα. Τηγάνισε δυο αυγά και μασώντας –υποτίθεται– ήρεμα τις μπουκιές της, ήπιε τον καφέ. Τον συνόδεψε με τρία τσιγάρα. Βγήκε στο κεντρικό δρόμο της Corticella. Περίμενε λίγο στη στάση. Καλημέρισε δυο γείτονες. Όταν ήρθε το λεωφορείο της γραμμής, χώθηκε με ανακούφιση σε μια άδεια θέση.
13:15 μπήκε στην Τράπεζα. Απευθύνθηκε στον διευθυντή για την θυρίδα. Πήρε τα χαρτιά και το δαχτυλίδι. Τα χαρτιά τακτοποιήθηκαν στην τσάντα της. Το δαχτυλίδι το τοποθέτησε σε μικρό κουτί που έφερε μαζί της. Το αμπαλάρισε…
Ο περίεργος άνδρας της Βενετίας, στην είσοδο της Τράπεζας, την κοίταζε προκλητικά. Την διαπέρασε ρίγος. Κινήθηκε σαν να μη την ενδιέφερε η παρουσία του…
13:48 υπέγραψε την παραλαβή εγγράφων και αντικειμένων από την θυρίδα. Ένας μικρός διάλογος με τον υπάλληλο, μια διευκρίνιση για το πατρώνυμό της και…
Άφησε το μικρό κουτί με το δαχτυλίδι να γλιστρήσει από τα χέρια της στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Αναστέναξε. Πλήρωσε. Βγήκε. Κοντοστάθηκε, ταχτοποιώντας τα ψιλά στο πορτοφόλι της, ώστε, αν κάτι πάει στραβά και δεν πάρει την Francesca ο οδηγός, να τον σταματήσει με κάποια δικαιολογία για να μαζέψει το δαχτυλίδι. Η Francesca ρώτησε αν μπορεί να την πάει στην Montagnola. Ο οδηγός, ευχαριστημένος που βρήκε αμέσως πελάτη, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Κάθισε στην ίδια θέση που καθόταν πριν λίγο η Κίρκη…
13:55 βγήκε στο δρόμο. Αναζήτησε ταξί. Περίμεναν αρκετοί πριν από εκείνη. Όταν ήρθε η σειρά της, προτίμησε δυο φορές να μην μπει. Θα μπορούσε το αυτοκίνητο να ανήκει σ’ αυτούς που ήθελαν να πάρουν το δαχτυλίδι. Περπάτησε προς την στάση λεωφορείου που δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή που έμενε. Απότομα, σήκωσε το χέρι και σταμάτησε άδειο ταξί. Κάθισε πίσω δεξιά. Κοίταξε την ώρα. Όλα λειτούργησαν με τις προδιαγραφές που είχε στο κεφάλι της.
– Corticella, via Stopatto ventisette, είπε στον οδηγό.
Χωμένη σ’ ένα κυκεώνα γεγονότων, ανέβαζε σαν ασανσέρ την διάθεση. Στην μικρή πλατεία, κοντά στο σπίτι της, είχε ζητήσει να βρίσκεται η Francesca. Την γνώρισε πρόσφατα από την Stefania. Θα την έβρισκε εκεί; Δεν θα κάνει καμία κίνηση, αν δεν την δει, την συγκεκριμένη κοπέλα, στο προκαθορισμένο σημείο. Οι δρόμοι περνούσαν από τα μάτια της. Έκανε ότι μπορούσε για να χαλαρώσει. Άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει στην Ελλάδα…
Το στομάχι το ένιωθε χαλασμένο από τα χθεσινοβραδινά ποτά. Κάπνισε και πολύ. Κάτι είπε ο οδηγός για την ηλιοφάνεια. Συμφώνησε, χωρίς να δώσει περιθώριο για συζήτηση. Για πρώτη φορά παρατήρησε ότι σε δυο σημεία της διαδρομής τα φανάρια αργούν ν’ ανάψουν πράσινο. Ο κόσμος πολύχρωμος, έκανε «πέρασμα» για τους δικούς του λόγους. Κι αυτή για δικούς της λόγους πήρε ταξί… Το τέλος αυτής της επιλεγμένης μετακίνησης πλησίαζε. Είδε από μακριά την νεαρή γυναίκα. Η καρδιά της θύμιζε ταμπούρλο… Άφησε το μικρό κουτί με το δαχτυλίδι να γλιστρήσει από τα χέρια της στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Αναστέναξε. Πλήρωσε. Βγήκε. Κοντοστάθηκε, ταχτοποιώντας τα ψιλά στο πορτοφόλι της, ώστε, αν κάτι πάει στραβά και δεν πάρει την Francesca ο οδηγός, να τον σταματήσει με κάποια δικαιολογία για να μαζέψει το δαχτυλίδι. Η Francesca ρώτησε αν μπορεί να την πάει στην Montagnola. Ο οδηγός, ευχαριστημένος που βρήκε αμέσως πελάτη, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Κάθισε στην ίδια θέση που καθόταν πριν λίγο η Κίρκη…
Με την άκρη του ματιού αναζήτησε στα πόδια της το κουτί. Κάνοντας, δήθεν, ότι της έπεσαν τα κλειδιά που έπαιζε στα δάχτυλα, έσκυψε να τα πιάσει. Μαζεύοντάς τα, έχωσε διακριτικά και το μικρό κουτί στην τσάντα της… Ερεύνησε στον κεντρικό καθρέφτη το βλέμμα του οδηγού. Βεβαιώθηκε ότι δεν πήρε είδηση. Το ενδιαφέρον της καρφώθηκε στην κίνηση…