Της Αλεξίας Κομματά
Λίγες ώρες νωρίτερα, είχε δύο πόδια. Δύο γυναικεία πόδια. Με λευκή επιδερμίδα, λεπτές γάμπες, μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Τώρα έχει τέσσερα. Τέσσερα λευκά, πλαστικά πόδια που δεν μπορεί να κουνήσει ούτε μπρος ούτε πίσω. Τουλάχιστον έχει στητά μπράτσα, πλαστικά μεν, αλλά στητά. Όσο ήταν ακόμη άνθρωπος δεν μπορούσε να υποφέρει τα «ζελεδένια» μπράτσα της.
Δεν την ενοχλεί τόσο που, από τη μία στιγμή στην άλλη, έγινε καρέκλα. Εντάξει, θα το συνηθίσει. Ίσως. Κάποτε. Μα, πλαστική; Αυτό δεν θα μπορέσει να το καταπιεί. Ποτέ. Ακόμη κι εάν είχε τη φυσική δυνατότητα να καταπίνει. Από όλα τα είδη καρέκλας, γιατί έπρεπε να γίνει πλαστική καρέκλα; Να ήταν έστω μία επώνυμη ντιζάιν καρέκλα. Μια καρέκλα από δέρμα και επένδυση ξύλου καρυδιάς. Μα, πλαστική; Να ήταν μία καρέκλα που θα ντρέπεσαι να καθίσεις πάνω της. Μία καρέκλα για την οποία καμαρώνεις. Γλυπτό περισσότερο παρά καρέκλα.
Μονολογεί μα δεν είναι μόνη. Εκεί κοντά βρίσκονται άλλες τόσες πλαστικές καρέκλες. Όλες ίδιες. Το ίδιο άχαρες. Το ίδιο φτηνές και φτηνιάρικες. Με τις χαρακτηριστικές διάτρητες γραμμούλες στο κάθισμα, για να μην λιμνάζει το νερό όταν βρέχει ή όταν κάθονται πάνω της άνθρωποι με βρεγμένα μαγιό. Ποιος θα άφηνε μια επώνυμη ντιζάιν καρέκλα μόνη, έξω στη βροχή; Ποιος θα τολμούσε να καθίσει με μαγιό, έστω και στεγνό, πάνω της; Τη γνωρίζει την απάντηση: Κανείς.
Ποιος θα άφηνε μια επώνυμη ντιζάιν καρέκλα μόνη, έξω στη βροχή; Ποιος θα τολμούσε να καθίσει με μαγιό, έστω και στεγνό, πάνω της;
Σε εκείνη, όμως, θα κάτσουν πολλοί. Πολλοί, για την ακρίβεια πολλά, πολλά οπίσθια. Οπίσθια παχουλά, βρόμικα και ιδρωμένα. Σίγουρα όχι λεπτοκαμωμένα. Κάπως ανόητο να διαχωρίζεις τα οπίσθια σε αξιόλογα και μη, στο τέλος τέλος, όλα οπίσθια είναι. Από την άλλη, κάτι θέλει να πει η ρήση με τα μεταξωτά βρακιά και τα επιδέξια οπίσθια. Πάει να πει ότι υπάρχουν κι από δαύτα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, αυτά δεν πρόκειται να καταδεχτούν να κάτσουν πάνω της. Οπότε, τι να λέμε;
Εντωμεταξύ εκείνη στέκεται ακίνητη, λεπτά μπορεί και ώρες, αλλά οι σκέψεις της τρέχουν. Όχι μόνο τρέχουν, κάνουν σπριντ. Μέχρι που πέφτουν σε τοίχο, όταν την πλησιάζει ξαφνικά ένας άντρας. Ο άντρας, προς μεγάλη της έκπληξη, δεν κάθεται πάνω της, αλλά σκύβει από πάνω της, την σηκώνει, την κουβαλάει για μερικά μέτρα και σταματάει μπροστά από μία άλλη, μία άλλη ακριβώς ίδια πλαστική καρέκλα. Τη φέρνει πάνω από το ύψος της πρώτης και στη συνέχεια την κατεβάζει, μέχρι να θηλυκώσουν. Τη σπρώχνει δυνατά από τα μπράτσα μέχρι η πλάτη της μίας να ακουμπάει πάνω στης άλλης. Μέχρι τα πόδια της μίας να εφάπτονται με της άλλης.
Ο άντρας τώρα απομακρύνεται και μετά από λίγο επιστρέφει, κρατώντας μία άλλη πλαστική καρέκλα. Αυτή τη φορά είναι η σειρά της να δεχτεί μία καρέκλα από πάνω της. Και μετά η από πάνω της μία άλλη, και μία άλλη και μία άλλη. Δέκα καρέκλες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Εκείνη είναι η δεύτερη από τις δέκα. Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Ο άντρας φεύγει και ξανάρχεται. Αυτή τη φορά δεν κρατάει καρέκλα στα χέρια του, αλλά μία αλυσίδα. Μία μεγάλη σκουριασμένη αλυσίδα. Την περνάει γύρω από τα μπράτσα όλων των καρεκλών και στη συνέχεια τη δένει γύρω από τον κορμό ενός δέντρου. Την κλειδώνει και φεύγει.
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επανακτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και συντακτική επιμέλεια.