Της Ayse Orlandi
Το κινητό δονείται για ώρα στο πάτωμα δίπλα σ' ένα μπουκάλι Haig. Ο Στάθης στριφογυρίζει στο κρεβάτι σαν κορμός δέντρου. Είναι η πρώτη νύχτα που κατάφερε να κοιμηθεί εδώ και μια βδομάδα. Κλείνει το κινητό ψηλαφώντας, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. Το σώμα του βαρίδι, δε λέει να ξεκολλήσει απ' το στρώμα. Έξω έχει χαράξει εδώ και ώρα. Αν δεν είχε χάσει τόσα μεροκάματα απ' την περασμένη Τετάρτη, θα κοιμόταν όλη μέρα. Ξέρει όμως ότι δεν τον παίρνει. Σήμερα είναι το ραντεβού με τον δικηγόρο. Του λείπουν άλλα εκατό ευρώ για να τον πληρώσει.
Ανοίγει ανόρεχτα τα μάτια. Κοιτάζει τη μικρή γκαρσονιέρα. Του φαίνεται πιο μικρή από ό,τι συνήθως. Σαν το ταβάνι να 'χει κατέβει πιο χαμηλά. Οι εφημερίδες με τη φωτογραφία της κόρης του στην πρώτη σελίδα είναι ακόμα στο πάτωμα. Ένα άδειο κουτί πίτσας χάσκει πάνω στο τραπέζι. Δίπλα στην πόρτα στέκονται δυο σακούλες άπλυτα. Φοράει για τρίτη μέρα το ίδιο γκρι πουκάμισο και το ίδιο τζιν παντελόνι κι ανοίγει τη μπαλκονόπορτα να πάρει αέρα.Όταν ζούσε με τη γυναίκα και τα παιδιά του, του άρεσε ν' απολαμβάνει το μπλαβί χρώμα της αυγής με τον καφέ του στο μπαλκόνι. Δεν τον πείραζε που ξυπνούσε τόσο νωρίς.
Ένιωθε σχεδόν υπερήφανος. Ήταν ο πρώτος που ξυπνούσε στη γειτονιά. Τουλάχιστον ήταν πρώτος σε κάτι. Στο σπίτι η γυναίκα του άχρηστο τον ανέβαζε κι άχρηστο τον κατέβαζε. Δεν εκτίμησε ποτέ τις διπλοβάρδιες που δούλευε για να τα βγάζουν πέρα. Ειδικά απ' όταν έχασαν τις οικονομίες τους από 'κείνη την ομορφούλα την ασφαλίστρια που το 'σκασε στη Βραζιλία, τον κατηγορούσε για τα πάντα. Ακόμη κι όταν συναντήθηκαν στο ανθρωποκτονιών την περασμένη Τετάρτη, του φώναζε πως φταίει εκείνος για την κατάντια της κόρης τους. Τη θυμάται σαν τώρα να ουρλιάζει εκτός εαυτού. Ύστερα δε θυμάται τίποτα γιατί τον άφησαν οι αισθήσεις του. Ακόμα κι αυτές.
Φεύγει απ' το σπίτι νηστικός κι αξύριστος. Τριάντα χρόνια στο ταξί είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μη δουλέψει ποτέ αξύριστος και χωρίς καθαρό πουκάμισο. Κι είχε τηρήσει την υπόσχεσή του. Θυμάται τη μέρα που τους άφησε η μάνα του πριν από μια δεκαετία. Τότε δεν πίστευε ότι μπορούσε να του συμβεί τίποτα χειρότερο. Τώρα δεν μπορεί να πιστέψει ότι το χειρότερο συνέβη.
Δεν θέλει να πιστέψει ότι η κόρη του που δεν μπορούσε να σκοτώσει ούτε κουνούπι, θα έφτανε σ' αυτό το σημείο για να πάρει τη δόση της. Όπως δεν ήθελε να πιστέψει ότι το αγγελούδι του έπαιρνε ναρκωτικά όταν τον είχαν καλέσει να τη μαζέψει απ' το πρώτων βοηθειών δυο χρόνια πριν.
Βγαίνει απ' την πολυκατοικία με το βλέμμα κατεβασμένο μην τυχόν και συναντήσει το βλέμμα κανενός γείτονα. Μπαίνει γρήγορα στο κίτρινο alter ego του που τον περιμένει παρκαρισμένο σχεδόν έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Βλέπει τη φωτογραφία της μικρής. "Μπαμπά μην τρέχεις". Αδύνατο να χωρέσει ο νους του πως αυτό το πλασματάκι που το φυσάς και πέφτει κάτω είναι ικανό να κάνει τέτοιο πράμα. Δεν θέλει να πιστέψει ότι η κόρη του που δεν μπορούσε να σκοτώσει ούτε κουνούπι, θα έφτανε σ' αυτό το σημείο για να πάρει τη δόση της. Όπως δεν ήθελε να πιστέψει ότι το αγγελούδι του έπαιρνε ναρκωτικά όταν τον είχαν καλέσει να τη μαζέψει απ' το πρώτων βοηθειών δυο χρόνια πριν. Κι ας τον είχε φλομώσει στα ψέματα. Η κόρη του ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που τον εκτιμούσε και τον εμπιστευόταν. Κι αυτός ο άνθρωπος ήταν τώρα στη φυλακή. Πόσο θα ήθελε αυτή τη φορά τουλάχιστον το κοριτσάκι του να λέει την αλήθεια. Να είχε απλώς βρει πεταμένη στο δρόμο την τσάντα του επιχειρηματία, όπως λέει. Λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που τον μαχαίρωσαν. Λίγη ώρα μετά τη δολοφονία του. Ακόμη κι ο ίδιος δυσκολεύεται να το πιστέψει.
Στρίβει στη λεωφόρο. Προς στιγμή σκέφτεται να περάσει από τη λέσχη. Θέλει να παίξει σα δαιμονισμένος. Δεν έχει βγάλει μία σήμερα αλλά έχει τα λεφτά του δικηγόρου στο ντουλαπάκι. Το ξανασκέφτεται. Δεν έχει όρεξη να δει κανένα γνωστό. Παρκάρει στον παράδρομο και περνά απέναντι για να πάρει καφέ. Παρατηρεί τον κόσμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει τις σκάλες της πεζογέφυρας σχεδόν τρέχοντας, σα να 'χει πιάσει βροχή. Κάτω απ' τα κάγκελα της γέφυρας κάποιος τρελός θα 'χε κρεμαστεί για να γράψει με μπογιά "Όλα λάθως". Σκέφτεται πόσο διαφορετική θα 'ταν η ζωή του αν είχαν φύγει από την Αθήνα στην αρχή της κρίσης. Αλλά η γυναίκα του δεν ήθελε να γυρίσουν στο χωριό. Τι μέλλον θα είχαν τα κορίτσια τους που ήταν τότε στην εφηβεία; Πληρώνει τον καφέ και γυρίζει βιαστικά προς το ταξί. Θέλει να συναντήσει τον δικηγόρο μια ώρα αρχύτερα. Πώς στο διάολο του πέρασε απ' το μυαλό να ξαναρχίσει να παίζει;
Όταν πλησιάζει στο αυτοκίνητο βλέπει έναν τύπο που είναι σκυμμένος στην πόρτα του συνοδηγού και κάτι σκαλίζει.
– Ει, τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα;
φωνάζει και τρέχει προς το μέρος του πετώντας στην άκρη το ποτήρι με τον καφέ. Ο τύπος κοκαλώνει και αφήνει να του πέσει ο λοστός που κρατούσε. Κάνει να φύγει με αργές κινήσεις αλλά ο Στάθης είναι ήδη κοντά του και φωνάζει ακόμα πιο δυνατά.
– Θα σε σκοτώσω ρε, πήγες να με κλέψεις, ρε τσογλάνι;
Ο τύπος γυρίζει φοβισμένος προς το μέρος του και βγάζει ένα μαχαίρι. Είναι μισή σταλιά άνθρωπος, το πολύ 25 χρονών. Τα ρούχα του είναι λερωμένα κι από τον τρόπο που στέκεται και κοιτάζει καταλαβαίνεις ότι είναι πρεζάκι. Ο Στάθης φουντώνει ακόμα περισσότερο.
– Τι πας να κάνεις, ρε χαμένε; του λέει και τον σπρώχνει προς τα πίσω. Το πρεζάκι χάνει την ισορροπία του και πέφτει στο πεζοδρόμιο.
– Γιατί χτυπάς το φίλο μου, ρε; τραυλίζει ένα άλλο πρεζάκι που βγαίνει τρεκλίζοντας απ' το στενό.
– Σήκω Μάρκο, πάμε να φύγουμε, λέει πλησιάζοντας.
Το πρεζάκι που είναι πεσμένο στο πεζοδρόμιο δεν αντιδρά.
– Μάρκο, απάντησέ μου, ρε, συνεχίζει ο φίλος του.
Ο Στάθης στέκεται δίπλα τους χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα.
– Τον σκότωσε, ρε φίλε, φωνάζει το πρεζάκι με όση φωνή του έχει απομείνει κι αρχίζει να κλαίει σα μικρό παιδί κρατώντας το κεφάλι του φίλου του.
Ο Στάθης βγάζει το κινητό απ' την τσέπη του για να καλέσει ασθενοφόρο. Είναι κλειστό. Δεν το έχει ανοίξει απ' το πρωί για ν' αποφύγει τη δημοσιογράφο που τον παίρνει κάθε μέρα για να τον πείσει να της μιλήσει για την κόρη του.
Έχει αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Μια νεαρή κοπέλα σκύβει πάνω απ' τα δυό αγόρια.
– Τι έγινε; ρωτάει, Ας καλέσει κάποιος το ΕΚΑΒ! Έχει χτυπήσει στο κεφάλι. Τρέχουν αίματα.
– Μην τον ακουμπάς, θα μολυνθείς! της φωνάζουν οι υπόλοιποι.
Ο Στάθης στέκεται ακίνητος σαν κορμός δέντρου. Τα χέρια του έχουν μουσκέψει απ' τον ιδρώτα. Ένας κόμπος ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό του. Πριν προλάβει να πάρει το 166, διαβάζει το μήνυμα της κόρης του στο κινητό. Μπαμπά, γιατί δεν απαντάς; Μ' αφίσανε. Θαρθεις να με πάρεις;
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.