Του Δημήτρη Αδαμίδη
Παντρεύτηκε τις καταθέσεις της. Από έρωτα που φούντωσε στα χρόνια. Έρωτας πιστό σκυλί. Ούτε αμφιθυμίες ούτε βάσανα για λίγη χαρά που την πληρώνεις ακριβά.
Συνέλεγε και αρχειοθετούσε από μικρή.
Φράσεις σπουδαίων συγγραφέων σε μπλε τετράδια: μια μεγάλη κατηφόρα για ποδήλατο δίχως φρένα.
Φωτογραφίες και σλάιντς από φοιτητικές εκδρομές, ανασκαφές, νησιά: τα τρόπαια της νιότης που τα πρόβαλε στον τοίχο.
Πτυχία, πιστοποιητικά, δημοσιεύσεις, βιβλία: ο βράχος του Σίσυφου κι η κορυφή ομιχλώδης, αόρατη.
Φάκελοι και υποφάκελοι σε σκληρούς δίσκους και στικάκια για τον φεμινισμό, την αρχαιολογία, την πολιτική. Αποδημίες, απογοητεύσεις και αποταμιεύσεις.
Ευχόταν τώρα να την αφήσουν να συνταξιοδοτηθεί από τα μισητά σχολεία, για να γράφει. Μόνο να γράφει.
Το βόρειο σέλας μπήκε απ’ την οθόνη στο σαλόνι, έβαψε τα γκρίζα μαλλιά, κομμάτιασε τη σκιά της στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Τα βράδια, όπως κι απόψε, με ένα τζιν τόνικ στο χέρι κοιτούσε τον τοίχο ή το ταβάνι. Ο ήχος της τηλεόρασης σβηστός. Μια τεράστια επιφάνεια πάγου είχε αποκολληθεί κι έπλεε στην Ανταρκτική. Το βόρειο σέλας μπήκε απ’ την οθόνη στο σαλόνι, έβαψε τα γκρίζα μαλλιά, κομμάτιασε τη σκιά της στα ράφια της βιβλιοθήκης. Το σκοτεινό είδωλο του χεριού της με το ποτήρι -όπως το ’φερνε στο στόμα- έχυσε απ’ το ταβάνι μια αόρατη ουσία.
Άρχισε και πάλι να ακούει σφύριγμα. Κάτι σαν βουητό. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, κράτησε τον καπνό μέσα της.
Ακούγεται τίποτα; Μπα, τίποτα. Κι όμως, άκουγε κελάηδισμα. Τον βόμβο της μέλισσας παντού στο σπίτι.
Φύσηξε τον καπνό.
Κάπου κοντά ή μακριά, σκέφτηκε, θα υπάρχει ένα δέντρο κι ένα ποτάμι και η πρωινή πάχνη στην χλόη και μια άλλη ψυχή μονάχη. Θα κάθεται ακουμπισμένη στο δέντρο. Θα κοιτά και θα ακούει μονάχα. Τις πέτρες που κροταλίζουν στην κοίτη και την υπόκωφη ορμή των νερών. Ο ήλιος ανεβαίνει, φωσφορίζουν τα νερά, τα πετούμενα ζευγαρώνουν με τη σκιά τους. Ο τόπος ανάβει. Σε λίγο κάτι κόκκινο θα εκραγεί και δε θα προλάβει να δει το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου.
«Υπάρχει δρόμος να πας εκεί; Ε; Υπάρχει;» Τα μηνίγγια της χτυπούσαν, τα μάτια της θόλωναν. Γίνεται να κάθεται κι αυτή κάτω απ’ το δέντρο μια ζεστή μέρα και δίπλα της να ’ναι κάποιος άλλος;
Ήταν αργά κι ήταν μόνη.
Πήρε το βιβλιάριο καταθέσεων κι έκανε υπολογισμούς. Διαιρούσε τα χρήματα με τα έτη, τους μήνες, τις μέρες που θα ζούσε. Υπολόγιζε ταξιδάκια, τι θα κοστίσει η αξιοπρέπεια των γηρατειών. Πόσα χρόνια μπορούν να την τρέφουν τα χρήματα αυτά; Αν την απέλυαν, αν έπαιρνε πρόωρη σύνταξη, αν κατέρρεαν όλα, αν γινόμασταν Σρι Λάνκα;
Σηκώθηκε να βάλει κι άλλο ποτό, παραπάτησε κι έπεσε.
Το νυφικό της, ένας αραχνοΰφαντος ιστός που τύλιγε το σώμα της και την ένωνε με έναν κόσμο που χάθηκε –έναν κόσμο που χάνεται κάθε στιγμή που περνά, αυτήν ακριβώς τη στιγμή– σχίστηκε μεμιάς. Τα νήματα που ύφαινε στα αεροπλάνα, σε διαλέξεις και λέξεις, στο Μπέρμιγχαμ, τη Μελβούρνη, τη Μαδρίτη, στις γωνιές του κόσμου και βαθιά μέσα στο δικό μου μυαλό έγιναν ξέφτια και άστραψαν μπρος στα μάτια της.
Ένιωθε τα παγωμένα πλακάκια της κουζίνας να καίνε το μάγουλό της. Κοίταξε στην οθόνη.
Μια πολική αρκούδα ολομόναχη πάνω στον πάγο. Η λήψη γινόταν από ψηλά και δε διακρίνονταν τα δάκρυα και οι σπασμοί του πόνου. Η πληγή στο πίσω πόδι από σκάγια κυνηγού έβαφε την γούνα της. Το αίμα έλιωνε τον πάγο και ύστερα γινόταν πάγος κι αυτό. Η κάμερα ανέβαινε αργά κι άνοιγε το πλάνο. Πέρα από το πληγωμένο ζώο, πέρα από την κόκκινη κηλίδα ο ωκεανός έμοιαζε απέραντος κι ο κόσμος μισοφωτισμένος.
Θα πρόλαβε άραγε να σκεφτεί, πριν κλείσει τα μάτια, πόσο παράξενα όμορφη έμοιαζε η μέρα εκεί μακριά, που δεν ξημερώνει και δε νυχτώνει ποτέ;
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.