Της Άννας Μερτζάνη
Η κυρία Ματίνα Πολυχρονοπούλου πάντα πίστευε ότι το επώνυμό της είναι κάποια ειρωνία της τύχης. Γιατί τα πολλά χρόνια, έλεγε, δεν έχουν αξία αν πρόκειται να είναι άσχημα. Κοίταζε πάντα να μην αφήνει το ψαλίδι ανοιχτό, γιατί αυτό έφερνε μεγάλη κακοτυχία στο σπίτι. Και στις μετακομίσεις που έκανε στη ζωή της έλεγχε δύο και τρεις φορές οι καθρέφτες να είναι τυλιγμένοι καλά με ειδικές πλαστικές φολίδες ή αφρολέξ ή στη χειρότερη σεντόνια πολλές φορές τυλιγμένα γύρω από το κρύσταλο.
Η κυρία Πολυχρονοπούλου είχε μεγαλώσει στο Κάιρο της Αιγύπτου. Ο πατέρας της ήταν βαμβακέμπορας εκεί. Αιγυπτιώτες από τον Βόλο και βιομήχανοι της διασποράς ήταν ο κύκλος τους και διάφοροι μεγαλοαστοί της Αιγύπτου. «Οι αραπάδες μας αγαπούσαν πολύ», συνήθιζε να λέει, «αλλά κι εμείς αφήναμε το σπίτι ανοιχτό και μπαινόβγαιναν μια για να φέρουν πράγματα, μια για να παίξουν τα παιδιά τους με μένα και τις αδερφές μου». Όταν ξεχείλιζε ο Νείλος, έβγαιναν τα κοκκινόψαρα, που δεν τρώγονταν, έξω στη στεριά ή ξεπηδούσαν από το συντριβάνι στη μέση της αυλής τους. Οι ντόπιοι από τη φτώχια τους τα έτρωγαν. Και η κυρία Πολυχρονοπούλου έτρεχε να τα μαζέψει, καθώς σπαρταρούσαν στο χώμα, για να τα βάλει πάλι μέσα. Ο Νάσερ και ο Παναραβισμός του εκτόπισαν όλους τους βιομήχανους της διασποράς τη δεκαετία του ΄50. Ο πατέρας της κυρίας Πολυχρονοπούλου πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Φαλίρισε μέσα σε μια νύχτα. «Οι αραπάδες στέκονταν στη γραμμή, όπως πάντα, κι έκλαιγαν καθώς κατεβάζαμε τα μπαούλα για να φύγουμε. Μάλλον έβλεπαν πόσο χαμένες ήμασταν, χωρίς τον πατέρα μου».
Το ανοιχτό ψαλίδι, ο σπασμένος καθρέφτης, ακόμα και το ξεχείλισμα του Νείλου, που με τα γεγονότα εκείνα, χρωματίστηκε ως κακός οιωνός, όλα αυτά γράφτηκαν μέσα της σαν οδηγός ζωής.
Το ανοιχτό ψαλίδι, ο σπασμένος καθρέφτης, ακόμα και το ξεχείλισμα του Νείλου, που με τα γεγονότα εκείνα, χρωματίστηκε ως κακός οιωνός, όλα αυτά γράφτηκαν μέσα της σαν οδηγός ζωής. Έκανε οικογένεια στον Βόλο, όπου επέστρεψε, αλλά το «φτύσιμο στον κόρφο», το «κουνήσου από τη θέση σου» και το «μην περάσεις κάτω από σκάλα» ήταν για κείνη μια δικλείδα ασφαλείας.
Η οικογένειά της έζησε γεγονότα συνηθισμένα αλλά και μοναδικά, όπως όλες οι οικογένειες. Η επιθυμία για μια πιο άνετη ζωή, την έκαναν αργότερα να μπερδεύει αυτό που ζούσε με αυτό που νόμιζε ότι ζούσε. Αυτό όμως που έρεε κάτω από τις σκέψεις της, ήταν ένα βαθύ αίσθημα ατυχίας. Η κυρία Πολυχρονοπούλου, φοβόταν την ατυχία. Δεν είχε την ψυχραιμία να κοιτάξει γύρω της, ώστε να παρατηρήσει ότι δεν της αναλογούσε περισσότερη από άλλους ανθρώπους.
Έτσι την ημέρα που πήραν τον άντρα της από το σπίτι νεκρό, από φυσικό θάνατο, εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Για πρώτη φορά ο φόβος της και το γεγονός ταυτίστηκαν απόλυτα μέσα της. Και μέσα στη σιωπή που άφησε ο νεκρός πίσω του, εκείνη είπε «Φοβάμαι. Πόσο φοβάμαι».
Η κυρία Πολυχρονοπούλου πέθανε 6 μήνες αργότερα, στα 86 της, έχοντας προχωρημένη άνοια και μια σηψαιμία στη γάμπα της. Κάθε φορά που ερχόταν ο γιατρός να της καθαρίσει την πληγή, εκείνη που στο μεταξύ προχωρούσε προς το τέλος της, ξανακουρδιζόταν από την αρχή με τις περιποιήσεις του γιατρού, που όμως έμπαιναν εμπόδιο στο δρόμο που είχε πάρει. «Αφήστε με να ησυχάσω», του φώναξε ένα βράδυ πριν πεθάνει, με φωνή δαίμονα «Δεν με λυπάστε με τέτοια τύχη;».
Info
Ή Άννα Μερτζάνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας. Έχει ζήσει σε προάστιο του Manchester με αφορμή το μεταπτυχιακό της πάνω στην Νομική και Προνοιακή Προστασία των Ανηλίκων. Σπούδασε φωτογραφία και θέατρο στην Ελλάδα. Έχει εργαστεί στην ιδιωτική εκπαίδευση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ειδικότερα των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Το 2011 κυκλοφόρησε το πρώτο της εφηβικό μυθιστόρημα με τίτλο «Έχω Δικαίωμα να πω μια Ιστορία;» εκδ. Απόπειρα, βασισμένο στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Έχει συνεργαστεί με διάφορες ΜΚΟ στην Ελλάδα, που ασχολούνται με παιδιά ΡΟΜΑ και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.