Της Μέμης Κατσώνη
Δεν την είχε προσέξει ποτέ αυτή την πόρτα. Κι ας ήταν η τρίτη φορά μέσα στο χειμώνα που φωτογράφιζε τους καταυλισμούς. Καλαμωτή καθώς ήταν, θα την είχε περάσει για μέρος του φράχτη. Το αγόρι με το τσέρκι γλιστράει στο άνοιγμά της, η σκιά του σέρνεται φιδίσια, τα λασπόνερα καθρεφτίζουν τη στιγμή που ο πιτσιρικάς χάνεται, η αντιστοιχία απόλυτη – μόνο ένα ελαφρό ρυτίδιασμα.. .αλλά όχι. Στη στιλπνή επιφάνεια διαγράφεται καθαρά ολόσωμη η λιγνή φιγούρα να αιωρείται καθώς πηδάει πάνω απ’ τη λακκούβα, καμιά πόρτα δεν την καταπίνει. Ο ευρυγώνιος θα έκανε πάλι το θαύμα του. Τα νερά αντανακλούν μια εικόνα που στο πάνω μέρος της φωτογραφίας έχει σχεδόν χαθεί. Λες κι έχουν κρατήσει την προηγούμενη στιγμή – τη μνήμη του νερού. Ο Μπρεσόν ξέρει πως έχει στα χέρια του τη φωτογραφία της χρονιάς, βιάζεται να εμφανίσει τις υπόλοιπες λήψεις για να αναλύσει, να συλλάβει και ίσως να επαναλάβει το τυχαίο.
Μια μια, εξετάζει κάτω απ’ τη λάμπα τις φωτογραφίες, να εδώ το αγόρι κατεβαίνει τα σκαλιά, το τσέρκι του ξεφεύγει, περνάει ξυστά απ’ τον φράχτη, ο μικρός το αρπάζει πριν πέσει στις λάσπες, πηδάει πάνω απ’ την πιο βαθιά λακκούβα και χάνεται στα δέντρα. Πόρτα πουθενά.
Μεγέθυνση και έλεγχος. Τίποτα στο φράχτη δε δείχνει κάτι πέρα από σφιχτοδεμένα καλάμια. Ούτε μια χαραμάδα. Αλλά σ’ αυτήν εδώ τη φωτογραφία όχι μόνο υπάρχει πόρτα, είναι και ανοιχτή. Λες να μπέρδεψε τα φιλμ; Όχι. Η λήψη που ονομάζει πια «Πόρτα» εντάσσεται κανονικά στην ακολουθία «Αγόρι με τσέρκι». Τυλίγει το φιλμ, το βάζει στο μεταλλικό κουτί, σβήνει τη λάμπα και βγαίνει από τον σκοτεινό θάλαμο. «Παίζουμε με πράγματα που εξαφανίζονται» έχει πει, αλλά είναι και τεχνίτης, θέλει να ξέρει πώς μια πόρτα ανοιχτή μπορεί να κρυφτεί απ’ το φακό σε 17 από τις 18 λήψεις. Και πώς τα λασπόνερα αυτονομούνται.
Έχει μεσημεριάσει όταν ξεπροβάλει το αγόρι με το τσέρκι. Του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει, εκείνος καθυστερεί για να κλείσει το τρίποδο, κι έτσι το παιδί χάνεται, η μέρα χάνεται.
Τη ζωγραφική αγάπησε, ζωγραφική σπούδασε, στη φωτογραφία κατέληξε γιατί ο φακός είναι ερώτηση και η απάντηση είναι πάντα εκεί έξω. Εκεί έξω τον βρίσκει και το πρωινό να ψάχνει τη στιγμή-δραπέτη. «Ο φωτογράφος δεν είναι εργάτης αλλά παίχτης», αυτό πιστεύει. Κι έτσι, παίχτης αποφασισμένος, ψηλαφίζει μέτρο μέτρο τον καλαμένιο φράχτη. «Με τα μάτια φωτογραφίζουμε όχι με μηχανές» λέει και οπλίζει τη Λάικα. Έχει μεσημεριάσει όταν ξεπροβάλει το αγόρι με το τσέρκι. Του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει, εκείνος καθυστερεί για να κλείσει το τρίποδο, κι έτσι το παιδί χάνεται, η μέρα χάνεται. «Δεν παίρνεις εσύ φωτογραφίες» θα πει αργότερα, «οι φωτογραφίες παίρνουν εσένα». Το βράδυ κάτω από τη λάμπα, εξετάζει με τον μεγεθυντικό φακό πόντο πόντο το πρόσωπο του παιδιού που θέλησε να τον πάρει μαζί του. Κι όταν κοιτάς τα πρόσωπα οι άνθρωποι επιστρέφουν. Με τα καλαμένια τους πόδια, τα ογκώδη γόνατα.
Την τρίτη μέρα φωτογραφίζει κοιμισμένους, ένα κοριτσάκι τόσο δα κρυμμένο πίσω από μια πελώρια κορνίζα, μια σπασμένη ομπρέλα μπροστά στο φράχτη. Κάνει μετά και μια βόλτα στο κέντρο της πόλης να δει η Λάικα τις διαφημίσεις της σαρδέλας και τους καλοταϊσμένους στα εστιατόρια να ξεκουραστεί το μάτι της.
Βροχές γεμίζουν τις επόμενες μέρες με αντικατοπτρισμούς, καμιά φωτογραφία όμως δεν συλλαμβάνει την αυτονόμηση της «Πόρτας», η «αντικειμενική τύχη», δεν επαναλαμβάνεται. Πλησιάζει πια το τέλος της βδομάδας, την Κυριακή φεύγει, πρέπει να ετοιμαστεί για μεγάλο ταξίδι. Σήμερα έχει ήλιο, θα φωτογραφίσει σκιές στις σκάλες, παιδιά στα χαλάσματα. Έτσι λέει.
Φτάνοντας όμως στον καταυλισμό ξέρει πια πως ο ήλιος έχει αλλάξει, ο ήχος έχει αλλάξει, τα παιδιά σωπαίνουν. Στη σκιά του καλαμένιου φράχτη κανείς δεν κοιμάται. Η Λάικα υψώνεται σε μάτια ορθάνοιχτα, συνηθισμένα στο πένθος, ο φακός ρωτάει, ο Μπρεσόν μαθαίνει. Ένα αγόρι έχει πεθάνει. Πώς; Έπαιζε με το τσέρκι του κι έπεσε στο πηγάδι. Πού είναι το πηγάδι; Πίσω απ’ το φράχτη. Η Λάικα εστιάζει στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού, την επιφάνεια των προσώπων, τα σταυρωμένα χέρια. Ο σκοτεινός θάλαμος γεννάει εικόνες άνυδρες, ήλιο κακό. Η ακολουθία «Τέλος διαδρομής» βρίσκει τη θέση της στο μεταλλικό της κουτί, η Λάικα, οι φακοί και τα τρίποδα βολεύονται στο αμάξι και αφήνουν πίσω τους τον καλαμένιο φράχτη, το κρυμμένο πηγάδι, την πόλη με τις διαφημίσεις της σαρδέλας και τα εστιατόρια. Ο καταυλισμός βρίσκει τους ρυθμούς του, τσέρκια κυλούν ξανά στις σκάλες.
Εκείνος φεύγει σε λίγες μέρες για την Κίνα, θα περάσει μήνες ταξιδεύοντας στην απέραντη χώρα. Στις 22 Αυγούστου 1958 θα κλείσει εκεί τα 50 του χρόνια. Συνεχίζει να τοπογραφεί τον κόσμο, να γράφει βιβλία, να χρησιμοποιεί συχνά στο λόγο του το πρώτο πληθυντικό. «Πρέπει να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό», λέει. Αλλά όταν το αγόρι του έγνεψε να τον ακολουθήσει, εκείνος καθυστέρησε. Κι έμεινε στον εξωτερικό κόσμο «με πέλμα βελούδινο και μάτι ακονισμένο» για χρόνια πολλά.
Δεν έδειξε ποτέ σε κανέναν την «Πόρτα». Η ακολουθία «Αγόρι με τσέρκι» έμεινε στο μεταλλικό κουτί της. Το κοριτσάκι με την κορνίζα ψηφίστηκε φωτογραφία της χρονιάς.
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.