Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Ήταν περασμένες μία όταν ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι και σήκωσε το μπουκάλι γυρνώντας το ανάποδα. Κ’ έπειτα το άφησε στο πάτωμα και το κλώτσησε. Στ’ αριστερό χέρι του σφιχτοκρατούσε μια παιδική φωτογραφία. Η τηλεόραση έπαιζε στ’ αθόρυβο. Το ράδιο ήταν ανοιγμένο όμως δεν ακουγόταν. Το φωτιστικό απέναντι πάνιαζε τα μάτια του, τον μπόδιζε, αλλά βαριόταν να σηκωθεί· είχε ξαπλώσει στον καναπέ, τα πόδια περίσσευαν απ’ έξω. Έβαλε τη δεξιά παλάμη πάνω από τα πανιασμένα μάτια, ξανακοίταξε τ’ απωθημένο μπουκάλι· τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, τ’ άγγιξε με τα δάχτυλα, το ’φερε πάλι σιγά σιγά στα χέρια του. Το σήκωσε ακόμη μία φορά και το γύρισε ανάποδα στο στόμα του. Ήταν απελπιστικά άδειο. Κ’ έτσι το πήρε απόφαση, σηκώθηκε, έβαλε μια ζακέτα και βγήκε ν’ αγοράσει άλλο. Είχε κρύο, τ’ αμάξι δυσκολεύτηκε να ζεσταθεί, όμως το ’βαλε μπρος και βάλθηκε να βρει ποτό.
Στο χωριό, όλα παντέρημα. Δεν υπήρχε μαγαζί ανοιχτό. Η πόλη απείχε λιγότερα από δώδεκα χιλιόμετρα και σκέφτηκε να κατευθυνθεί προς τα κει. Είχε παχιά ομίχλη, θάμπωνε το τζάμι σαν ερωτική ανάσα. Έσκυψε στο τιμόνι – με το ’να χέρι καθάριζε το τζάμι, με τ’ άλλο οδηγούσε. Στη μέση του δρόμου για την πόλη, το βενζινάδικο ήταν ανοιχτό. Δεν είχε πάνω από μήνα που ’χε ανοίξει, κ’ έτσι δεν γνώριζε ότι διανυκτερεύει. Βρισκόταν σ’ ένα γύρισμα του δρόμου, σε μια μικρή παράκαμψη. Έστριψε άμεσα προς τα κει και πάρκαρε απ’ έξω. Τα φώτα μέσα ήταν αναμμένα, όμως τα στόρια κατεβασμένα. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε προτού να του απαντήσουν. Είδε να κάθονται στα δεξιά του –σ’ έναν βαθουλωτό καναπέ– δύο άνδρες και να ’χουν στ’ ανάμεσο στριμωγμένη μια γυναίκα. Ο ένας ήταν χοντρός, με μια λευκή αμάνικη φανέλα κ’ ένα τζιν˙ ο άλλος ελάχιστα παχουλός, σγουρομάλλης, αξύριστος. Η γυναίκα ήταν όμορφη και τον κοιτούσε σαρκαστικά.
-Βενζίνη; τον ρώτησε ο χοντρός.
-Ξέμεινα από ουίσκι. Πήγαινα στην πόλη να πάρω, αλλά σκέφτηκα πως ίσως σας βρίσκεται κάνα μπουκάλι.
Ο χοντρός ανακάθησε στη θέση του.
-Δεν πουλάμε, αλλ’ αν θες έχουμε ένα που ξεκινήσαμε να το πίνουμε πριν δέκα λεπτά. Κάτσε να πιείς μαζί μας.
Ο άντρας τους κοίταζε καχύποπτα, αλλά το στομάχι τον ενοχλούσε κ’ ήθελε να το στρώσει. Το ψάξιμο στην πόλη ίσως τον κούραζε. Σκέφτηκε να πιει δυο ποτήρια μαζί τους κ’ ύστερα να γυρίσει να την πέσει.
-Μέσα.
Ο χοντρός του σέρβιρε σ’ ένα πλαστικό ποτήρι και του ’ριξε μέσα ένα παγάκι.
-Λοιπόν, φιλαράκο, εδώ, από το χωριό;
Ο άντρας σήκωσε το πλαστικό ποτήρι κ’ ήπιε μια γουλιά. Σκέφτηκε το ποτό να χαϊδεύει τη γλώσσα του, το λαρύγγι του, τα σπλάχνα του, ώσπου καταλάγιασε στην κοιλιά του˙ χύθηκε μέσα του σαν παραπόταμος.
-Εδώ, ναι. Εσείς;
-Εμείς από Βέροια. Βρεθήκαμε εδώ κι ανοίξαμε το βενζινάδικο.
-Αδέρφια είστε οι τρεις σας;
Ο σγουρομάλλης γέλασε.
-Όχι, δα, είπε. Εγώ με τον χοντρό φιλαράκια˙ η κοπέλα τίποτα.
-Τίποτα;
-Τίποτα.
-Τι σε προβληματίζει; ρώτησε τον άντρα η κοπέλα.
Την κοίταξε τώρα καλύτερα. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη.
-Τι εννοεί λέγοντας ότι δεν τους είσαι τίποτα; τη ρώτησε.
Ο χοντρός σηκώθηκε κι άνοιξε την τηλεόραση. Ύστερα άρπαξε από το γραφείο δίπλα ένα εξάρτημα, κάτι σαν πηνίο από εναλλάκτη αυτοκινήτου, και το σκάλιζε μ’ ένα μικρό κατσαβίδι.
Η γυναίκα γέλασε, σηκώθηκε, πλησίασε τον άντρα και κάθησε σε μια καρέκλα δίπλα του.
-Δουλεύω πουτάνα, κ’ έρχομαι και τους κάνω παρέα.
Ο άντρας σήκωσε πάλι το πλαστικό ποτήρι κ’ ήπιε. Ο σγουρομάλλης χαμογέλασε στον λόγο της κοπέλας, έφερε το σώμα μπροστά και της άγγιξε το μπούτι.
-Πρώτο πράγμα, αδερφέ, δοκίμασέ την.
-Θα το κάνεις; ρώτησε εκείνη.
Έν’ αμάξι έφτασε έξω στις αντλίες κ’ έσβησε τη μηχανή. Ο σγουρομάλλης σηκώθηκε και πήγε να το εξυπηρετήσει. Βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα. Ο χοντρός είχε αράξει στο γραφείο, κ’ έμοιαζε όλο και πιο προσηλωμένος σ’ αυτό το εξάρτημα.
-Λοιπόν; είπε ξανά η γυναίκα πλησιάζοντας το πρόσωπό του.
-Πρώτη φορά βλέπω πουτάνα να επισκέπτεται βενζινάδικα, είπε ο άντρας.
-Και τι μ’ αυτό;
-Και τους εξυπηρετείς εδώ μέσα;
-Αυτό δεν είναι δουλειά σου. Δεν σ’ αρέσω;
Του άρεσε πολύ κι όσο τον πλησίαζε ήθελε να την αρπάξει. Το δέρμα της απόβγαζε ένα άρωμα φρούτου. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια, μια δύναμη ένιωσε να σπρώχνει το κεφάλι του, κρατήθηκε, κόλλησε πάλι την πλάτη στον καναπέ.
Η γυναίκα γέλασε δυνατά.
-Ξέρω πόσο το θες, πονηρούλη. Το δείχνεις.
Η πόρτα άνοιξε κι ο σγουρομάλλης μπήκε μέσα. Προτού καθήσει πήρε το μπουκάλι και σέρβιρε σ’ όλους μια γύρα ακόμη. Απόμεινε μονάχα λίγο στον πάτο. Γύρισε και κοίταξε τον άντρα και τη γυναίκα. Ο χοντρός έδειχνε ανέγνοιαστος.
-Τι λέει εσείς οι δυο; Τα βρήκατε;
-Σ’ ενδιαφέρει; ρώτησε ο άντρας.
-Νομίζω πως πρέπει να χαλαρώσεις και ν’ απολαύσεις το ποτό.
Ο άντρας έστριψε το κεφάλι, είδε έξω την ομίχλη π’ είχε αραιώσει, και λίγα σκορπισμένα φώτα να τρεμοπαίζουν καθώς ανοιγόκλεινε τα μάτια. Άρχισε να πνίγεται μες σ’ αυτό το μέρος. Έπρεπε να φύγει. Σήκωσε το ποτήρι κ’ ήπιε. Δεν ήξερε γιατί έμενε.
-Θα σου πω κάτι, είπε πάλι ο σγουρομάλλης, η γκόμενα είναι φτηνή, μ’ ένα πενηντάρι την παίρνεις σπίτι και της τινάζεις τ’ άντερα.
Η γυναίκα γέλασε.
-Ναι, μ’ ένα πενηντάρι με κάνεις ό,τι θες. Αλήθεια λέει.
Ένα ακόμη αμάξι έφτασε έξω και πάτησε την κόρνα. Ο σγουρομάλλης σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην πόρτα.
-Σκέψου το, είπε.
Άνοιξε την πόρτα και πήγε στον πελάτη.
Η γυναίκα τώρα κόλλησε ακόμα περισσότερο στον άντρα, άπλωσε το πόδι της στο δικό του, πήρε το ποτήρι, το τσούγκρισε μαζί του.
-Αρκετά, είπε ο άντρας και την απομάκρυνε με το χέρι του.
Η γυναίκα μαζεύτηκε και του γύρισε την πλάτη θυμωμένη. Δίπλωσε τα πόδια στην αγκαλιά της κ’ έγειρε το βλέμμα έξω.
Η πόρτα άνοιξε κι ο σγουρομάλλης μπήκε πάλι μέσα.
-Πόσα; ρώτησε ο χοντρός τον φίλο του. Άφησε το πηνίο από τα χέρια του.
-Τριάντα.
-Φέρε τα χρήματα.
-Τα κρατάω στην τσέπη.
-Φερ’ τα στη δική μου.
-Ρε, τι σ’ έπιασε; Κάτσε παίξε με το μπιχλιμπίδι σου.
Ο χοντρός σηκώθηκε, πλησίασε τον συνέταιρό του, τον έπιασε από τον γιακά. Έβαλε το χέρι στην κωλότσεπη και του πήρε τα λεφτά. Ο σγουρομάλλης έκανε δυο βήματα πίσω.
-Ρε μαλάκα; Τι στο διάολο έπαθες;
-Έπαθα ότι με κλέβεις.
-Εγώ, ρε φίλε;
-Ο άλλος έξω το φούλαρε, κ’ εσύ είπες ότι έβαλε τριάντα. Όμως το φούλαρε, το είδα στο σύστημα.
Έδειξε με το χέρι τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο.
-Ρε, την παλεύεις; Το φούλαρε, ναι. Όμως είχε ήδη βενζίνη μέσα.
Ο χοντρός τον πλησίασε ξανά.
-Κανόνισε, του είπε.
Ο σγουρομάλλης κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι και βολεύτηκε στον καναπέ.
-Συνέταιροι κι αρχίδια, αναφώνησε.
-Αυτό λέω κ’ εγώ, είπε ο χοντρός.
Η γυναίκα συνέχιζε να ’χει την πλάτη γυρισμένη. Ο άντρας, π’ απόμεινε μαγκωμένος σ’ αυτόν τον καβγά των βενζινάδων, σηκώθηκε από τον καναπέ.
-Εγώ πρέπει να πηγαίνω, είπε.
Δεν του μίλησε κανείς. Και τότε σκούντησε τη γυναίκα.
-Τι θέλεις; του ’πε αυτή.
-Θα ’ρθεις μαζί μου; ρώτησε ο άντρας.
Εκείνη τον κοίταξε παραξενευμένη.
-Θα σκάσεις πενηντάρι;
-Σκέφτομαι να σου μάθω να το κάνεις δωρεάν.
Εκείνη σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Βγήκαν έξω χωρίς να χαιρετίσουν. Όμως τ’ αμάξι του άντρα δεν ήταν πουθενά. Έκανε σπασμωδικά βήματα δεξιά-αριστερά, έφτασε μέχρι και πίσω από το βενζινάδικο, αλλ’ ήταν παντελώς χαμένο. Έστριψε κατά την πόρτα και κοίταξε τους μαγαζάτορες. Ο σγουρομάλλης άλλαζε κανάλια με το τηλεκοντρόλ κι ο χοντρός είχε ξαναπιάσει το εξάρτημα. Η γυναίκα είχε διπλώσει τα χέρια στο σώμα της. Η ομίχλη είχε μετατραπεί σε ψύχος.
-Λοιπόν; γύρισε και ρώτησε τον άντρα.
-Πάμε ξανά μέσα, είπε εκείνος, μάλλον τα παιδιά θέλουν να παίξουμε.
Άρχισε να προχωρά με βήμα ταχύ. Η γυναίκα πίσω του έκανε το ίδιο με τα τακούνια. Άνοιξε την πόρτα δυνατά, μπήκε πάλι μέσα. Οι μαγαζάτορες απόμεναν ασάλευτοι, στεριωμένοι στο τίποτα.
-Το αυτοκίνητό μου, είπε ο άντρας. Δεν το βρίσκω πουθενά.
-Είσαι βέβαιος; ρώτησε ο σγουρομάλλης.
-Το αυτοκίνητό μου, που να σας πάρει, είπε ξανά ο άντρας φωνάζοντας.
Ο χοντρός άφησε το πηνίο και τέντωσε την πλάτη του. Χασμουρήθηκε δυνατά. Άνοιξε το συρτάρι κι άρχισε να το ψαχουλεύει.
-Βασικά, ακούστηκε η φωνή του κάτω από το γραφείο, κάπου εδώ το έχω. Ορίστε, να, το τηλέφωνο από τα ταξί.
Έτεινε το χέρι στον άντρα με το τηλέφωνο γραμμένο σ’ ένα χαρτάκι. Ο άντρας έφτασε από πάνω του ματιάζοντάς τον αγριεμένα.
-Με δουλεύεις; είπε στον χοντρό.
Και τότε ο άντρας άρπαξε το πηνίο από το γραφείο, το πέταξε κάτω και το ’λιωσε με το πόδι. Ο χοντρός παραμέρισε το γραφείο και όρμησε να τον γραπώσει. Η γυναίκα μπήκε ανάμεσά τους, ούρλιαξε, προς στιγμήν τους χώρισε. Ο σγουρομάλλης απόμενε κολλημένος στον καναπέ.
-Μπρος, εξαφανίσου, είπε του άντρα ο χοντρός.
-Κ’ εσύ, μωρή καριόλα, είπε κι ο σγουρομάλλης κοιτώντας τη γυναίκα, αρκετούς μπελάδες έχουμε.
Ο άντρας με τη γυναίκα βγήκαν πάλι έξω. Κοιτάχτηκαν, έσμιξαν, όμως τραβήχτηκαν κι απομακρύνθηκαν.
-Εγώ πάω αποδώ, είπε ο άντρας.
Τον είδε να στρίβει και να παίρνει τον δρόμο προς το χωριό. Εκείνη έκανε να γείρει από την άλλη μεριά, όμως τα βήματά της δεν βάσταξαν, κ’ έστριψε ξανά για το βενζινάδικο. Μπήκε μέσα κ’ είδε τους άλλους που χασκογέλασαν.
-Το μωρό δεν μπορεί μακριά μας, είπε ο σγουρομάλλης.
Η γυναίκα κατευθύνθηκε στον χοντρό, έφερε το πρόσωπό της μπροστά του και, χαϊδεύοντάς τον, τον σήκωσε από την καρέκλα. Είχε φέρει τα χείλη της μι’ ανάσα από τα δικά του – εκείνος έμοιαζε ανήμπορος, εξουδετερωμένος. Ύστερα, με το χέρι κολλημένο στην πλάτη του, τον άγγιζε παντού, απαλά σαν φύσημα ανέμου, όταν κάποτε του ’μπηξε το χέρι της στην κωλότσεπη και του πήρε όλο το ματσάκι με τα χρήματα. Και μετά τον έσπρωξε και τον κάθησε πάλι στη θέση του. Γύρισε στην πόρτα και τα μέτρησε εκεί, μπροστά τους. Ο σγουρομάλλης, θαρρείς κι αδιαφορούσε, παρέμεινε ακίνητος.
Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα πίσω της κ’ έγειρε το βλέμμα δεξιά. Είδε τον άντρα, αμυδρή φιγούρα, ίσα να ξεχωρίζει χαμένος στο σκοτάδι και να περπατά. Έτρεξε να τον προλάβει, προσπαθώντας ν’ αποφύγει γρήγορα τα βήματα π’ ακούγονταν πίσω της.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.