Της Κωνσταντίας Σωτηρίου
Το αστυνομικό μουσείο που είχε εγκαινιαστεί στη Λευκωσία δεν έσφυζε τόσο από ευρήματα και επιδείξεις κλοπιμαίων όσο από τη διάταξη των προσωπικών αντικείμενων των υποδίκων και ειδικότερα των σεσημασμένων κακοποιών. Όπλα και φυσίγγια καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της συλλογής αλλά και μαχαίρια, μικροί σουγιάδες, ταμπακιέρες καθώς και το περιβόητο κόκκινο μαντήλι του Μεχμέτ Τζαμάλ Μιτάς.
Τώρα ο Μιτάς, που πέρασε στην γλωσσική μας ιστορία («Σιγά μην πιάσετε τον Μίτα!») παρατονισμένος και χάνοντας το τελικό του σίγμα, είχε τη φήμη του πιο καταζητούμενου κακοποιού στον τόπο που είχε ρεζιλέψει την εγγλέζικη αστυνομία και τον στρατό. Ένας αστικός μύθος λέει πως τον έψαχναν για δέκα χρόνια χωρίς να καταφέρουν να τον εντοπίσουν, ενώ αυτός γλιστρούσε μέσα από τα χεριά τους είτε ντυμένος ως χανούμισσα είτε εργαζόμενος κάτω από τη μύτη τους με ψεύτικα χαρτιά στα δημόσια έργα της αποικιακής κυβέρνησης, κατασκευάζοντας τον δρόμο Λεμεσού-Πάφου και δηλωμένος κανονικά στο όχι αξιοκαταφρόνητο μισθολόγιο. Ωστόσο, αυτή η ιστορία δεν είναι για τον Μιτάς, έστω για τον Μίτα, παρά το γεγονός ότι λέγεται πως δεν ήταν ένας απλός κακοποιός και είχε μάνα μάγισσα Ρωμιά που το έδωσε το ένα του το μάτι μαύρο (το μαύρο ήτανε το καλό, το άλλο το γαλάζιο, λένε, έλαμπε σαν βίαζε και έκανε του φόνους), αυτή η ιστορία είναι για τον Τζον ΜακΣτιούαρτ από το πράσινο Ντάραμ, μισό Ιρλανδό μισό Σκοτσέζο, που υπηρέτησε στην Κύπρο και είχε κάνει σκοπό της ζωής του να οδηγήσει στην κρεμάλα τον κακοποιό.
Ο λοχαγός ΜακΣτιούαρτ έφτασε στην Κύπρο την άνοιξη του 1945 μαζί με τη φωτογραφία της νεαρής συζύγου του Εμίλια Στρόντχετετ που θα ερχόταν στο νησί αργότερα αλλά την πρόλαβε ένας επίμονος τύφος που δεν της επέτρεψε ποτέ να ταξιδέψει και ένα κασελάκι από σανταλόξυλο γεμάτο με φρέσκο τσάι ερλ γκρέι που είχε αφήσει στα πουκάμισά του μια αδιόρατη εσάνς περγαμόντο. Το γεγονός αυτό, που σε μια άλλη κοινωνία θα μπορούσε να προκαλέσει την ειρωνεία και τον χλευασμό, χάρισε στον νεαρό λοχαγό μονάχα εκτίμηση ανάμεσα στους συναδέλφους του για την πίστη του στις παραδόσεις του Στέμματος. Άλλωστε το τσάι το είχε συσκευάσει προσεκτικά η μητέρα του, μια γερή Ιρλανδέζα από το Κορκ που πίστευε πως τίποτε δεν μπορούσε να μη λυθεί πάνω από μια κούπα τσάι. «Με λίγη ζάχαρη, ντάρλινγκ, αλλά όχι γάλα. Στο ερλ γκρέι δεν βάζουμε ποτέ γάλα». Το κασελάκι με το τσάι αποδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις σωτήριο για τον λοχαγό ΜακΣτιούαρτ, που αν και κατάφερε να συνηθίσει πολλά κατά τη διάρκεια της θητείας του στο νησί, τον ήλιο και τη φρικτή καφέ σκόνη της ξηρασίας, α, ίσως και τα ζουμερά πορτοκάλια, δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την συνήθεια του μαύρου τούρκικου καφέ που είχαν υιοθετήσει πολλοί συνάδελφοί του. Ήταν πολύ πιστός στη Βασίλισσα για να αλλάζει έτσι εύκολα συνήθειες.
Ήταν πάνω σε αυτή την πίστη που είχε βασιστεί και ο προϊστάμενός του, ο συνταγματάρχης Χίκλεμπαρτ Μακμπάτερ, επίσης Σκοτσέζος, για να του αναθέσει την υπόθεση της σύλληψης του μουσουλμάνου κακοποιού. Είχε προηγουμένως φτάσει στα χέρια του η εγκύκλιος της αστυνομίας η οποία παρακαλούσε τον αποικιακό στρατό σε βοήθεια για τον εντοπισμό του κακού με τα αλλιώτικα μάτια, το καλό το μάτι της ρωμιάς και το γαλανό του Τούρκου. Σκεφτείτε, είπε στον υφιστάμενό του ο συνταγματάρχης Μακμπάτερ, ενημερώνοντάς τον για τα γεγονότα. Ακόμα και με αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καταφέρνει εδώ και πέντε χρόνια να μένει ασύλληπτος. Ένας πονηρός αμόρφωτος χωριάτης. Να κοροϊδεύει το Στέμμα. Ο λοχαγός ΜακΣτιούαρτ το πήρε αμέσως απάνω του να σταματήσει τον Μιτάς από το να κοροϊδεύει το Στέμμα. Ήταν πάνω από όλα θέμα αρχής. Η σύλληψη, η δίκη, η απονομή δικαιοσύνης. Αυτό ήταν ένα αγαθό μοναδικό της μεγάλης τους αυτοκρατορίας, σκεφτόταν, που την έκανε να ξεχωρίζει και έδινε στους ανθρώπους της την αίσθηση της ισότητας. Ακόμα και για υποτακτικούς όπως τον Μιτάς.
Ο Καραμεχμέτ φαίνεται να είχε καταγγείλει τον Μιτάς για ζωοκλοπή, γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή. Όταν βγήκε από εκεί ο Μιτάς πήγε κατευθείαν και φόνευσε τον Μαύρο Μεχμέτ με ένα στρατιωτικό πιστόλι κλεμμένο από τους Εγγλέζους, πυροβολώντας τον τρεις φορές στο κεφάλι. Μια για τις προσβολές, μια για τον καφέ και μια για να έχει να τον θυμάται.
Ο ΜακΣτιούαρτ άρχισε το έργο του μελετώντας όλα τα πρακτικά την αστυνομίας για την υπόθεση. Ο κακοποιός είχε αρχίσει την καριέρα του ως ζωοκλέφτης αλλά φαίνεται να οδηγήθηκε βαθμιαία στον φόνο και την παρανομία από την πολεμική που ασκούσε σε βάρος του ο προύχοντας του χωριού του, ένας αγροίκος βοσκός με το παρατσούκλι Μαύρος Μεχμέτ. Ο Καράμεχμετ, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωριανών ήταν τόσο μαύρος στο σώμα όσο και στην ψυχή, είχε αρχίσει να παρενοχλεί τον Μιτάς όταν ο τελευταίος κατέβηκε από το χωριό του, τα Βρέτσια, με ένα καινούργιο κοπάδι και τα παράξενα μάτια που είχαν επιτυχία στις γυναίκες. Όλοι οι χωριανοί συμφωνούσαν πως ο Μιτάς ήταν τύπος ευχάριστος με στόφα αρχηγού που έθετε την κυριαρχία του Μαύρου Μεχμέτ πάνω στους χωριανούς σε κίνδυνο, με αποτέλεσμα αυτός να τον προσβάλλει σε κάθε ευκαιρία. Στα αρχεία ήταν καταχωρημένη και μια παρεξήγηση στο καφενείο του χωριού όπου ο Καραμεχμέτ απαγόρευσε στον καφετζή να σερβίρει καφέ στον Μιτάς. «Μπρρρ» μουρμούρισε ο ΜακΣτιούαρτ ρουφώντας γερά το τσάι του, ενώ ο Καραμεχμέτ φαίνεται να είχε καταγγείλει τον Μιτάς για ζωοκλοπή, γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή. Όταν βγήκε από εκεί ο Μιτάς πήγε κατευθείαν και φόνευσε τον Μαύρο Μεχμέτ με ένα στρατιωτικό πιστόλι κλεμμένο από τους Εγγλέζους, πυροβολώντας τον τρεις φορές στο κεφάλι. Μια για τις προσβολές, μια για τον καφέ και μια για να έχει να τον θυμάται, και μετά διέφυγε στα βουνά. Ρουφώντας πάντα το τσάι του, χωρίς γάλα και με μισό κουταλάκι ζάχαρη, ο Λοχαγός ΜακΣτιούαρτ θαύμασε πως ο ωραίος ζωοκλέφτης κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να γίνει περιβόητος και επικίνδυνος κακοποιός. Σκότωνε και βίαζε γυναίκες αδιακρίτως και έφτασε να ατιμάσει ακόμα και τη γυναίκα του Χότζα στο χωριό του. Επιπλέον ήταν αμείλικτος με τους εχθρούς του, μια φορά έστειλε το κεφάλι ενός χωριανού του, που έμαθε πως έδινε πληροφορίες στην αστυνομία, πεσκέσι στην μάνα του, μαζί με μια τσάντα κρεμμύδια. Πάνω σε αυτό ο Σκοτσέζος λοχαγός βάσισε και την αποτυχία της αστυνομίας του Στέμματος να συλλάβει τον δολοφόνο ληστή. Πολλοί μισούσαν τον Μιτάς, αλλά ελάχιστοι έδιναν πληροφορίες στην αστυνομία και στους Εγγλέζους. Η σιωπή χριστιανών και μουσουλμάνων για τον Μεχμέτ Τζαμάλ Μιτάς ήταν απόλυτη και ήταν συνέπεια πολύ περισσότερο της απέχθειας των ντόπιων απέναντι στα όργανα του Στέμματος και λιγότερο της εκδικητικής μανίας του Τούρκου. Στα μάτια των ντόπιων ο Μιτάς είχε γίνει ένας άπιαστος θρύλος που γελοιοποιούσε τους Εγγλέζους και το αγαπημένο τους Στέμμα. «Δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτή την απέχθεια και την έλλειψη συνεργασίας απέναντι στις αρχές της Αυτοκρατορίας» έγραψε αγανακτισμένος ο λοχαγός ΜακΣτιούαρτ στη μητέρα του, στο καθιερωμένο γράμμα του μήνα όπου της απέστειλε την ταξιδιωτική επιταγή με τις οικονομίες του και τις δυο λίρες για τις ορτανσίες για τον τάφο της Εμίλια. Ειδικότερα αφού ο Μιτάς ήταν επικηρυγμένος για το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 50 λιρών. «Βρες μια γυναίκα να τον προδώσει» του μήνυσε η μάνα του, στέλνοντάς του μαζί με το κασελάκι του ερλ γκρέι μπισκότα κανέλας και καραμέλες βουτύρου. Βρες τη γυναίκα που θα τον προδώσει.
Πού θα μπορούσε ωστόσο να βρει ο λοχαγός ΜακΣτιούαρτ μια γυναίκα να προδώσει τον Μιτάς; Υπήρχαν φήμες ότι ο κακοποιός είχε πολλές φιλενάδες, ωστόσο ο λοχαγός, μετά από προσεκτικές έρευνες, κατάφερε να μάθει πως ο Μιτάς είχε μια βασική ερωμένη που σύμφωνα με πληροφορίες είχε μία μεγάλη δύναμη και μία μεγάλη αδυναμία. Είχε μεγάλα αφράτα στήθη με σκούρα άλω που ήταν η αδυναμία του Τούρκου κακοποιού και φρικτή αναπνοή που την κάλυπτε με καραμέλες βουτύρου. Οι πληροφορίες δεν είναι επαρκείς ούτε διασταυρωμένες, ωστόσο μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν πως η αλληλογραφία και η αποστολή πακέτων από το Ντάραμ στη Λεμεσό αυξήθηκε δραματικά κάποιους μήνες πριν από την ενέδρα που ο στρατός της Αυτοκρατορίας, με επικεφαλής τον Σκοτσέζο λοχαγό έστησε έξω από έναν αχυρώνα στο χωριό Αλέκτορα της Λεμεσού. Ο ίδιος ο λοχαγός, που ηγήθηκε της ενέδρας, οδήγησε σιδηροδέσμιο τον Μιτάς στη δικαιοσύνη. Καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού από το πρόεδρο της Δικαστηρίου Κρίφιθ Ουίλιαμ, που ανακοινώνοντας την καταδίκη τοποθετώντας το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του, παρακάλεσε να δείξει έλεος ο Θεός στην ψυχή του Μιτάς. Στην απολογία του ο κακοποιός φάνηκε αμετανόητος. Πιστεύω είπε στον Θεό ότι θα μου αποδοθεί δικαιοσύνη. Αυτή η πίστη του κακοποιού απέναντι στο σύστημα και τη δικαιοσύνη εντυπωσίασε κατά τη διάρκεια της δίκης βαθύτατα τον Σκοτσέζο λοχαγό. «Είναι απίστευτο» έγραφε αργότερα στη μητέρα του, «ακόμα κι αυτός ο φρικτός κακοποιός είχε πίστη στο σύστημα της δικαιοσύνης. Πίστευε μάλιστα πως η δικαιοσύνη του Θεού θα τον βοηθούσε. Στείλε σε παρακαλώ, μητέρα, ακόμα λίγα κουτιά καραμέλες βουτύρου».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.