Διήγημα
Της Νάνσυ Αγγελή
Μας είχε καλέσει σπίτι της για φαγητό εκείνο το βράδυ. Είχαμε καιρό να βρεθούμε και όταν πριν λίγες μέρες μιλήσαμε στο τηλέφωνο είπε: «Ελάτε σπίτι να φάμε την άλλη βδομάδα. Θα στρώσουμε στο μπαλκόνι, θα βάλουμε μουσική, θ' ανοίξουμε κανά μπουκάλι κρασί. Θα είναι ωραία». Και πραγματικά ακουγόταν ωραία.
Το διαμέρισμα του Β. και της Α. βρίσκεται σε μια ήσυχη περιοχή, έχει ένα πάρκο και λίγα δέντρα εκεί κοντά που σου δίνουν κάπως την αίσθηση προαστίου. Με τον Γ. μένουμε στο κέντρο της πόλης, κανά μισάωρο απόσταση με τον ηλεκτρικό από την Α. Ο αυτοκινητόδρομος ακούγεται μέχρι το σαλόνι όταν έχουμε τα παράθυρα ανοιχτά. Μια φορά αφήσαμε ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι όλη νύχτα και όταν ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί ήταν καφέ. Ο Γ. σήκωσε το ποτήρι στον αέρα και είπε κοιτώντας το νερό: «Αυτό κανονικά θα βρίσκονταν μέσα μας. Αυτά τα σκατά αναπνέουμε». Όταν ο ηλεκτρικός φτάνει στην γειτονιά της Α. το τοπίο δεν σου προκαλεί αρχικά και καμιά μεγάλη εντύπωση, μετά τα πρώτα βήματα, ωστόσο, τα πνευμόνια μας αρχίζουν να καταλαβαίνουν τη διαφορά. Με τον Γ. παίρνουμε παίρνουμε βαθιές ανάσες και νιώθουμε σαν να έχουμε βγει σχεδόν στην εξοχή καθώς προχωράμε κατά μήκος του πλακόστρωτου δρόμου που οδηγεί στην καινούργια πολυκατοικία που βρίσκεται το ρετιρέ του Κ. και της Α. Γελάμε πάντα στη σκέψη αυτή γιατί είναι φυσικά ανόητη, αλλά τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στο δικό μας φοιτητικό διαμέρισμα και το δικό τους, στις δικές μας στραβοπατημένες πλάκες πεζοδρομίου και στα παρτέρια με τις δάφνες που πλαισιώνουν τον πεζόδρομο και τον χωρίζουν από το γήπεδο του τέννις που εκτείνεται σε όλο του το μήκος.
Όσο το ολοκαίνουργιο μηχάνημα γλιστρά αθόρυβα ανάμεσα στους ορόφους κοιτιόμαστε κι οι δυο ενστικτωδώς στον καθρέφτη.
Σφυρίγματα, χτυπήματα από ρακέτες, πνιχτά τρεχαλητά, μια κραυγή συνοδεύουν τα βήματα μας καθώς περπατάμε πιασμένοι απ' το χέρι, φιλιόμαστε πεταχτά, χαμογελάμε, ο Γ. αφήνει το χέρι μου, το χέρι του χαϊδεύει την πλάτη μου όσο πλησιάζουμε στην είσοδο του κτηρίου. Όμορφη είσοδος, σκέφτομαι, χωρίς ένα σωρό ξεκολημμένα χαρτιά και παλιοκαιρισμένες αφίσες, μόνο ένα κομψό χαλάκι και μια θυροσυσκευή τελευταίας τεχνολογίας. Μπαίνουμε στο ασανσέρ που έχει μέγεθος μικρού δωματίου και πατάω το κουμπί για τον έκτο. Όσο το ολοκαίνουργιο μηχάνημα γλιστρά αθόρυβα ανάμεσα στους ορόφους κοιτιόμαστε κι οι δυο ενστικτωδώς στον καθρέφτη. Εγώ φτιάχνω τα μαλλιά μου, ο Γ. στρώνει τον γιακά του πουκαμίσου του, ισιώνει την πλάτη του, κοιτάει από προφίλ πόσο προεξέχει το στομάχι του, ενώ εγώ συνεχίζω να φτιάχνω τα μαλλιά μου, το χτένισμα τους ξαφνικά δεν με ικανοποιεί, μέχρι που φτάνουμε κι η σιωπηλή ανάβαση παίρνει τέλος.
Η Α. ανοίγει την πόρτα. Μας υποδέχεται με κοπλιμέντα και χαμόγελα, «πόσο όμορφοι είστε» «πόσο καιρό έχω να σας δω», λέει και αγκαλιαζόμαστε σφιχτά. Της δίνω το κουτί με τα γλυκά, εκείνη είναι ντυμμένη απλά, φοράει βερμούδα, είναι η οικοδέσποινα αυτού του ρετιρέ και είναι χαμογελαστή, αλλά μοιάζει κουρασμένη. Ο Β. σηκώνεται απ' την πολυθρόνα και διασχίζει το σαλόνι με τα χέρια ανοιχτά σε ένδειξη καλωσορίσματος. Χαμογελάει κι αυτός. Φιλιόμαστε σταυρωτά. Σε αντίθεση με την ανεπαίσθητη κούραση της Α., τις λεπτές γραμμές που σχηματίζουν μικρά σύννεφα στο πρόσωπο της,το πρόσωπο του Β. ακτινοβολεί νεανική έκπληξη κι ενέργεια, μοιάζει με νεογνό που μόλις έχει σπάσει το αβγό μέσα στο οποίο μεγάλωνε και τώρα κοιτά τον κόσμο μ΄αυτά τα μεγάλα κι έκπληκτα μάτια του, τσόφλια μπλέκονται λες μες στα μαλλιά του.
Τα σαλόνι είναι μεγάλο κι ευρύχωρο, έχει τζαμαρίες κατά μήκος όλου του απέναντι τοίχου. Είναι η ώρα που δύει ο ήλιος κι ο ουρανός είναι μωβ, η θέα δείχνει υπέροχη, το φως λούζει όλο το δωμάτιο, ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, χειροποίητα χαλιά, χρωματιστά μαξιλάρια και λινά καλύμματα στο χρώμα της άμμου. Ένα άνετο αστικό διαμέρισμα όπου όλα μοιάζουν ευρύχωρα, ίσως κάπως υπερβολικά ευρύχωρα. Ακολουθώ την Α. μέχρι την κουζίνα, τα ακροδάχτυλα μου διατρέχουν τις επιφάνειες των μοντέρνων επίπλων, οι άντρες βολεύονται στους καναπέδες κι είναι ίσως λίγο αμήχανοι, δεν τους δένει παρά η δική μας φιλία με την Α., οι παύσεις τους προδίδουν αυτόν τον μικρό εκνευρισμό, παρά την φαινομενική άνεση.
«Τι θέλετε να πιείτε», ρωτά η Α. από την κουζίνα, «τι προτείνει η σεφ;» αστειεύεται ο Γ. κι ύστερα ο Β. δίνει οδηγίες στην Α. για το κρασί, αν το έβαλε εγκαίρως στο ψυγείο, πώς θα πρέπει να το σερβίρει, και πριν απ' όλα αν θυμήθηκε να το αγοράσει μετά τη δουλειά, εκείνο το εκπληκτικό κρασί που πρέπει να δοκιμάσετε οπωσδήποτε και που συνοδεύει υπέροχα το χοιρινό. Μια αδιόρατη δυσφορία καταλαμβάνει τις συσπάσεις του προσώπου της Α. αλλά είναι συγκρατημένη, δεν επιτρέπει στον εαυτό της να αγανακτήσει πραγματικά, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή που είναι η βραδιά του δείπνου μας. Απαντάει μονολεκτικά σε όλες τις παρατηρήσεις του Β., είναι πολύ απασχολημένη για να σταθεί σε περιττές υπενθυμίσεις, εννοείται πως έχει κάνει όλα αυτά που της υπενθυμίζει τώρα ο Β. κι ακόμη περισσότερα, βγάζει το κρέας απ' το φούρνο, ένας πυκνός καπνός μας τυλίγει και τις δυο, με παρακαλεί να βγάλω τις ντομάτες απ' το ψυγείο, ανταλάσσουμε κάποια νέα όσο κόβει τη σαλάτα, η φωνή της ακούγεται ξαφνικά δυνατότερη, πάνω απ' την απαλή μουσική του υπολογιστή, τον απορροφητήρα, την χαμηλή συνομιλία που έρχεται απ' το σαλόνι, καθώς ξεφλουδίζει το τελευταίο αγγούρι: «Στο τραπέζι, είναι όλα έτοιμα».
Κάτω απ' τα πόδια μας, το γήπεδο τένις από ψηλά σαν αβοκάντο κομμένο στη μέση. Αν πλησιάσει κανείς κοντά στα κάγκελα του μπαλκονιού μπορεί να δει ανεμπόδιστος την παρτίδα που εκτυλίσσεται έξι ορόφους πιο κάτω.
Στο μπαλκόνι φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι και η νύχτα έχει σχεδόν πέσει. Το τράπεζι είναι όμορφα στρωμένο με το σωστό είδος πιάτου, μαχαιριού, ποτηριού για την κάθε περίσταση. Υπάρχουν κεράκια, πετσέτες ασορτί με το τραπεζομάντηλο, αναπαυτικές καρέκλες με θέα δεκάδες φωτισμένα παράθυρα μπροστά απ' τα γυμνά βουνά, επιβλητικοί σκούροι όγκοι που διαισθάνεται κανείς στο βάθος. Κάτω απ' τα πόδια μας, το γήπεδο τένις από ψηλά σαν αβοκάντο κομμένο στη μέση. Αν πλησιάσει κανείς κοντά στα κάγκελα του μπαλκονιού μπορεί να δει ανεμπόδιστος την παρτίδα που εκτυλίσσεται έξι ορόφους πιο κάτω. Ο Β. παίρνει τη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού, στον Γ. δίνεται η θέση με την δεύτερη καλύτερη θέα, εγώ κάθομαι απέναντι τους, η Α. στο πλάι έτσι ώστε να βρίσκεται κοντά στην κουζίνα γιατί θα χρειαστεί να σηκώνεται συχνά λέει. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και όλοι αναφωνούμε επιδοκιμαστικά καθώς η Α. μοιράζει τις πιατέλες απ' όπου θα σερβιριστούμε. «Το χοιρινό είναι υπέροχο» «το πετυχαίνει πάντα αν και σήμερα δεν έβαλε αρκετό δεντρολίβανο» «είδες πώς ταιριάζει με το κρασί» και άλλα τέτοια ακούγονται ενώ τρώμε με όρεξη, η Α. ακούει σιωπηλή τις φιλοφρονήσεις και χαμογελά, σηκώνεται και φέρνει κάτι που λείπει, ή κάτι του οποίου την έλλειψη δεν είχε προσέξει κανείς, άλλα τώρα που βρίσκεται στο τραπέζι μοιάζει ξαφνικά φοβερά αναγκαίο. Την κοιτάζω με ευγνωμοσύνη γιατί έχει αυτό το χάρισμα, αυτό το σχεδόν αποκλειστικά γυναικείο ταλέντο το οποίο συνίσταται στο να μαντεύει κανείς τις επιθυμίες του άλλου πριν ακόμα αυτές πάρουν καλά καλά σχήμα και μορφή μες στο μυαλό του. Αυτό το υπέροχο ταλέντο που δεν είναι παρά η ικανότητα κάποιου να φροντίζει σε βαθμό τελειότητας αυτόν που αγαπά. Δεν μου αρέσει η σκέψη πως πρόκειται ίσως για ένα γυναικείο χαρακτηριστικό, δεν μου αρέσει η σκέψη ότι μπορεί να έχει φύλο η αγάπη, κι ίσως πάλι να μην είναι θέμα γενετικής, να μην οφείλεται παρά σε μια ορισμένη συναισθηματική αγωγή που συνηθίζουν να λαμβάνουν οι γυναίκες. Τόσο απλά. Τόσο απλά όσο η Α. φροντίζει πάντα να μην λείψει τίποτα από το τραπέζι, το κρεβάτι, τη βαλίτσα, το γραφείο του Β.
«Θα πάτε πουθενά διακοπές φέτος το καλοκαίρι;» ρωτώ κοιτώντας μια τον Β. και μια την Α. Ο Β. καταπίνει ένα κομμάτι κρέας, η Α. λέει και η φωνή της είναι σαν να εξατμίζεται στον βραδινό αέρα: «Ο Β. έχει πολύ δουλειά... δεν ξέρουμε ακόμα... Εγώ θα πάω σίγουρα κάποιες μέρες στο χωριό, εχώ πολύ καιρό να δω τους γονείς μου...». Το βλέμμα της είναι ονειροπόλο καθώς τελειώνει την φράση της, ακριβώς σαν να έβλεπε μπροστά της το χωριό.
Το δείπνο συνεχίζεται παράλληλα με μια ακόμα παρτίδα τέννις. Υπόκωφα χτυπήματα, παύσεις, κουβέντες για ταξίδια, σινεμά, λογοτεχνία.
«Μόλις τελείωσα το Περί Τυφλότητας, του Σαραμάγκο, το έχετε διαβάσει;» λέει ο Β. «Όχι», απαντάει ο Γ. Ο Γ. δεν νοιάζεται ποτέ να δείξει ότι ξέρει κάτι, είτε το ξέρει πραγματικά, είτε όχι. Δεν έσπευσε να προσθέσει ότι έχει διαβάσει άλλα βιβλία του Σαραμάγκο, ότι γνωρίζει τον συγγραφέα και το έργο του, αλλά απλώς δεν έχει τύχει, δεν έχει έρθει ως τώρα η στιγμή που θα διαβάσει το βιβλίο αυτό για την αληγορική συλλογική τύφλωση μιας κοινωνίας.
Η Α. είπε ότι της αρέσει ο Ροθ. Θέλει να αγοράσει το τελευταίο του βιβλίο. Και γω είπα ότι αν είναι να μιλήσουμε για συγγραφείς που αγαπάμε, τότε εγώ αγαπώ τον Κάρβερ. Τον αγαπώ γιατί είναι τόσο πολύ ανθρώπινος και συναισθηματικός χωρίς να ντρέπεται γι' αυτό, τόσο διεισδυτικός και βαθύς χωρίς να το κάνει θέμα. Πρόσθεσα, ωστόσο, ότι το να αφουγκράζεται κανείς με τόση ακρίβεια τα συναισθήματα του ή τα συναισθήματα των άλλων δεν είναι εύκολο πράγμα, το αντίθετο μάλλον. Κι από αυτήν την άποψη δεν θα ήθελα καθόλου να είμαι στη θέση του Κάρβερ.
Κάπου εκεί ακούστηκαν κραυγές από το γήπεδο του τέννις κι ύστερα το σπαρακτικό κλάμα ενός μωρού έφτασε ως τ' αφτιά μας. Το κλάμα του μωρού ήταν έντονο και παρατεταμένο, κάλυψε τις κουβέντες μας και μας ανάγκασε να σωπάσουμε σαν για να το ακούσουμε καλύτερα. Κοίταξα την Α. που κοιτούσε πέρα απ' το μπαλκόνι με το καλοστρωμμένο τραπέζι, πέρα απ' τα φώτα των κεριών και όλα όσα μας περιτριγύριζαν και ήταν ξαφνικά αβάσταχτο, απλώς αβάσταχτο, να την κοιτάζω, να ακούω το κλάμμα εκείνου του μωρού, να έχω μπει έστω και λίγο στα παπούτσια του Κάρβερ.
ΝΑΝΣΥ ΑΓΓΕΛΗ
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.