Του Γιάννη Νικολούδη
Το σενάριο, όπως συνήθως, ήταν πολύ απλό. Το είχε λάβει πριν δυο μέρες με μέιλ· μια πυκνογραμμένη παράγραφος με κάμποσες λέξεις υπογραμμισμένες, όπως εξυπηρέτηση, ευγένεια, απόδειξη, καθαρό wc. Λέξεις κλειδιά, λέξεις που καθόριζαν το πεδίο δράσης του. Στο τέλος του μέιλ αναφερόταν και ο προϋπολογισμός: 50 ευρώ, τα οποία είχαν κατατεθεί ήδη στον τραπεζικό του λογαριασμό και τώρα έτριζαν στις τσέπες του με τη μορφή ενός κολαριστού πενηντάρικου.
Ήταν μια υπόθεση ρουτίνας· επρόκειτο για ένα βενζινάδικο κάπου στα νότια προάστια. Έπρεπε να πάει εκεί μετά τις δέκα τη νύχτα, να ζητήσει να του βάλουν σαράντα ευρώ βενζίνη, να αγοράσει λίγο λάδι για το αυτοκίνητο και ένα πακέτο τσιγάρα και, πριν αποχωρήσει με σχεδόν γεμάτο το ρεζερβουάρ, να μην ξεχάσει να χρησιμοποιήσει το wc. Γι' αυτές τις απλούστατες ενέργειες –ενέργειες που έκανε ο οποιοσδήποτε άνθρωπος καθημερινά– θα πληρωνόταν στο τέλος του μήνα με τριάντα ευρώ και θα του έμενε και η βενζίνη στο αυτοκίνητο. Για να μην αναφέρουμε το λάδι και τα τσιγάρα. Το μόνο επιπλέον που είχε να κάνει ήταν να καθίσει μια από τις επόμενες μέρες για να γράψει μια τυπική αναφορά.
Το εν λόγω βενζινάδικο στεγαζόταν σε ένα μακρύ, ορθογώνιο κτήριο πλάι απ' το ρεύμα εκείνο του δρόμου που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης. Ήταν η μοναδική πηγή φωτός σε μια περιοχή αποτελούμενη από σκόρπιες, απομακρυσμένες μονοκατοικίες, αποθήκες, μάντρες και απέραντες νησίδες χορταριασμένων εκτάσεων περιτριγυρισμένων με συρματοπλέγματα που θύμιζαν στρατόπεδα. Τα διερχόμενα αυτοκίνητα βούιζαν σαν έντομα καθώς τον προσπερνούσαν. Έκοψε ταχύτητα, έβγαλε φλας και σταμάτησε κάμποσα μέτρα πριν από την είσοδο του βενζινάδικου. Άφησε τη μηχανή να δουλεύει στο ρελαντί και, καθισμένος στη θέση του οδηγού, έστριψε ένα τσιγάρο. Με τις πρώτες ρουφηξιές, άρχισε να παρατηρεί το κτήριο. Η πινακίδα μιας γνωστής αλυσίδας καυσίμων σκορπούσε ένα φορτικό φως πάνω στη γδαρμένη επιφάνεια της ασφάλτου προσελκύοντας παραζαλισμένα έντομα. Κατά τα άλλα, νέκρα. Ο υπάλληλος, ένας λιγνός νεαρός, καθόταν σε μια καρέκλα πλάι από το πρατήριο και σκότωνε την ώρα του με ένα τάμπλετ.
Δεν βιάστηκε να ξεκινήσει· έμεινε εκεί και κάπνισε το τσιγάρο μέχρι τη γόπα. Το είχε συνήθειο να βολιδοσκοπεί το χώρο πριν αρχίσει τη δουλειά. Ήθελε να αποπνέει φυσικότητα· και αυτό δεν θα το πετύχαινε αν, προηγουμένως, δεν είχε πάρει μια ιδέα για τα κατατόπια. Ορίστε, στα δεξιά, πλάι από το πλυντήριο των αυτοκινήτων, οι τουαλέτες· δυο καμπίνες βαμμένες άτσαλα με λευκή μπογιά λες και δεν είχε χρησιμοποιηθεί βούρτσα για να απλωθεί το χρώμα αλλά κάποιος είχε χύσει την μπογιά κατά λάθος, από ατύχημα. Πίσω από τον βαριεστημένο υπάλληλο ήταν το ταμείο και το μίνι παντοπωλείο.
Πάντα μέσα από το αυτοκίνητο, χαρτογράφησε και το χώρο με τις αντλίες. Πού είναι η αμόλυβδη, πού είναι το ντίζελ. Τέτοια πράγματα. Γιατί, είτε τον έστελναν σε βενζινάδικο, είτε σε κυριλέ εστιατόριο, ο τρόπος που δούλευε ήταν ένας: πρώτα έβλεπε τη μεγάλη εικόνα και ύστερα προχωρούσε στις λεπτομέρειες. Ξεφύσησε σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάνει μια αγγαρεία.
Όποτε λάμβανε ένα μέιλ της εταιρίας είχε την ελπίδα ότι η επόμενη δουλειά που θα του ανέθεταν θα είχε να κάνει με κάνα καλό εστιατόριο ή καμιά αλυσίδα εμπορίας ρούχων ή ηλεκτρονικών. Εντάξει, και τα βενζινάδικα δεν ήταν άσχημα. Σε τέτοια ύψη που είχε εκτοξευθεί η τιμή της βενζίνης ήταν σημαντικό να μπορείς πού και πού να γεμίζεις το ρεζερβουάρ σου στο τζάμπα. Όμως και πάλι δεν μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του τα σενάρια που του υπαγόρευαν να υποδυθεί τον πελάτη ενός καλού εστιατορίου ή ενός φημισμένου εμπορικού. Πήγαινε, του έλεγε η εταιρία με τον τρόπο της, περιδρόμιασε και όλα πληρωμένα από εμάς. Το μόνο που έχεις να κάνεις εσύ είναι να ελέγξεις την καθαριότητα του μέρους, την ποιότητα της εξυπηρέτησης, τους τρόπους των εργαζομένων. Και στο τέλος στρώσε το κώλο σου, σύνταξε μια αναφορά και στείλε μας τη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με αυτόν τον τρόπο, αρκετές φορές στο παρελθόν, είχε δειπνήσει τζάμπα, και, αν το σενάριο είχε να κάνει με άλλου είδους επιχειρήσεις, αγόραζε και κάνα ρούχο ή κάνα γκάτζετ· εννοείται πάλι με έξοδα της εταιρίας. Χώρια την πληρωμή του: μικρά εμβάσματα των τριάντα ή των σαράντα ευρώ που έμπαιναν στον λογαριασμό του στο τέλος του μήνα και που αν τα άθροιζες έβλεπες ότι σχεδόν έβγαζε έναν κανονικό μισθό. Και τι έπρεπε να κάνει; Μα να στρώσει τον κώλο του κάτω και να γράψει μια απλή αναφορά.
Ήταν μια άνετη άσκηση στην υποκριτική. Μια χαλαρή παράσταση. Του ζητούσαν να μπει στο πετσί ενός ρόλου· στο πετσί του καλοβαλμένου αγοραστή, του αξιοπρεπούς καταναλωτή που με άνεση και φυσικότητα θέλει να ξοδέψει τα λεφτά του. Του ζητούσαν να είναι ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος, γιατί κάθε καταναλωτής που πληρώνει είναι αξιοσέβαστος άνθρωπος.
Όπως και να το κάνεις, ήταν μια άνετη δουλειά. «Ξέρεις τι είσαι; Ένας ρουφιάνος των μεγαλοεταιρειών, να τι είσαι. Ένα γρανάζι», τον πείραζε ένας φίλος του κάποιες φορές. Αλλά αυτός δεν έδινε σημασία. Στους οκτώ μήνες που έκανε αυτή τη δουλειά δεν είχε γράψει ποτέ κακή αναφορά. Δεν είχε μαυρίσει κανένα υπάλληλο. Αν και πολλές φορές είχε μπει στον πειρασμό. Γιατί, συχνά ερχόταν αντιμέτωπος με άξεστους, αγενείς ή αδιάφορους πωλητές, με ξιπασμένους σερβιτόρους, με υπαλλήλους που δεν την πάλευαν κάστανο. Ποτέ όμως δεν έγραφε κάτι κακό γι' αυτούς στις αναφορές του προς την εταιρία. Ήταν παράξενο αυτό που ένιωθε. Την ίδια στιγμή που έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν προστάτη τους –ένας ανώνυμος προστάτης των απανταχού μισθωτών που η εργοδοσία ήθελε να τους πιάσει στα πράσα για να έχει μια δικαιολογία μετά να τους στείλει στα τσακίδια– την ίδια στιγμή, λοιπόν, αισθανόταν ότι είναι πάνω από αυτούς, ότι δεν μοιραζόταν την ίδια μοίρα μαζί τους, ότι δεν ήταν ένα υπαλληλάκι. Ναι, κι αυτός είχε αφεντικά. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Η δουλειά του κατά κάποιον τρόπο ήταν ανώτερη. Δεν ήταν το ίδιο.
Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ύστερα έκλεισε το παράθυρο και αφού έριξε άλλη μια γενική ματιά στο χώρο του βενζινάδικου ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Ώρα του ήταν.
Ήταν μια άνετη άσκηση στην υποκριτική. Μια χαλαρή παράσταση. Του ζητούσαν να μπει στο πετσί ενός ρόλου· στο πετσί του καλοβαλμένου αγοραστή, του αξιοπρεπούς καταναλωτή που με άνεση και φυσικότητα θέλει να ξοδέψει τα λεφτά του. Του ζητούσαν να είναι ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος, γιατί κάθε καταναλωτής που πληρώνει είναι αξιοσέβαστος άνθρωπος. Του ζητούσαν να έχει μια ταυτότητα, την ταυτότητα του αγοραστή, την πιο αναγνωρισμένη ταυτότητα. Κατά κάποιον τρόπο σε ανύψωνε όλο αυτό. Ιδρωμένοι σερβιτόροι του μιλούσαν με το σεις και με το σας, αεικίνητοι πωλητές πάσχιζαν να απαντήσουν τα ερωτήματά του, ερωτήματα που καθορίζονταν από το εκάστοτε σενάριο που του έστελνε η εταιρεία. Ήταν μια ανέμελη βουτιά στον κόσμο της κατανάλωσης δίχως να τον λερώνουν τα ζουμιά του συστήματος. Ναι, δεν θα έπαιρνε ποτέ τον εαυτό του τόσο στα σοβαρά ώστε να λάβει υπόψη του τις σποραδικές παρατυπίες που αντίκριζε. Ας του φερόντουσαν κάποιοι με αγένεια. Ας ήταν άξεστοι. Αυτός εξακολουθούσε να στέκει πάνω και από αυτούς: ενώ μπορούσε να τους μαυρίσει, δεν το έκανε. Οι αναφορές του εξακολουθούσαν να κάνουν λόγο για καλούς τρόπους, για σωστή εξυπηρέτηση για καλές συνθήκες. Εσωτερίκευε βουβά τους άξεστους τρόπους τους· έμπαινε στη μέση μεταξύ δυο ορμών: του εργαζόμενου και του αφεντικού. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να απολαύσει τον εφήμερο ρόλο του. Ήθελε να είναι πειστικός κι ας μην είχε σκοπό να ανταποκριθεί επί της ουσίας στα καθήκοντά του. Όχι, δεν θα γινόταν υπεύθυνος για την απόλυση κανενός. Την πλάκα του έσπαγε.
Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε για να μπει στο βενζινάδικο. Στην παρουσία του αυτοκινήτου του στο χώρο του, ο υπάλληλος σήκωσε το πρόσωπό του από το τάμπλετ και τον κοίταξε καθώς προχωρούσε προς την αντλία της αμόλυβδης. Την ίδια στιγμή, ένα άλλο αυτοκίνητο από πίσω ήρθε για να πάρει κι αυτό θέση. Ο υπάλληλος αιφνιδιάστηκε με όλη αυτή τη ξαφνική κίνηση· τα ακουστικά του τάμπλετ μπλέχτηκαν στο λαιμό του· το τάμπλετ έπεσε κάτω.
Πίσω από το κλειστό του τζάμι, άκουσε τον υπάλληλο να βρίζει χαμηλόφωνα. Όταν άνοιξε το τζάμι και είπε «Σαράντα ευρώ» ο υπάλληλος ούτε που του έδωσε σημασία. Ήταν σκυμμένος και μάζευε τα συντρίμμια του τάμπλετ. Τελικά αποκρίθηκε: «Μισό, φίλε». Και μπήκε μέσα στο κτήριο.
«Ξέρεις πως το λένε αυτό που κάνεις;» τον είχε ρωτήσει πριν μέρες η αδερφή ενός καλού του φίλου. Ήταν έξω για ούζα. Ένα μάτσο συνομήλικοι, φοιτητές, άνεργοι, τυπάκια που δούλευαν part time για να βγάλουν χαρτζιλίκι. Ο καθένας έπινε και αράδιαζε τις ιστορίες του. Ιστορίες για εξεταστικές, για αραλίκια, για σπαστικά αφεντικά, για εκνευριστικούς πελάτες. Οι δικές του όμως ιστορίες αναπόφευκτα ξεχώριζαν. Ήταν η φύση της απασχόλησ;ής του· η αναγκαστική μυστικοπάθεια. Κανονικά δεν έπρεπε να μιλάει γι' αυτά αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί, τουλάχιστον όχι μπροστά στα φιλαράκια του. «Ξέρεις τι είσαι; Γιατί δεν νομίζω ότι ξέρεις», είχε επιμείνει εκείνη η κοπέλα. «Τι είμαι;» «Είσαι ένας mystery shopper. Είναι της μόδας τελευταία. Κι εκεί που δουλεύω έχουν έρθει. Έπειτα από μια αναφορά τους απολύθηκε μια πωλήτρια». «Έλα, ρε.» έκαναν όλοι σαν μια φωνή. Αυτός δεν μιλούσε. Ένιωθε κάτι σαν ευχάριστη αναστάτωση σε όλο του το σώμα. Πρώτη φορά το άκουγε. Ήταν δυνατό; Μήπως του έκανε πλάκα; Την ρώτησε. «Τι πλάκα, μωρέ. Καλά, κάνεις αυτό το πράγμα τόσο καιρό και δεν ξέρεις πως το λένε;» Ε, λοιπόν, δεν ήξερε. Ούτε καν ασφαλισμένο τον είχαν. Από ένα γνωστό του γνωστού είχε έρθει σε επαφή με την εταιρία. Είχε συστηθεί σαν ένα φοιτητάριο που ήθελε να βγάλει ένα εξτραδάκι. Το ένα έφερε το άλλο και έφτασε σε σημείο να δέχεται κάμποσα μέιλ το μήνα. Στο διάολο οι σπουδές και ας χτυπιόταν ο γέρος του. Mystery shopper. Πόσο του έκανε κλικ! Η θεατρικότητα του όρου. Το πόσο ωραίο ακουγόταν. Σαν ένας σούπερ ήρωας. Ο ίδιος, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ένας σούπερ ήρωας. Ένας mystery shopper που προστάτευε τους εργαζομένους.
O πίσω οδηγός, που περίμενε κι αυτός υπομονετικά την επιστροφή του υπαλλήλου από το κτήριο, έσβησε τη μηχανή και τους προβολείς του αυτοκινήτου. Αυτός άρχισε να στρίβει μηχανικά άλλο ένα τσιγάρο. Σάλιωνε το χαρτάκι όταν ο υπάλληλος βγήκε έξω και στάθηκε πλάι από το τζάμι.
«Πόσο;» έκανε.
«Σου είπα, σαράντα ευρώ».
«Άνοιξε μου το ρεζερβουάρ, αδερφέ».
Καθώς έσκυβε στο κάθισμα του οδηγού για να πατήσει τον μοχλό του ρεζερβουάρ παρατήρησε με την άκρη του ματιού, απ' τον καθρέπτη του οδηγού, το πίσω αυτοκίνητο και συγκεκριμένα την πόρτα του που άνοιγε. Ένας άντρας βγήκε έξω και ήρθε και στάθηκε πλάι από τον υπάλληλο.
«Ζεστή νύχτα», είπε.
Ο υπάλληλος χτυπούσε τα σαράντα ευρώ στην αντλία. Είπε: «Ναι, άστα να πάνε».
Ο άντρας δεν μίλησε ξανά. Απλά στεκόταν εκεί χαζεύοντας το βενζινάδικο. Γύρω στα σαράντα, με αρχή φαλάκρας και μπάκα. Λίγο ατημέλητος και χαλαρός στις κινήσεις. Τύπος οικογενειάρχη που παλιά ήταν ροκάς.
«Είσαι εντάξει», είπε ο υπάλληλος σ’ αυτόν αγνοώντας τον σαραντάρη. «Κάτσε να σου φέρω την απόδειξη».
Τα μάτια του υπαλλήλου ήταν γλαρά. Πρόσωπο χαυνωμένο, με ευδιάκριτους κύκλους από κάτω. Σπασμωδικότητα στις κινήσεις. Λες και είχε μόλις ξυπνήσει και κάποιος σαδιστής του είχε ζητήσει να τετραγωνίσει τον κύκλο μέσα σε πέντε λεπτά.
Καθώς ο υπάλληλος πήγαινε στο μαγαζί για να κόψει την απόδειξη, αυτός παρατήρησε ότι σχεδόν παραπατούσε. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και προχώρησε λίγο μπροστά για να αφήσει τον σαραντάρη να πλησιάσει με το αυτοκίνητό του την αντλία. Μετά έσβησε τη μηχανή, άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και πήγε να βρει τον υπάλληλο στο εσωτερικό του βενζινάδικου. Μπαίνοντας μέσα, τον χτύπησε μια γνωστή μυρωδιά. Μαύρο. Μια μπαφίλα. Δεν ξαφνιάστηκε.
«Ορίστε», του είπε ο υπάλληλος. «Η απόδειξή σου».
Άπλωσε το χέρι του και την πήρε. «Θέλω και λάδι».
«Σε εκείνο το ράφι έχει ό,τι θες. Διάλεξε. Βγαίνω λίγο έξω να δω τι θέλει ο άλλος».
Βρήκε ένα μπουκάλι που κόστιζε γύρω στα πέντε ευρώ (αυτή την οδηγία είχε από την εταιρία) και ενώ έψαχνε για την μάρκα των τσιγάρων του, άκουσε απέξω τη φωνή του σαραντάρη να λέει στον υπάλληλο:
«Σαράντα ευρώ βάλε μου».
Ύστερα από λίγο ο υπάλληλος και ο σαραντάρης μπήκαν στο κατάστημα.
«Θέλω και λάδι», είπε ο σαραντάρης. «Και ένα μάρλμπορο, σε παρακαλώ».
«Μάλιστα. Κάτσε να εξυπηρετήσω εδώ το παιδί».
Πλήρωσε για τη βενζίνη, για το λάδι και για τα τσιγάρα. Ακριβώς πενήντα ευρώ. Παρατήρησε ότι ο σαραντάρης κρατούσε το ίδιο ακριβώς λάδι που είχε αγοράσει κι αυτός.
«Καλά περνάτε εδώ», είπε παίζοντας τα ρουθούνια του ο σαραντάρης. Ο υπάλληλος δεν αποκρίθηκε. Έκανε τον κινέζο. Ο σαραντάρης επέμεινε: «Πολύ καλά περνάτε».
«Πενήντα ευρώ», είπε ο υπάλληλος στον σαραντάρη εξακολουθώντας να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.
Τους άφησε και βγήκε έξω ακούγοντας τον σαραντάρη κάτι να λέει στον υπάλληλο. Τράβηξε για τις τουαλέτες έχοντας ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Πενήντα ευρώ, σκεφτόταν. Πενήντα ευρώ. Μπαίνοντας στην αντρική τουαλέτα τον χτύπησε μια αναγουλιαστική μπόχα ουρίας. Το καπάκι της λεκάνης ήταν κιτρινισμένο, γεμάτο κάτουρα. Στο νιπτήρα στέγνωναν κάτι καφετιοί λεκέδες. Οι τοίχοι πιτσιλισμένοι με απροσδιόριστα υγρά. Δεν κατούρησε. Βγαίνοντας έξω, έπεσε μούρη με μούρη με τον σαραντάρη.
Τον άφησε να μπει στη καμπίνα του wc και προχώρησε προς το αυτοκίνητό του νιώθοντας κάπως σαν να ονειρευόταν. Σε λίγο ο σαραντάρης βγήκε από τη τουαλέτα μονολογώντας: «Τι μπουρδέλο είναι αυτό».
Το δυσάρεστο συναίσθημα ολοένα και εντεινόταν. Τι είδους πλάκα ήταν αυτή; Ο σαραντάρης τον ακολουθούσε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του. Ο σαραντάρης το ίδιο. Έμεινε εκεί μέχρι που ο σαραντάρης έβαλε μπρος και χάθηκε. Έμεινε στο αυτοκίνητο στο προαύλιο του βενζινάδικου ενώ ο υπάλληλος ασχολιόταν ξανά με το τάμπλετ του καθισμένος στην ίδια καρέκλα. Έμεινε στο αυτοκίνητο και σκεφτόταν: Είναι δυνατόν; Τι έγινε πριν λίγο; Γιατί; Για ποιον λόγο;
Έβαλε μπρος και βγήκε στον δρόμο. Έπειτα από καμιά πεντακοσαριά μέτρα σε εκείνον τον άραχλο κόσμο των προαστίων, έκοψε στα δεξιά και σταμάτησε ξανά πλάι από τη καγκελόπορτα μιας μάντρας. Ναι, κάτι δεν είχε πάει καθόλου καλά απόψε. Γιατί όμως; Γιατί;
Με ένα δυσάρεστο σφίξιμο στο στήθος, πρόφερε μέσα του επιτέλους την απάντηση.
Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να ήταν εκείνος ο αναθεματισμένος σαραντάρης; Και συνεχίζοντας τον συλλογισμό του δίχως ακόμα να το πιστεύει, σαν παιχνίδι: Aλλά γιατί να τον στείλουν την ίδια ώρα; Γιατί να τον βάλουν να ξοδέψει το ίδιο ακριβώς ποσό για τα ίδια ακριβώς προϊόντα; Ναι, γιατί; Γιατί σαράντα ευρώ αμόλυβδη, γιατί το ίδιο λάδι, γιατί κι αυτός τσιγάρα;
Μα για να τον ελέγξουν βέβαια. Ε, ναι. Σου λένε, τόσο καιρό κάνει αυτή τη δουλειά και δεν έχει μαυρίσει κανένα. Ποτέ. Όλο καλές αναφορές είναι. Για να δούμε τι παίζει. Και να που δίνουν την ίδια δουλειά σε άλλον ένα… mystery shopper. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να ήταν εκείνος ο αναθεματισμένος σαραντάρης; Και συνεχίζοντας τον συλλογισμό του δίχως ακόμα να το πιστεύει, σαν παιχνίδι: Aλλά γιατί να τον στείλουν την ίδια ώρα; Γιατί να τον βάλουν να ξοδέψει το ίδιο ακριβώς ποσό για τα ίδια ακριβώς προϊόντα; Ναι, γιατί; Γιατί σαράντα ευρώ αμόλυβδη, γιατί το ίδιο λάδι, γιατί κι αυτός τσιγάρα; Μα για να του δείξουν πόσο αναλώσιμος είναι. Πόσο ασήμαντος. Σαν και σένα εκεί έξω βρίσκουμε πολλούς. Σαραντάρηδες, πενηντάρηδες, εξηντάρηδες, ό,τι γουστάρουμε βρίσκουμε.
Μάλλον παραλογιζόταν. Αλλά και πάλι η περίσταση ήταν πολύ χτυπητή. Ο σαραντάρης έβαλε σαράντα ευρώ βενζίνη, πήρε το ίδιο λάδι, πήρε και τσιγάρα. Παρατηρούσε το βενζινάδικο, παρατηρούσε τον υπάλληλο. Πήγε και στην τουαλέτα… Είχε ακολουθήσει το ίδιο σενάριο. Το ίδιο ακριβώς σενάριο…
Ναι, αλλά το σενάριο είναι φτιαγμένο για να μην δείχνει σαν σενάριο. Είναι φτιαγμένο για να αποπνέει φυσικότητα. Ο σαραντάρης θα μπορούσε απλώς να ήταν ένας τυχαίος ανυποψίαστος πελάτης.
Αλλά κάτι επίμονα του έλεγε ότι δεν ήταν.
Λίγη ώρα μετά, έχοντας επιστρέψει στο φοιτητικό του δωμάτιο έσπαγε το κεφάλι του για να δει τι θα γράψει στην αναφορά του. Ενώ πριν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όλη αυτή τη σκευωρία την είχε φανταστεί, ότι τέτοια πράγματα μόνο ένα παρανοϊκό μυαλό θα μπορούσε να τα είχε σκαρφιστεί, τώρα έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται: αν, λέμε τώρα, αν, υπόθεση εργασίας κάνουμε, αν λοιπόν ο άντρας εκείνος ήταν όντως άλλος ένας mystery shopper σταλμένος από την εταιρία είτε από λάθος, είτε εκ του πονηρού, αν τέλος πάντως ήταν στ’ αλήθεια ένας συνάδελφος, τι θα έγραφε άραγε στην αναφορά του; Σίγουρα δεν θα του άρεσε η εικόνα του υπαλλήλου που κάθεται και παίζει με το τάμπλετ του. Δεν θα του άρεσε ούτε ο χαλαρός ενικός με τον οποίο απευθυνόταν στους πελάτες. Θα παρατηρούσε, το δίχως άλλο και την απροθυμία του υπαλλήλου να καθαρίσει τα παρμπρίζ των πελατών. Α και η μπαφίλα! Όσο για τις τουαλέτες… Άστο καλύτερα.
Ναι, η υποθετική αναφορά του υποθετικού mystery shopper θα ήταν καταπέλτης για εκείνο το υπαλληλάκι. Αλλά με την ίδια λογική, μια δική του καλή αναφορά δεν θα ήταν το ίδιο πράγμα; Δεν θα ήταν καταπέλτης εναντίον του ίδιου του του εαυτού; Δεν θα τον εξέθετε ανεπανόρθωτα στα μάτια της εταιρίας;
Η λευκή οθόνη του υπολογιστή απαιτούσε το κείμενο του αλλά αυτός κωλυσιεργούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σύγχυση. Παλιά, μέχρι και χθες, θα ξεμπέρδευε με μια τυπική αναφορά όπου θα περιέγραφε ότι όλα έβαιναν καλώς. Τώρα; Τι έπρεπε να κάνει;
Σηκωνόταν από την καρέκλα. Κάπνιζε. Έστριβε και κάπνιζε. Έστριβε βιαστικά άτσαλα τσιγάρα. Τρίμματα καπνού κόλλαγαν στα χείλη του και τον ενοχλούσαν σαν τρίχες. Καθόταν ξανά στην καρέκλα. Όλη αυτή η κατάσταση για ώρες. Mystery shopper. Σούπερ ήρωας υπέρ των εργαζομένων, Mystery shopper... Τι σαχλαμάρες Θεέ μου. Όλα ήταν σαχλαμάρες. Ας τον έδιωχναν. Δεν πάει να γαμηθεί ο Δίας, ας τον έδιωχναν. Αλλά και πάλι… Το χαρτζιλίκι που έβγαζε ήταν καλό. Και η όλη φάση εξακολουθούσε να του αρέσει. Τι θα του έμενε αν τον έδιωχναν; Οι ψυχαναγκαστικές σπουδές του; Η σίγουρη ανεργία; Εδώ, αντίθετα, υπήρχε ενδιαφέρον, υπήρχε ψωμί, υπήρχαν –ναι– προοπτικές. Mystery shopper. Ναι, ήταν μια δουλειά, ήταν μια κανονική δουλειά. Μια δουλειά που έπρεπε επιτέλους να την πάρει στα σοβαρά. Τέρμα πια τα παιδιαρίσματα.
Το πρώτο φως του ήλιου έμπαινε ψηλαφητά απ’ τα στόρια του παραθυριού όταν πήρε μια βαθιά ανάσα και σχεδόν απνευστί έγραψε το κείμενο της αναφοράς. Πάτησε αποστολή. Αυτό ήταν. Τόσο απλό. Σαν να είχε κοιμηθεί παιδί και ξύπνησε ενήλικας.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.