Της Νούλης Τσαγκαράκη
Ο Διονύσης βγήκε κτυπώντας την πόρτα με δύναμη. Ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει. Το σπίτι τον έπνιγε. Νόμιζε πως θα σκάσει από το βάρος που 'χε θρονιαστεί στην ψυχή του, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε άλλο το άγχος, την αγωνία, τον πανικό, τους λογαριασμούς, τα χρέη, τις δόσεις, τα δάνεια, τους ανέλπιδους κόπους, τη ζωή χωρίς αύριο, την γκρίνια και την ανασφάλεια της Λίτσας. Αυτή η αγκομαχούσα καθημερινότητα τον τρέλαινε. Θα 'θελε τόσο πολύ να γλιτώσει, να δραπετεύσει αδιαφορώντας για το κόστος. Άναψε ένα τσιγάρο ατενίζοντας το κενό που απλωνόταν μπροστά του.
«Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται κι όλοι εκείνοι που αποφασίζουν να πηδήξουν», σκέφτηκε και σκύβοντας, υπολόγισε την απόσταση μέχρι την άσφαλτο, θέλοντας, υποθετικά, να βεβαιωθεί πως αν τυχόν και τ' αποφάσιζε, δεν θα υπήρχε περίπτωση αποφυγής του μοιραίου. Το τέλος, υποθετικά πάντα, το 'θελε οριστικό και τελεσίδικο, χωρίς σακατιλίκια και καινούργιους καημούς. Του περίσσευαν, προσώρας, όσα βάσανα είχε.
Από τους ζοφερούς συλλογισμούς τον απέσπασε μια σαγηνευτική μελωδία που 'ρθε, απρόσμενα, να χαϊδέψει τ' αφτιά του. «Μουσική!», ψιθύρισε ξαφνιασμένος αναζητώντας την πηγή προέλευσης. Στον αποκάτω όροφο της πολυκατοικίας απέναντι, μέσα από την διάπλατα ανοικτή μπαλκονόπορτα, γρήγορα εντόπισε ένα νεαρό που όρθιος έπαιζε βιολί. Ολότελα συγκεντρωμένος, έπαιζε με τέτοιο πάθος που το όργανο έμοιαζε ν' αποτελεί προέκταση του σώματος του. Γοητευμένος, ο Διονύσης, ακούμπησε στα κάγκελα απολαμβάνοντας την γεμάτη πάθος μελωδία που αναστάτωνε το είναι του, προκαλώντας του ανεξήγητα ρίγη. Σε λίγο, καθώς το μάτι του συνήθιζε στις σκιές, στο εσωτερικό του χωρίς αναμμένα φώτα διαμερίσματος, διέκρινε και τη φιγούρα μιας κοπέλας, που κουλουριασμένη πάνω σ' ένα πουφ είχε καθηλωθεί, όμοια με τον ίδιο, από τις δοξαριές του μουσικού. Όταν ο νεαρός σταμάτησε, η κοπέλα σηκώθηκε, έστρωσε προσεκτικά ένα ταπέτο στο στενό μπαλκονάκι τους, άναψε ένα κερί και βγήκαν έξω. Η ματιά του Διονύση, αγκιστρωμένη, τους παρακολούθησε να βολεύονται πάνω σ' εκείνο το ταπέτο, κι αγκαλιασμένοι να προσηλώνονται κάπου κατά τη δύση. Γεμάτος περιέργεια έστρεψε και το δικό του βλέμμα. Κόκκινες, κίτρινες, πορτοκαλιές, γαλάζιες πινελιές χρωμάτιζαν τον ορίζοντα. Ηλιοβασίλεμα! «Κοίτα ομορφιά!», μονολόγησε, συγκινημένος σχεδόν απ' τις διεγερμένες αισθήσεις του. «Τόση ομορφιά κι εμείς σπαταλάμε τη ζωή μας μες την ασχήμια!».
Προσπάθησε να θυμηθεί από πότε είχε να ευχαριστηθεί ένα ηλιοβασίλεμα! Από πότε είχε ν' αγκαλιάσει τη γυναίκα του ερωτικά, να της πει κάτι τρυφερό, να καθίσουν παρέα για να μοιραστούν τη χαρά, τη ζεστασιά ο ένας του άλλου. Στριμωγμένοι στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, συνήθως βρίσκονταν ο ένας απέναντι απ' τον άλλον. Ίδιοι αντίπαλοι, τρωγόντουσαν σε καθημερινή βάση για τα λεφτά που δεν έφταναν, για το παιδί που παρ' όλα αυτά επέμενε να κάνει η Λίτσα και που σκόνταφτε στη δική του απόλυτη άρνηση, για τις ευθύνες και τις υπαιτιότητες που απλόχερα καταλόγιζαν ο ένας στον άλλο.
Στον ορίζοντα εμφανίστηκαν οι πρώτες γκρι αποχρώσεις. Η ψυχή του κλώτσησε. Όχι, δεν ήθελε άλλο γκρίζο στη ζωή του και τώρα ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Κατέβηκε σπίτι.
Μπαίνοντας, πήρε το κοντρόλ από τα χέρια της γυναίκας του κλείνοντας την τηλεόραση. Εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη. «Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε. Κάθισε δίπλα της. «Καλύτερα να μιλήσουμε», απάντησε. «Και τι να πούμε;» ανασήκωσε βαριεστημένα τους ώμους. Ο Διονύσης, πλησιάζοντας περισσότερο την αγκάλιασε τρυφερά. «Ας ξεκινήσουμε απ' τα λησμονημένα», πρόφερε συγκινημένος. «Σ' αγαπάω, Λίτσα!».
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.