
«Να, τώρα, πάλι ό,τι σκεφτόμουν χθες, έγινε καπνός. Άλλη μια ιστορία που εξαερώθηκε. Μπήκε αυτό το τραγούδι από το παράθυρο, άρχισε να σκορπάει λέξεις και οι λέξεις του εμβόλισαν τις δικές μου. Κι άρχισε να λέει ότι θα ξαναβρεθούμε στα ίδια μέρη κι ένα σωρό κόσμος πλημμύρισε το δωμάτιο, το γέμισε κάπνα και φωνές κι αρχίσαμε να χορεύουμε με τα χέρια στους ώμους και πάνω στα τραπέζια και να δίνουμε υποσχέσεις που δεν κρατήσαμε».
Της Μαρίας Καλιόρη
Έχω πει ότι όταν μου έρχεται, θα τα παρατάω όλα. Το έχω πει δεκάδες, εκατοντάδες φορές. Θα ψάχνω μολύβι και χαρτί, στυλό, ό,τι βρεθεί μπροστά μου, μαχαίρι, νύχι, ό,τι σκαλίζει λέξεις. Θα κρατάω μια μικρή, μια απαραίτητη σημείωση. Ένα σημάδι για το πρώτο ερέθισμα, για το καυτό θέμα, όποιο είναι κάθε φορά. Συνήθως έρχονται με φόρα, ένα ορμητικό ποτάμι, σε ανύποπτο χρόνο και χώρο.
Κάποτε τα θυμόμουν όλα. Όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Τώρα, με εγκαταλείπουν μόλις τους γυρίσω την πλάτη.
Να, τώρα, πάλι ό,τι σκεφτόμουν χθες, έγινε καπνός. Άλλη μια ιστορία που εξαερώθηκε. Μπήκε αυτό το τραγούδι από το παράθυρο, άρχισε να σκορπάει λέξεις και οι λέξεις του εμβόλισαν τις δικές μου.
Να, τώρα, πάλι ό,τι σκεφτόμουν χθες, έγινε καπνός. Άλλη μια ιστορία που εξαερώθηκε. Μπήκε αυτό το τραγούδι από το παράθυρο, άρχισε να σκορπάει λέξεις και οι λέξεις του εμβόλισαν τις δικές μου. Κι άρχισε να λέει ότι θα ξαναβρεθούμε στα ίδια μέρη κι ένα σωρό κόσμος πλημμύρισε το δωμάτιο, το γέμισε κάπνα και φωνές κι αρχίσαμε να χορεύουμε με τα χέρια στους ώμους και πάνω στα τραπέζια και να δίνουμε υποσχέσεις που δεν κρατήσαμε. Κι είδα και τον Παύλο, τέρμα Ερμού και Ασωμάτων, να γίνεται μια τελεία και να χάνεται οριστικά, από το πίσω παράθυρο του ταξί. Τέσσερα χρόνια μαζί και ξαφνικά άντε γεια… Να χώνω τα δάχτυλα στα μαλλιά μου, να μετανιώνω και να μου δίνει χαρτομάντιλα ο ταξιτζής, να σκουπίζω τα δάκρυά μου κι αντί για Παγκράτι, λίγο μετά, να τραγουδάμε στην εθνική με τον Αντώνη, τον άγνωστο ταξιτζή (πληγωμένος ο Αντώνης από μια Μαίρη). Φύγαμε; Φύγαμε, είπα, ρουφώντας την μύτη μου που συνέχιζε να στάζει, με το μικρό τσαντάκι μου ανάμεσα στα πόδια – χύμα μέσα ένα πεντοχίλιαρο, ένα κλειδί, ένα πακέτο Camel κι ένα αναπτηράκι Bic. Και ξημερώματα στο Μύλο, στη Θεσσαλονίκη, να μου λέει εσύ τι κλαις, εσύ τον παράτησες, εγώ, πρέπει να κλαίω και κλάψαμε αγκαλιά. Ο Αντώνης, του ύψους και του βάθους, που ήταν ορειβάτης και ψαράς, κι από ασυρματιστής σε ποντοπόρα πλοία, διαδρομές Αθήνα κέντρο και παραλιακή. Τι τη θες τη Γερμανία, κορίτσι μου, ποια υποτροφία, άφησες τον Παύλο, θ’ αφήσεις και μένα για να παραμορφωθείς… Μόλις σε βρήκα να σε χάσω; Στην Αρετζού αυτά, και στην επιστροφή το αυτοκίνητο το είχε κάνει αεροπλάνο.
Για λίγες μέρες ταχύτητα και Χάραμα, ξενύχτια, υπόγειες τανγκερίες της Αθήνας και πρωί πρωί θα σε πάω στη Σιέρα Λεόνε για την καλύτερη Κοπεγχάχη της ζωής σου, κι έστριψε κοντά στην Στυλίδα, και σταμάτησε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο με ξύλινη καλλιγραφική επιγραφή: «Η ωραία Σιέρα Λεόνε».
Θα πάμε παντού, κορίτσι μου, μείνε μαζί μου. Θα τη λατρέψεις την Αργεντινή∙ δυο εισιτήρια για τους Καλούς Αέρηδες που έμειναν αταξίδευτα.
Πειράζει που είμαστε ετερώνυμα; Ξέρω κι εγώ.
Κι έπειτα γράμματα που έμειναν αναπάντητα. Και γράμματα που δεν στάλθηκαν.
Και είκοσι κάτι χρόνια μετά, πάλι στο πίσω κάθισμα έβλεπα το λαιμό του, τα μαλλιά του, το αριστερό του χέρι στο τιμόνι.
Και είκοσι κάτι χρόνια μετά, πάλι στο πίσω κάθισμα έβλεπα το λαιμό του, τα μαλλιά του, το αριστερό του χέρι στο τιμόνι. ‘Έπειτα χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η Μαίρη (έλα, Μαίρη, τι θες πάλι, έτσι της είπε), θα τα έπαιρνε εκείνος τα παιδιά και να μην γκρινιάζει και τσακωθήκανε –να, αυτά που με πνίγανε– κι έκλεισε το τηλέφωνο και ρώτησε αν ήμουν παντρεμένη κι αν είχα παιδιά κι αν ήξερα από τέτοιους μπελάδες και είπα «ναι» – δυο ψέματα από φόβο και δεν έβγαζα τα γυαλιά απ’ τα μάτια μου, πάλι από φόβο, γιατί ήταν εύκολο να υποτροπιάσεις με τον Αντώνη. Γυμνό καλώδιο σε βρεγμένο σώμα.
Αλλά κι η φωνή είναι μαρτυριάρα. Κι όταν φτάσαμε και ρώτησα τι χρωστάω, είπε, είκοσι δύο χρόνια, κορίτσι μου...
Και δεν ήθελα πολύ, ούτε κι εσύ. Και σε είδα να τραβάς χειρόφρενο, να κάθομαι δίπλα σου, φύγαμε; φύγαμε… να έλεγες, αλλά σε κοίταξα, ίδιο μπλε πάντα, πώς χαθήκαμε έτσι, είπες, εγώ, χαμογέλασα με το στόμα κλειστό κι έφυγα τρέχοντας χωρίς να σε πληρώσω, κι όταν έφτασα στην γωνία, έστρεψα το κεφάλι να δω αν κοιτούσες∙ κοιτούσες. Δεν ξέρω γιατί δεν πλήρωσα για την διαδρομή. Τα πέντε ευρώ κόλλησαν στην παλάμη μου. Δεν ήταν μόνο ο φόβος μην αγγίξουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν και κάτι ακόμα. Ένα χρέος ανεκπλήρωτο. Τι κάνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις;
Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις. Η ιστορία συνεχίζεται. Αργεντινή πήγαμε.
Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις. Η ιστορία συνεχίζεται. Αργεντινή πήγαμε. Έχεις μπλεχτεί σε περιπέτειες που δεν φαντάζεσαι. Σου αλλάζω ονόματα, κόβω κομμάτια σου, σε ρίχνω στο μύλο, κρατάω τα μάτια σου. Χώνομαι στο σπίτι σου ξεδιάντροπα. Εμφανίζεσαι απρόσμενα.
Και τώρα πάλι, σ’ έφερε ένα τραγούδι και μου διέλυσες την άλλη ιστορία. Πάντα κάπου φανερώνεσαι. Ο Παύλος, σπάνια. Άλλοι, ποτέ.
Στάσου, να κρατήσω μια σημείωση. Είκοσι δύο χρόνια, ελάχιστη διαδρομή: πέντε ευρώ και δεκάδες ιστορίες.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Καλιόρη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Διηγήματα, βιβλιοκριτικές και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο. Το 20Ι3 συμμετείχε με διήγημά της στη συλλογική έκδοση Μαθαίνοντας ποδήλατο (εκδόσεις Κέδρος) και το 2022 στο συλλογικό μυθιστόρημα Ηφαίστειο (εκδόσεις Ιωλκός). Οι καλοί πεζοπόροι, το πρώτο βιβλίο της, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.