«Πώς θα το καταλάβω ότι αυτός είναι ο ένας;»
«Θα το καταλάβεις, θα το νιώσεις ότι είναι ο μόνος, ο αληθινός, δε θα υπάρχει κανένας άλλος»
Της Ελένης Καραμαγκιώλη
(Στο τραπέζι πάνω, ανάμεσα στο τασάκι και στο βάζο, βρίσκεται ένα παλιό, φθαρμένο, χάρτινο μουσικό κουτί. Το ξεσκεπάζουν, η μελωδία μοιάζει με ένα παιδικό νανούρισμα)
«Άκουσες τη μουσική; Είναι το γνωστό νανούρισμα».
«Όχι, δεν άκουσα. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι εσύ δε το άκουσες».
Το κατάλαβα όταν ήρθε η ώρα. Δε ρίγησα, όπως το περίμενα, δε φοβήθηκα, όπως το είχα φανταστεί. Έφτασε, όπως μου το είχαν περιγράψει, δεν έμοιαζε σε κάποιον ή κάτι. Τους θύμιζε, όμως, όλους και κανέναν μαζί. Ήταν ο ένας.
Για να φτάσω στον έναν, γνώρισα πολλούς. Δεν κουράστηκα, δεν απογοητεύτηκα, δε ξύπνησα ένα πρωί και είπα «τέλος». Δεν έφτασα στα άκρα μου, δεν είναι ότι δεν άντεχα άλλο. Δεν ήταν ότι ήθελα να δοκιμάσω, να πειραματιστώ, να μάθω. Μπορώ να ζω και χωρίς να ξέρω.
Ίσως να ήταν ότι αυτός ο ένας θα ήταν η μοναδική μου εμπειρία, το δικό μου βίωμα, Δε θα έμοιαζε με το καρμπόν μοτίβο –αυτό που λέμε ζωή– που μοιραζόμουν με άλλους χίλιους και περισσότερους σαν εμένα, δεν θα ήταν η σχολική τάξη, το αμφιθέατρο πανεπιστημίου, εκείνο το swinging bar, που με είχε πάει ένας εραστής για να μπορεί να πηγαίνει με άλλες γυναίκες χωρίς να κρύβεται, ή οι τουαλέτες παντού, λερωμένες τουαλέτες σε σταθμούς λεωφορείων ή καθαρές σε σπίτια φίλων.
Σε μια τουαλέτα το πρωτοσκέφτηκα. Στις τουαλέτες καταφεύγουμε, όταν περιστοιχιζόμαστε από κόσμο. Δεν φταίει ο κόσμος, οι άλλοι άνθρωποι, μας ενοχλεί ο εαυτός μας μέσα στον κόσμο. Παίρνουμε ένα διάλειμμα από τη συναναστροφή, δικαιολογημένο, αναμενόμενο. Εκεί, δεν μπορεί να υπάρξει κόσμος, μόνο ένας, ένα άτομο και γεμίζει ο χώρος.
Όταν δεν μας σπρώχνουν, σκουντάνε, αγγίζουν οι άλλοι, σκεφτόμαστε πολύ, περισσότερο και από τα βράδια, πριν μας πάρει ο ύπνος. Κι ας φαινόμαστε περιορισμένοι στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός μπάνιου, όταν καθόμαστε άβολα είναι που παίρνουμε τις πιο σημαντικές αποφάσεις. Η άνεση τις απομακρύνει, τις εξακοντίζει. Στον καναπέ ή στο κρεβάτι μπορεί να μη βρίσκεις ησυχία, αλλά απόφαση δεν παίρνεις, κι όσα σκέφτεσαι, την επόμενη ημέρα τα αποδίδεις στην αυπνία, στην κούραση, στη ζάλη μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Κι έτσι μια ημέρα, που είχα κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ, που είχα πάρει ένα πλούσιο πρωϊνό και είχα ποτίσει τα λουλούδια στο μπαλκόνι, πέθανα. Χωρίς να περιμένω να αρρωστήσω, να πάθω πολλαπλά εγκαύματα ή κατάγματα σε ένα δυστύχημα, δίχως να έχω μείνει κατάκοιτη με μια πάνα υγρή αντί για εσώρουχο και στο κομοδίνο δίπλα να ψαχουλεύω αμέτρητα χάπια, μωρομάντιλα και καλαμάκια.
Δοκίμασα να πεθάνω, για να είμαι ακριβής. Είχα σχεδιάσει να πεθάνω για να ζήσω αυτό το παντοδύναμο, που εκμηδενίζει ακόμη και τον πιο ισχυρό, τον πιο ανεπανάληπτο έρωτα. Μου αρέσει και το σχήμα, πεθαίνω για να ζήσω τον θάνατό μου. Γίνεται, άραγε, να πεθαίνουμε τη ζωή;
Κι αυτό το είχα δοκιμάσει, με μεγαλύτερη επιτυχία θαρρώ. Είναι προφανές άλλωστε, επέζησα.
Ήθελα να τον προλάβω, να τον προκαταλάβω, κοίτα πόσο ωραία με προετοίμασα, να του πω, για σένα. Χώρισα, παραιτήθηκα από τη δουλειά, απενεργοποίησα το τηλέφωνο, χάρισα τα ρούχα μου, πέταξα τα κοσμήματα και τα καλά σερβίτσια, είμαι έτοιμη.
Δεν ένιωσα και πολλά όσο έμεινα μαζί του. Είχε ένα κρύο, όχι όμως τόσο διαπεραστικό, όπως ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που μένει ξαφνικά μόνο του σε ένα κάλεσμα και πρέπει να μιλήσει ο ένας στον άλλον.
Κατά τα άλλα, ήταν όπως σε μια μαγνητική τομογραφία, μπαίνεις κάπου κλειστά, σκοτεινά, προσπαθείς να διακρίνεις κάτι, εκεί στο σκοτάδι, δεν μπορείς, κι αφού δεν μπορείς να το πεις κιόλας κάπου, να ομολογήσεις την αδυναμία σου, μένεις ασάλευτος.
Ο καλύτερος τρόπος για να μην έχουμε διλήμματα, είναι να μην έχουμε επιλογή. Ίσως μόνο, πρώτα σαν βρέφη, μετά σαν πεθαμένοι, γλιτώνουμε από το να πρέπει να διαλέγουμε, να προτιμούμε, φαγητά, μέρη, δρόμους, ανθρώπους. Δεν υπάρχει ούτε καν μια λύση, αυτό που λέμε συχνά, ο μονόδρομος. Στο μηδέν φτάνει κανείς ακίνητος.
(Ένα φθαρμένο, χάρτινο μουσικό κουτί, έχει πέσει κάτω, στο πάτωμα. Το πατάει, οι πρώτοι ήχοι από ένα παιδικό νανούρισμα ανακατεύονται με τη ραπ, που έχουν βάλει δυνατά στο διπλανό διαμέρισμα).
Ο θάνατος είναι γυναίκα κι έχει το σώμα ενός άνδρα. Δε συγχωρεί εύκολα, το σώμα, όμως, όταν κάποιος πεθαίνει θυμάται τα καλά που έζησε μαζί του κι ανθίσταται. Η ψυχή είναι μια άλλη ιστορία, τον σιγοντάρει τον θάνατο, πάει με τα νερά του, κάθε μέρα, όλη την ώρα. Το σώμα αντιστέκεται, τον κοροϊδεύει, ασκείται, τρέφεται σωστά, παραδίνεται σε χάδια, προσποιείται, προκαλεί, έχει οργασμούς, κάνει θόρυβο. Κι ο θάνατος θυμώνει με το σώμα, για αυτό και ο τάφος χτίζεται για να κλείνει, για να ταπεινώνει το σώμα, να το κάνει, επιτέλους, να σωπάσει, να γίνει σαν τη ψυχή που αντιπαθεί.
Εάν δε πεθάνεις, θάνατο δεν καταλαβαίνεις. Κι όσοι λένε ότι λόγω ενός τραύματος, κώματος, μιας ολικής αναισθησίας ή ενός τροχαίου ατυχήματος, πήραν μια πρώτη γεύση από το πώς είναι να πεθαίνεις, πάσχουν από σοβαρή και αθεράπευτη αγευσία.
Info
Η Ελένη Καραμαγκιώλη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στο Book’s Journal, Χάρτη, Book Press, Φρέαρ και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μονωτική Ταινία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.
❉
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.