Της Εύας Πιάδη
…μου έδωσε το ίδιο όνομα με εκείνη. Μου φόρεσε ίδια ρούχα, ίδια όνειρα. Με έντυσε με το χαμόγελό της, με πέταξε στα ίδια αδιέξοδα. Μου ζήτησε να κάνω τις ίδιες χειραψίες, να αντικρύσω τα ίδια μάτια. Με μίσησε, με αγάπησε και τούμπαλιν. Με λάτρεψε. Έπλυνε τα πονεμένα μου πόδια· που πονούσαν εξαιτίας της. Μου έκλεψε την ταυτότητα. Μου γέμισε το διαβατήριο. Με εκτίναξε στο διάστημα και μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω στη μοναξιά του.
Ξέρω πως σφάδαζε από τους πόνους τη στιγμή που πάσχιζα έντρομη να βγω από την ανυπαρξία. Ξέρω πως με εκδικήθηκε γι’ αυτό. Έδωσε στην επιλόχειο το όνομά μου κι έτσι τη βλαστημούσε. Έδωσε στην παγωνιά το επίθετό μου και της επέτρεψε να διαρκέσει εικοσιτέσσερα χρόνια.
Ήθελε να είμαι η σάρκα της -όχι κομμάτι αυτής. Να νιώθω τους καημούς της -να τρέχει το δικό μου αίμα όταν πληγώνεται.
Με φίλησε. Και σα Χριστός και σαν Ιούδας.
Με έφερε στον κόσμο φτωχή και κατάμονη. Θα φύγω και θα προσπαθήσει να έρθει μαζί μου. Διαβάζει τα βιβλία μου. Καμαρώνει· νιώθει λίγη.
Με έσβησε από τον χάρτη όταν έπρεπε να με κάνει προορισμό. Έπειτα με κυνήγησε, στα πέρατα της λογικής, σπάζοντας κάθε πυξίδα που της έλεγε ψέματα.
Με άφησε στο μαύρο. Στο βαθύ αυτό χρώμα που κάθε παιδί μπορεί να πνιγεί μέσα του.
Με κράτησε από το χέρι, όταν γυμνές, σταθήκαμε μπροστά σε ιερά τέρατα. Μεγαλοφυή και ψυχρά.
Έμαθα. Ψήλωσα πιο πολύ απ’ όσο άντεχαν οι ρίζες μου. Και φοβήθηκα. Με εκείνο το φόβο που κάνει το κορμί να σπαρταράει, την ανάσα να φτερουγίζει. Με φόβο που μοιάζει με θάνατο.
Μου ζήτησε να περπατήσω σε ναρκοπέδιο και σαν ακούστηκε το κλικ -υπόκωφο- ζώστηκε κουράγιο και υπομονή και βάλθηκε να με σώσει.
Δε μπορεί να μπει στο δωμάτιο με τους βρώμικους τοίχους. Εκεί, γράφω για τη σακατεμένη μου ύπαρξη. Για να επιζήσω. Για την απανθρωπιά, για το στίγμα. Για τον τρόμο του βρέφους. Είναι εδώ. Δε με κοιτάζει γλυκά, δε χαϊδεύει τα μαλλιά μου, δε μου διαβάζει· την έχω δει όμως να κλαίει.
Τόση αγάπη, τώρα πια, θα γινόταν το χρυσό μου νόμισμα και θα αρκούσε για να πληρώσω τη βαρκάδα στον Αχέροντα.
Με έφερε στον κόσμο φτωχή και κατάμονη. Θα φύγω και θα προσπαθήσει να έρθει μαζί μου. Διαβάζει τα βιβλία μου. Καμαρώνει· νιώθει λίγη.
Με κατάλαβε όσο μπορεί να καταλάβει κάποιος τον εαυτό του. Και με τιμώρησε το ίδιο.
Ικέτευσε το γιατρό να με λυτρώσει. Έγινε εκείνη ο γιατρός. Το φάρμακο.
Μου δόθηκε έστω και αργά. Όχι σαν μάνα, μα σαν Eύα προς Εύα. Ίδιο αμάρτημα, ίδια εξορία.
Στον καθρέφτη μου, αν και ραγισμένη, είμαι σαν εσένα. Ίσως και ομορφότερη. Τώρα είσαι δική μου.
Τώρα, με μια βουτιά στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ θα σε βαφτίσω μάνα.
→ Στην κεντρική εικόνα, η Λιβ Ούλμαν και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, στην ταινία Φθινοπωρινή σονάτα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Info
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.