
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Χρίστος Κυθρεώτης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Καλός χειμώνας
Είχαμε μόλις τελειώσει τη σχολή και το φθινόπωρο θα έφευγα για μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Εκείνες ήταν μάλλον οι τελευταίες μας διακοπές μαζί. Δεν το πολυσυζητούσαμε όμως. Διαλέξαμε τη Σύρο, οι μέρες μας κύλησαν ήσυχα. Το πρωί πηγαίναμε στο μπακάλικο και αγοράζαμε ψωμί, μαρμελάδα, φρυγανιές, κρουασάν και ένα τοπικό φτηνό κρασί. Μύριζε περίεργα, σαν ξύλα στη βροχή.
Την περισσότερη ώρα την περνούσαμε στην παραλία. Κολυμπούσαμε και τρώγαμε τις προμήθειες και το μεσημέρι ακολουθούσαμε ένα μονοπάτι πάνω στα βράχια. Έβγαζε στην παραλία των γυμνιστών. Βουτούσαμε στη θάλασσα και η Μ. έκανε ηλιοθεραπεία χωρίς το πάνω του μαγιό της. Το έκανε μια μπάλα και το άφηνε δίπλα της, επάνω στην ψάθα. Το απόγευμα καταλήγαμε στο Κίνι, όπου συνήθως πίναμε το κρασί. Όταν χαμήλωνε ο ήλιος, ανεβαίναμε σε ένα μικρό ύψωμα και ξαπλώναμε στις ξερολιθιές.
Μιλούσαμε για κοινούς γνωστούς, τσακωμούς ζευγαριών, ξεχασμένα πάρτι. Μια μέρα η Μ. θυμήθηκε τον πατέρα μιας ξαδέλφης της. Τις είχε βρει να καπνίζουν χόρτο στο μπαλκόνι και λιποθύμησε. Τον συνέφεραν με νερό, του είπαν μια ιστορία και έφυγαν πριν θυμηθεί τι είχε συμβεί. Αυτές οι κουβέντες είχαν κάποια πλάκα. Μας έφερναν και θλίψη όμως. Τις κάναμε συνήθως στις ξερολιθιές, χαζεύοντας τη θάλασσα στο βάθος. Φυσούσε, τα λουλούδια κυμάτιζαν. Ξεραμένες μαργαρίτες στο χρώμα της σκουριάς. Πατημένα μονοπάτια ανάμεσά τους έβγαζαν σε κάτι μισογκρεμισμένες βίγλες.
Επιστρέφαμε το βράδυ και καθόμασταν σε ένα ταβερνάκι με παλιές καρέκλες καφενείου. Ένας τύπος με λεπτό μουστάκι έπαιζε μπαγλαμά. Μάθαμε τα ονόματα των σερβιτόρων και μας κερνούσαν ούζα και ελιές. Τους είπαμε από πού ήμασταν, τι σπουδάσαμε, τι σχέδια είχαμε. Δεχθήκαμε επαγγελματικές συμβουλές. Ο τύπος με το μουστάκι τραγουδούσε χαμηλόφωνα, με μια φωνή σαν σφυρίχτρα. Του άρεσε ο Τσιτσάνης.
Μια μέρα η Μ. μου είπε πως έπρεπε να επιστρέψουμε κάποτε στο νησί. Σε δέκα χρόνια, για την ακρίβεια. «Ό,τι κι αν συμβαίνει στις ζωές μας, να ξαναβρεθούμε σε δέκα χρόνια εδώ». Είχε διαβάσει κάτι αντίστοιχο σε ένα βιβλίο, είπε, και της άρεσε. Εγώ σήκωσα το ποτήρι με το ούζο. Δεν είπα τίποτα. Η Μ. με φίλησε, τη φίλησα κι εγώ. Δέκα χρόνια είναι πολλά, σκεφτόμουν.
Όπως φτιάχναμε τα πράγματά μας με τη Μ., τσακωθήκαμε για κάποιον λόγο. Πήρα τη βαλίτσα μου και κάθισα στον απέναντι καναπέ. Ύστερα από λίγο, μια γριά ήρθε και με ρώτησε αν γινόταν να καθίσει δίπλα μου.
Μείναμε έξι μέρες. Την έβδομη μαζέψαμε τα πράγματά μας και κατηφορίσαμε στο λιμάνι. Φυσούσε και το καράβι έδεσε με δυσκολία. Μέχρι να βγούμε στα ανοιχτά, άρχισε να βρέχει. Μαύρα σύννεφα κατέβηκαν χαμηλά και το σαλόνι γέμισε βρεγμένους τουρίστες. Όπως φτιάχναμε τα πράγματά μας με τη Μ., τσακωθήκαμε για κάποιον λόγο. Πήρα τη βαλίτσα μου και κάθισα στον απέναντι καναπέ. Ύστερα από λίγο, μια γριά ήρθε και με ρώτησε αν γινόταν να καθίσει δίπλα μου. Είχε τη μέση της και δεν ήθελε να στριμωχτεί στις πλαστικές καρέκλες που το πλήρωμα είχε μεταφέρει απ’ το κατάστρωμα στο σαλόνι. Της απάντησα πως αυτό δεν γινόταν γιατί τότε θα στριμωχνόμασταν και οι δύο και η γιαγιά είπε πως θα διαμαρτυρηθεί επισήμως. Ένας τύπος με διακριτικά της ναυτιλιακής έκανε την εμφάνισή του. «Η κυρία από εδώ λέει ότι μπορείτε να πάτε να καθίσετε απέναντι με τη φίλη σας». «Ποια φίλη μου; Δεν την ξέρω την κοπέλα» απάντησα. Η γιαγιά στράφηκε προς τη Μ.: «Δεν καθόσασταν προηγουμένως με το παιδί;». Η Μ. έγνεψε αρνητικά και ο υπάλληλος έφυγε χωρίς καν να χαιρετήσει.
Περάσαμε το υπόλοιπο ταξίδι σαν άγνωστοι. Δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε λέξη, ούτε ματιά, αφού η γιαγιά μας κοιτούσε διαρκώς. Περίμενε την παραμικρή λέξη, το παραμικρό νεύμα. Στο τέλος αναρωτήθηκα μήπως ο καβγάς μας ήταν όντως σοβαρότερος απ’ όσο είχε φανεί. Μήπως η Μ. είχε πράγματι θυμώσει τόσο ώστε να μη μου μιλάει. Την παρατηρούσα καθώς πηγαινοερχόταν απ’ τη θέση της στο κυλικείο και στην τουαλέτα και φοβόμουν πως είχε γίνει για μένα μια απλή συνεπιβάτιδα. Δυο θέσεις δεξιά μου καθόταν η γριά και ακόμα πιο δίπλα μια οικογένεια με ένα τρίχρονο παιδάκι. Έκλαιγε με το παραμικρό, ζητούσε συνέχεια πράγματα. Μόλις του τα έφερναν, τα εξέταζε για λίγο και ξανάρχιζε να κλαίει. Η Μ. πότε διάβαζε το βιβλίο της και πότε κοιτούσε το κινητό της. Έδειχνε μεγαλύτερη.
Δυο φορές σηκώθηκα από τη θέση μου, περπάτησα μπροστά της και βγήκα στο κατάστρωμα. Την περίμενα εκεί χαζεύοντας τα σύννεφα στην άκρη του ορίζοντα. Μοιάζανε με κοπάδι από γκρίζους δράκους, που προχωρούσαν αργά. Η Μ. δεν φάνηκε. Άλλη μια φορά, όταν πια πλησιάζαμε στον Πειραιά, πήγα και στάθηκα ακριβώς πίσω απ’ τη γιαγιά. Μια οθόνη έδειχνε την πορεία του καραβιού ανάμεσα από ξέρες και βραχονησίδες που είχαν σημανθεί με πελώρια μπλε θαυμαστικά. Έμεινα εκεί δέκα λεπτά, περιμένοντας να νιώσω το χέρι της Μ. στον ώμο μου, να τη δω να μου χαμογελάει πονηρά. Όμως η Μ. πάλι δεν φάνηκε. Πήγα μια βόλτα κι όταν επέστρεψα στη θέση μου, η Μ. δεν ήταν καν εκεί. Οι επιβάτες στριμώχνονταν ήδη στις εξόδους για την αποβίβαση.
Μόλις βγήκα έξω, ο δρόμος και τα κτίρια γύρω απ’ το λιμάνι μου φάνηκαν τεράστια, αχανή. Οι άνθρωποι μοιάζανε με αποπροσανατολισμένες κουκίδες που μετακινούνταν απρόβλεπτα, σαν τα τερατάκια στο pacman. Προχώρησα ανοίγοντας δρόμο μέσα στον κόσμο κι έκανα τρεις φορές την απόσταση από την πύλη μέχρι το περίπτερο και πάλι πίσω. Μόνο όταν το πήρα απόφαση πως δεν θα την έβρισκα και στάθηκα στο πρώτο φανάρι, την είδα να μου γνέφει από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Διέσχισα τη διάβαση χωρίς να τη χάνω απ’ τα μάτια μου. Χαμογελούσε. Δύο βαλίτσες ακουμπούσαν στα πόδια της. «Τι πλάκα» μου είπε όταν έφτασα μπροστά της. Την αγκάλιασα, ο αέρας έφερνε τα μαλλιά της στα μάτια μου. «Δεσποινίς» μου είπε, «είμαι σίγουρη πως σας είδα να μιλάτε με τον νεαρό» κι εγώ της είπα πως πρέπει να της φάνηκε. «Μα όχι, είμαι σίγουρη» απάντησε κι ύστερα την έσφιξα κι άλλο. Ένιωθα το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει απ’ τα γέλια, όμως δεν την άκουγα να γελά. Μείναμε για λίγο έτσι κι έπειτα προχωρήσαμε προς τον σταθμό του τρένου εξαντλημένοι, κάναμε μερικά αστεία. Η Μ. είπε καλό χειμώνα κι εγώ είπα πως με εκνευρίζει πάντα αυτή η ευχή.
* Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ είναι συγγραφέας και επιμελητής.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Εκεί που ζούμε» (εκδ. Πατάκη).