
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Μιλτιάδης Σαλβαρλής.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αραπάκι
Τις καθημερινές έπαιρνε νωρίς το πρωί τη σφεντόνα και σημάδευε μικρά πουλιά που κάθονταν στα αρμυρίκια. Σημάδευε και τις δεντρογαλιές που ανέβαιναν στα δέντρα, για τα πουλιά κι αυτές ή για τα ποντίκια που αφθονούσαν στην περιοχή. Τα μικρά της τρόπαια τα έδενε σε ένα κορδόνι περασμένο στη μέση της και τα έθαβε αργότερα σε λιλιπούτιους ομαδικούς τάφους. Τις δεντρογαλιές τις άφηνε ψόφιες στη ρίζα του δέντρου. Τις Κυριακές ανηφόριζε μέχρι το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Περίμενε στο προαύλιο και μόλις ο ιερέας έφτανε στο «δι’ ευχών» έμπαινε στην εκκλησία, έπαιρνε αντίδωρο και το πήγαινε τρεχάτη στη μάνα της. Με τους μεγάλους δεν είχε πάρε δώσε, ούτε έπαιζε με τα άλλα παιδιά του χωριού. Το αγαπημένο της παιχνίδι ήταν να περνάει μπροστά από τα λιγοστά σπίτια που έβλεπαν θάλασσα, φωνάζοντας στον αέρα «κακές» λέξεις. Μικροί και μεγάλοι ακούγαμε κατ’ ανάγκη το πρόστυχο αυτό ρεπερτόριο, ακούγαμε και το ξύλο που έπεφτε σαν έφτανε στο σπίτι της, ξύλο αλύπητο, σε ένα πλινθόκτιστο του ενός δωματίου, στο τέρμα του αυτοσχέδιου παραλιακού δρόμου που είχαν χαράξει πατημασιές ανθρώπων και ζώων. Ούρλιαζε το Αραπάκι, ούρλιαζε και η μάνα της. Από τον πόνο η μία, από άχτι η άλλη.
Φυσούσε πάντα βοριάς, ένας βοριάς που μας δρόσιζε από τον καυτό ήλιο, και τα κρινάκια ταξίδευαν γοργά στα βαθιά, εκεί που τα νερά αλλάζουν χρώμα και από πράσινα σμαραγδένια γίνονται σκούρα μπλε, για να γλιστρήσουν στη συνέχεια μέχρι το αντίκρυ νησί με το ηφαίστειο, σαν μπαλαρίνες πάνω σε σκούρο μπλε δάπεδο. Αυτό γινόταν κάθε μεσημέρι, κάθε καλοκαίρι, αλλά εμείς δεν το ξέραμε.
Το Αραπάκι. Ετών δέκα. Ένα ατίθασο πλάσμα λιγνό, ψηλό για την ηλικία του, με λεπτά κόκκαλα, με δέρμα που τα καλοκαίρια ο ήλιος το έκανε κατάμαυρο, με μάτια μεγάλα, στρόγγυλα και με μαλλιά κατσαρά, αχτένιστα, σωστή αφρικανή πριγκίπισσα. Μαρία ήταν βαφτισμένη, γέννημα θρέμμα του νησιού, μα το παρατσούκλι «αραπάκι» της ταίριαζε γάντι και όλοι έτσι την έλεγαν. Στο αυτοσχέδιο παζάρι του χωριού αγόραζαν πάντα αυγά από το Αραπάκι και τη μητέρα του, ρωτούσαν μάλιστα αν είναι φρέσκα, από συνήθειο περισσότερο παρά από αμφιβολία. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού το παζάρι διαλυόταν νωρίς και το χωριό βυθιζόταν σε έναν λήθαργο, όμοιο με εκείνο των παραμυθιών. Τότε το Αραπάκι κατηφόριζε στον έρημο γιαλό. Μάζευε κρινάκια, εκείνα τα άσπρα τα μυρωδάτα που φυτρώνουν στην άμμο, και ψιθυρίζοντας λόγια ακατάληπτα τα άφηνε να τα πάρει το κύμα. Φυσούσε πάντα βοριάς, ένας βοριάς που μας δρόσιζε από τον καυτό ήλιο, και τα κρινάκια ταξίδευαν γοργά στα βαθιά, εκεί που τα νερά αλλάζουν χρώμα και από πράσινα σμαραγδένια γίνονται σκούρα μπλε, για να γλιστρήσουν στη συνέχεια μέχρι το αντίκρυ νησί με το ηφαίστειο, σαν μπαλαρίνες πάνω σε σκούρο μπλε δάπεδο. Αυτό γινόταν κάθε μεσημέρι, κάθε καλοκαίρι, αλλά εμείς δεν το ξέραμε.
Το Αραπάκι το πήραν συγγενείς, να ζήσει μαζί τους στο εξωτερικό. Το ίδιο κιόλας καλοκαίρι το ηφαίστειο στο αντίκρυ νησί αγρίεψε. Μέρα παρά μέρα η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μας και η αμμουδιά ριγούσε σαν να την περνούσαν από αόρατο κόσκινο. Τα κρινάκια μαράθηκαν. Ο βοριάς που μας δρόσιζε έπαψε να φυσά. Τον Ιούλιο έπεσε ο μπροστινός τοίχος σε δύο από τα πέτρινα σπίτια της παραλίας. Φάνηκαν τα σωθικά τους, χτιστά κρεβάτια, ξύλινα ράφια και κουζινικά από μαντέμι και πηλό. Ένα σπίτι κοντά στην κεντρική πλατεία του χωριού κατέρρευσε. Τον Αύγουστο ράγισε το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Λίγες μέρες μετά, το προαύλιο χωρίστηκε στα δύο. Ήρθαν ειδικοί από την πρωτεύουσα, έστησαν μηχανήματα, έμειναν λίγο σε αντίσκηνα και αποχώρησαν με τις σημειώσεις τους. Μαζί τους αρχίσαμε να φεύγουμε κι εμείς. Μέχρι τον Οκτώβριο και τα πρώτα κρύα το χωριό είχε ερημώσει.
Τα καλοκαίρια που ήρθανε έμοιαζαν χίλια. Δεν ήταν όμως τόσα πολλά. Ήταν τόσα όσα χρειάστηκαν να καταλαγιάσει το ηφαίστειο και το αντίκρυ νησί να εξελιχθεί σε δημοφιλή τουριστική ατραξιόν. Δεν απόρησα, λοιπόν, όταν μια ξένη εταιρεία απευθύνθηκε σε μένα και τους συνεργάτες μου, όλοι μας νέοι αρχιτέκτονες, για την αναστήλωση και τουριστική εκμετάλλευση του ερημωμένου χωριού. Εκείνο το απόγευμα περιμέναμε με ανυπομονησία τους ξένους να έρθουν στο ραντεβού. Ήρθαν στην ώρα τους – ένα μικρό μελίσσι με μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό στα χέρια και με μέσο όρο ηλικίας τα τριάντα. Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια πανέμορφη κοπέλα, ψηλή, αδύνατη, με μάτια μεγάλα, στρόγγυλα, με μαλλιά κατσαρά, πιασμένα πίσω με ένα σοφιστικέ κοκαλάκι, σωστή αφρικανή βασίλισσα. Ήρθε καταπάνω μου, έκανε να με αγκαλιάσει, δεν ξέρω τι ύφος είχα πάρει, μπορεί να έκανα κι ένα βήμα πίσω, πάντως έβαλε τα γέλια. «Η Μαρία είμαι, ρε. Το Αραπάκι» είπε. «Τόσο πολύ έχω αλλάξει;»
* Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΑΛΒΑΡΛΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Μικρά δωμάτια πανικού» (εκδ. Μετρονόμος).