
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Μιχάλης Μακρόπουλος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Περιμένοντας να περάσω τη γέφυρα
Το κάστρο της Αγίας Μαύρας ήταν δίπλα μου και γλάροι πετούσαν αποπάνω, χαμηλά κάτω απ’ τον βαρύ ουρανό, καθώς περίμενα ν’ ανοίξει η πλωτή γέφυρα για να περάσω. Πρέπει να τη διασχίσω για να φύγω από τον τόπο που μένω, τη Λευκάδα, και για να γυρίσω σ’ αυτόν. Κάθε μία ώρα σηκώνονται οι ράμπες, η γέφυρα γυρνά και ιστιοφόρα κι άλλα σκάφη περνούν από τα δεξιά κι απ’ τ’ αριστερά.
Ερχόμουν από μια πρωινή δουλειά στην Πρέβεζα. Ευτυχώς, είχα προνοήσει να ’χω μαζί μου ένα βιβλίο – ένα «ταξιδιωτικό βιβλιαράκι τσέπης» της Penguin. Ήταν μια συλλογή από λίγα κείμενα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα, του συγγραφέα του Ρασομόν.
Διάβαζα μονάχα τα πιο μικρά, για να μην ανοίξει η γέφυρα κι αναγκαστώ ν’ αφήσω ένα στη μέση. Το καθένα ήταν μερικές αράδες όλες κι όλες, που μέσα τους κρατούσαν κάτι από την αίσθηση ενός χαϊκού.
Διάβαζα μονάχα τα πιο μικρά, για να μην ανοίξει η γέφυρα κι αναγκαστώ ν’ αφήσω ένα στη μέση. Το καθένα ήταν μερικές αράδες όλες κι όλες, που μέσα τους κρατούσαν κάτι από την αίσθηση ενός χαϊκού· αυτό το αναπάντεχο πάντρεμα εικόνων, τη μελαγχολία, την αποδοχή του εφήμερου, τη λεπτότητα ενός κόσμου που με λίγη πίεση παραπάνω μπορεί να σπάσει, τη στωικότητα ως μόνο όπλο απέναντι στη ματαιότητα, την αγάπη για τα πράγματα που είναι μικροσκοπικά, σχεδόν αθέατα, και μες στην καθημερινή φούρια περνούν απαρατήρητα· την αβάσταχτη σκληρότητα της ζωής, την τρέλα, την αρρώστια, το θάνατο, τη σήψη.
Αφού τελείωνα κάθε κείμενο, του ’δινα μία στιγμή ώσπου να το χωνέψω κι έπειτα διάβαζα το επόμενο. Αυτή τη μία στιγμή σήκωνα τα μάτια και κοιτούσα έξω.
Έτσι, διάβασα «Καθώς την έβλεπε να προχωρά (δεν είχαν γνωριστεί ποτέ), αισθάνθηκε πρωτόγνωρη μοναξιά», σήκωσα τα μάτια κι είδα την μπροστινή οδηγό να έχει βγει και να καπνίζει γερμένη στη μισάνοιχτη πόρτα της. Διάβασα «Τα ξερά του χείλη ένιωσαν το άγγιγμα της πεταλούδας για μια απειροελάχιστη στιγμή, ωστόσο η σκόνη απ’ τα φτερά της έλαμπε ακόμα στα χείλη του χρόνια μετά», σήκωσα τα μάτια κι είδα ένα γλάρο να αιωρείται ασάλευτος σαν κρεμασμένος μ’ αόρατη κλωστή από τα σύννεφα. Διάβασα «Αλλά, σχεδόν προτού το καταλάβει, σ’ εκείνα τα δέντρα –κείνες τις κερασιές που από την περίοδο Έντο βρίσκονταν στην όχθη της Μουκοτζίμα– είχε αρχίσει να βρίσκει τον εαυτό του», σήκωσα τα μάτια κι είδα τα χόρτα που είχαν φυτρώσει στην πέτρα του κάστρου γύρω από ένα παλιό κανόνι. Διάβασα «Βοηθούσε, ότι το σπίτι τους βρισκόταν σε μια πόλη στην ακτή, μία ολόκληρη ώρα με το τρένο από το Τόκιο», σήκωσα τα μάτια κι είδα πέρα τη μικρή πόλη της Λευκάδας, πάνω απ’ το νερό και κάτω από τα σύννεφα, σαν να ήταν μια άγνωστή μου πόλη κι εγώ ένας ξένος που εκείνη τη στιγμή την αντίκριζε για πρώτη φορά.
Πρόφτασα να διαβάσω δέκα μικρά κείμενα κι είχα τόσο απορροφηθεί ώστε, όταν σήκωσα τα μάτια μετά τη φράση «Είναι ατυχία για τους θεούς που, αντίθετα με εμάς, δεν μπορούν ν’ αυτοκτονήσουν» και είδα το μπροστινό αμάξι να έχει ξεκινήσει, τα ’χασα και δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω· μα ύστερα έβαλα μπρος, κύλησα αργά και διέσχισα γι’ άλλη μια φορά την ίδια γέφυρα που είχα διασχίσει χίλιες φορές ήδη.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ