
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Λένα Κορομηλά.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όλα καλά;
Η μητέρα μου καθόταν μονίμως στο μπαλκόνι. Από το μπαλκόνι τα έβλεπε όλα. Όλα και όλους. Όλη την ώρα. Αυτό στην γυναίκα μου, την Άννα, δεν άρεσε καθόλου. Ούτε σε μένα φυσικά. Πώς να μου αρέσει; Βραχνάς σκέτος. Αλλά της λέω κάθε φορά της Άννας, μάνα μου είναι. Τι να κάνω; Και παίρνω το ποδήλατο και φεύγω. «Φεύγεις;» μου λέει μόνο η Άννα. «Φεύγω» της λέω μόνo κι εγώ. Έπειτα περνάω από τον δρόμο, δυo στενά παρακάτω μένει από εκεί που μένω, η μητέρα μου. Τη βλέπω που με βλέπει αλλά κάνω σαν να μην την είδα. Όποτε με βλέπει κάνει παράπονα. Ότι όταν περνάω με το ποδήλατο, περνάω σφαίρα αντί να σταματήσω να τη χαιρετίσω και να πούμε δυο κουβέντες έστω, αυτή από το μπαλκονάκι της κι εγώ από τον δρόμο. Μα δεν είναι αυτό που θέλει. Αυτό που θέλει είναι όλη την ώρα να ασχολείσαι μαζί της. Μια φορά που σταμάτησα να τη ρωτήσω τι κάνει, μου έκανε παράπονα και μου είπε: «έλα μέσα, γιατί μου μιλάς από τον δρόμο». Και μόλις πήγα μέσα, και κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω, μου είπε πάλι με παράπονο, «ούτε ένα λεπτό δεν κάθεσαι με τη μάνα σου». Ειλικρινά έχω φτάσει σε αδιέξοδο. Αλλά μάνα μου είναι. «Μάνα σου είναι» μου είπε και η Άννα, όταν τη γνώρισα και της τα εξήγησα μέσες άκρες. Και όταν η μάνα μου μας κάλεσε μια ακόμη Κυριακή για φαί, «τράβα εσύ» μου είπε, «πονάει η κοιλιά μου». Την είδα να ανάβει τσιγάρο, ήθελα να της πω ότι κάνει κακό το τσιγάρο στον πονόκοιλο, αλλά δεν της είπα τίποτε, νόμιζα ότι την καταλάβαινα. Νόμιζα ότι, παρ' όλα αυτά, όλα ήταν εντάξει μεταξύ της Άννας και της μητέρας, και, για να ακριβολογούμε, κάτι παραπάνω από εντάξει.
Όμως όχι, δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτε. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι κάτι υποψιαζόμουν, αλλά δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία. Στην αρχή η Άννα έκανε πολλά δώρα στη μητέρα μου. Της χάρισε το ωραίο της πράσινο Benetton μπουφάν, της πήρε για τα γενέθλιά της μια κόκκινη δερμάτινη τσάντα, και στα καλά καθούμενα, (θέλω να πω χωρίς να είναι κάποια επέτειος), της πήρε ένα χρυσό δαχτυλίδι με το μάτι της τίγρης. Και η μάνα μου τα ίδια. Όταν τη βλέπει, χαίρεται πάρα πολύ, κάθε φορά της έχει κι ένα δώρο, τη μια έναν Άγιο Bασίλη από βαμβάκι, καρότο και ένα κομμάτι πλεχτό κόκκινο ύφασμα, την άλλη ένα βαρκάκι από ξύλα, που ξέβρασε η θάλασσα και άλλες τέτοιες ιδιοκατασκευές, που τις φτιάχνει μόνο γι' αυτούς που αγαπάει πάρα πολύ.
Την Άννα τη γνώρισα από το φέισμπουκ. Μόλις είχα χωρίσει από τη Μόνικα, την ιταλίδα συγγραφέα και μεταφράστρια. Η Άννα έμεινε έγκυος τον τέταρτο μήνα της γνωριμίας μας. Μέχρι τότε η μάνα μου δεν ήξερε ότι υπήρχε Άννα.
Την Άννα τη γνώρισα από το φέισμπουκ. Μόλις είχα χωρίσει από τη Μόνικα, την ιταλίδα συγγραφέα και μεταφράστρια. Η Άννα έμεινε έγκυος τον τέταρτο μήνα της γνωριμίας μας. Μέχρι τότε η μάνα μου δεν ήξερε ότι υπήρχε Άννα. Αποφάσισα να μην της λέω τίποτε πλέον και, όσο μου ήταν δυνατόν, περιχαράκωνα τις σχέσεις μου, ιδίως τις ερωτικές. Έβαζα παντού τα όριά μου, διότι αυτό που συνέβη με την Ιταλίδα με έκανε να βάλω μυαλό.
Νόμιζα δηλαδή ότι έβαλα μυαλό. Η παροιμία με τον λύκο που γερνάει και μυαλό δεν βάζει, που έλεγαν οι παλιοί, ισχύει και στην περίπτωσή μου. Λοιπόν, τώρα που έχω πατήσει τα σαράντα, και μετά από τόσες σχέσεις, νομίζω ότι έχω καταλάβει γιατί δεν μπορώ να στεριώσω γυναίκα. Το κατάλαβα αυτό από την τελευταία μου σχέση. Πώς δεν το είχα πιάσει μέχρι τότε; Η μητέρα μου, από τη στιγμή που γνώριζε τη γυναίκα, με την οποία ήμουν ερωτευμένος, την «ερωτευόταν» κι αυτή και δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί.
Αυτό το ανακάλυψα λίγο αργά, μετά τη φυγή της Μόνικα. Όταν ένα πρωί άκουσα να λέει ψιθυριστά στην αδελφή της, «a domani… Paola… aeroporto...», δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν αντέδρασα. Λάθος κατάλαβα, είπα, δεν μπορεί. Κι επειδή είχα μείνει εμβρόντητος, δεν άνοιξα το στόμα μου να πω μια λέξη. Μα αφού όλα ήταν καλά μεταξύ μας. Μέχρι και σπίτι είμασταν έτοιμοι να αγοράσουμε για να παντρευτούμε. Εκείνη είχε πάρει από τον Aldus, τον εκδοτικό οίκο στον οποίο ανήκε, άδεια επ’ αορίστω. Σας λέω και πάλι, είμαι σίγουρος ότι είμασταν ευτυχισμένοι. Γύριζα από το λογιστικό γραφείο μου, τη ρωτούσα αν όλα είναι καλά, αν βρήκε κάτι, (εκείνο το διάστημα έψαχνε να βρει δουλειά), κι εκείνη μου απαντούσε «όλα καλά». Αφού ήταν όλα καλά, έπαιρνα το ποδήλατό μου και πήγαινα βόλτες. Να μην ξεσκάσω λίγο που ήμουν όλη μέρα στη δουλειά;
Η μητέρα μου την παίνευε πολύ και «τι καλό κορίτσι, τώρα πια έχω κόρη» και κάτι τέτοια. Η μητέρα μου, όποτε έφευγα εγώ, περνούσε και της έκανε παρέα, κι εγώ ήμουν ήσυχος ότι δεν ήταν μόνη στην ξένη χώρα. Εκείνο το διάστημα έτρεχε στην πόλη μας ένα αφιέρωμα στο ιταλικό θέατρο και η μητέρα μου –η οποία σημειωτέον μιλούσε στοιχειωδώς τα ιταλικά– ούσα βέβαιη ότι θα της άρεσε της Μόνικα, έβγαλε, χωρίς να τη ρωτήσει («αυτό έλειπε», μου είπε) εισιτήρια για τις παραστάσεις. Πετούσε από τη χαρά της. Την αγαπάει πολύ, σκεφτόμουν καμιά φορά, όχι χωρίς κάποια ζήλεια που τα πήγαιναν τόσο καλά οι δυο τους. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. «Όλα καλά;» τη ρωτούσα. «Ναι, όλα καλά» μου απαντούσε. Κάτι όμως πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, κάτι που δεν μου άρεσε. Αρκετές φορές ήμουν έτοιμος να τη ρωτήσω, αλλά μετά βεβαίωνα τον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να γίνομαι καχύποπτος, (μου το είχαν επισημάνει αυτό στο παρελθόν φίλοι), κι έτσι συνεχίζαμε την ευτυχισμένη συμβίωσή μας. Ώσπου, μια μέρα μου είπε, «ξέρεις η μάνα σου…». Δεν την άφησα να τελειώσει. «Ε, τι να κάνουμε, μάνα μου είναι» την αποστόμωσα. Και ώσπου να καταλάβω, εγώ που νόμιζα ότι καταλάβαινα, η Μόνικα είχε φύγει.
Αλλά τώρα δεν θα αφήσω να συμβεί το ίδιο με την Άννα. Να την «ερωτευτεί» και να την πνίξει με την αγάπη της, όπως έκανε και με τις άλλες. Εξάλλου τώρα περιμέναμε παιδί. Αλλά φαίνεται ότι τα πράγματα αντί να στρώσουν, χειροτέρεψαν. Η μητέρα μου κάθε τρεις και λίγο, ντριν το τηλέφωνο. Δεν της έφτανε που την επισκεπτόμαστε κάθε δέκα με δεκαπέντε. Δεν της έφτανε που πέρναγα κάτω από το μπαλκόνι και της έκανα και ντριν με το κουδούνι. Όταν γεννήθηκε το παιδί μας, κορίτσι ήταν και της δώσαμε το όνομα (Μικαέλα) του πεθαμένου εδώ και δέκα χρόνια πατέρα μου, η μητέρα μου, και έχω πλήρη συναίσθηση των λεγομένων μου, έπαθε ντελίριο αγάπης. Της τηλεφωνούσε μέρα νύχτα να ρωτήσει αν αυτή και το μωρό είναι καλά. Αν θήλασε, πώς θήλασε, πόσο θήλασε και πώς έπρεπε να θηλάζει. Δεν τολμούσε η γυναίκα μου να περάσει από τον δρόμο και με το που έβλεπε το καρότσι να προβάλει στη γωνία (αφού μέρα νύχτα όπως είπαμε την έβγαζε στο μπαλκόνι), κατέβαινε κάτω και το άρπαζε κυριολεκτικώς από την Άννα. Έβλεπα να γεννιέται ένας καινούργιος, πιο δυνατός, ένας διπλά παθιασμένος «έρωτας». Πήγαμε με την Άννα σε ψυχολόγο, δεν θέλαμε να την πληγώσουμε κάνοντας του κεφαλιού μας. «Φυσιολογικές αντιδράσεις είναι αυτές» μας είπε. «Πρώτη της φορά γιαγιά;» «Πρώτη της…» του είπαμε. «Ε, είναι φυσιολογικό» μας είπε. «Να αποφεύγετε μόνο… Έτσι είναι οι σχέσεις… μπλα… μπλα…» Εν ολίγοις δεν μας διαφώτισε ιδιαίτερα.
Ήμουν ήσυχος. Η γυναίκα μου όμως, έξυπνη και προσαρμόσιμη καθώς είναι, βρήκε τρόπο. Δεν σήκωνε το τηλέφωνο και δεν περνούσε πια μπροστά από το μπαλκόνι της μητέρας μου. Βρήκε άλλον δρόμο να πηγαίνει βόλτα το μωρό μας. Μου το είπε και μένα. Κι έτσι κι εγώ δεν πέρναγα πια από το μπαλκόνι της μητέρας μου.
Πέρασαν μέρες. Ησυχάσαμε. Αλλά ένα απόγευμα είπα να περάσω από το μπαλκόνι της να δω τι γίνεται. Η μητέρα μου δεν ήταν εκεί. Ούτε στο σπίτι της ήταν. Άρχισα να ανησυχώ, να τρελαίνομαι. Μάνα μου ήταν, τι να έκανα; Έκανα μερικά τηλέφωνα στις φίλες της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η γυναίκα μου; Θαρρείς και δεν μ' ένοιαζε πια ούτε για τη γυναίκα μου ούτε για το παιδί μου. Για να μην την ξυπνάω, άλλαξα δωμάτιο. Τώρα, εμείς που δεν χωρίζαμε ποτέ, κοιμόμασταν χώρια. Η μάνα μου, όμως ήταν μάνα μου, μόνο αυτήν είχα. Βέβαια, από την άλλη (σκεφτόμουν άγρυπνος μέσα στην νύχτα και ομολογώ, όχι δίχως τύψεις) θα ησύχαζα από την γκρίνια της. Η γυναίκα μου είχε αφήσει τα μαλλιά της απεριποίητα, τα νύχια της που ήταν πάντα βαμμένα κόκκινα, τώρα ήταν γαμψά και μαύρα. Κυκλοφορούσε με φαρδιές χαχόλικες μπλούζες, αυτή που πάντα ήταν κομψή, στο σπίτι νεγκλιζέ και ρόμπες σατέν, και έξω γόβες, κομψά φορέματα, παντελόνια και πουκάμισα σινιέ, ακόμα και όταν πήγαινε στην δουλειά της – ταμίας σε σούπερ μάρκετ ήταν. Άλλαξε ενδυματολογικές απόψεις, έλεγα από μέσα μου. Ώσπου μια μέρα. «Θα φύγεις πάλι με το ποδήλατο;» μου είπε, αλλά δεν μου το είπε με τον συνήθη τόνο. Κάτι κατάλαβα αλλά αντί να διευκρινίσω αυτό το κάτι που έπιασα να πλανάται, «ναι θα φύγω πάλι», της είπα μόνο. «Όλα καλά;» τη ρώτησα. «Όλα καλά» μου είπε μ΄ έναν αναστεναγμό, με κοίταξε κάπως περίεργα και άναψε τσιγάρο.
Όταν γύρισα η γυναίκα μου είχε φύγει. Μαζί φυσικά με το μωρό. «Πάω να μείνω για λίγο στη μητέρα μου» μου έγραψε σ΄ ένα σημείωμα. «Μην ανησυχήσεις» μου έγραψε. «Για λίγο θα είναι, να ξεκαθαρίσουν κάπως τα πράγματα…»
Έχουν περάσει μέρες. Τις περιμένω ακόμα. Θα γυρίσουν μου είπε. Να μην ανησυχώ μου είπε, όλα θα πάνε καλά, μου είπε.
Όσο για τη μητέρα μου; Ένα πρωινό και, ενώ ήμουν έτοιμος να πάω πια στην αστυνομία, χτύπησε το τηλέφωνο. «Μην ανησυχείς, είμαι στο Νεπάλ» μου είπε. «Με τη Μόνικα. Ζούμε σε ένα άσραμ έξω από το Κατμαντού. Τώρα περιμένουμε και την Άννα με τη Μικαέλα. Να είσαι καλά αγόρι μου».
Άναψα τσιγάρο. Κοίταξα έξω, οι γειτόνισσες στο ισόγειο στέκονταν όρθιες σαν αλαφιασμένες στην πρασιά. Η μάνα ξερακιανή ασπρομάλλα με το λάστιχο στο χέρι και η κόρη ντυμένη στη τρίχα, ωραίο κορμί, αλλά σκυλίσια φάτσα. Μουρμούρισα, πάλι μαλλιοτραβιόντουσαν: «…μου έφαγες τη ζωή μου… όχι… εγώ… εσύ… θυσιάστηκα… θα φύγω…»
Πήρα το ποδήλατο. Στο δρόμο, ανάμεσα στα αγριόχορτα, κίτρινες μικρές και μεγάλες κηλίδες. Δεν είχα προσέξει μέχρι τώρα τη φύση, πως η φύση ξυπνούσε και οι μαργαρίτες και τα χαμομήλια μοσχοβολούσαν άνοιξη.
* Η ΛΕΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων «Η γλυσίνα» (εκδ. Ιωλκός).