
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Χίλντα Παπαδημητρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το δέκα το καλό
Ονομάζομαι Αριάγνη και ζω από διαρρήξεις. Αριά-γνη, όχι Αριάδνη. Από το βιβλίο του Τσίρκα… Καλά, άσ’ το. Οι γονείς μου είχαν ένα μικρό βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια. Κανονικό βιβλιοπωλείο, όχι χαρτικά και φωτοτυπίες και αηδίες. Λογοτεχνία, ποίηση, δοκίμια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήθελαν να σπουδάσω, να γίνω άνθρωπος και να αναλάβω το μαγαζί. Εγώ πάλι βαριόμουν τα βιβλία. Ούτε τα γράμματα τα έπαιρνα. Ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια, χορεύτρια, ηθοποιός. Κάτι καλλιτεχνικό, τέλος πάντων. Δεν πρόλαβα.
Βλέπεις, εκτός από τα βιβλία, οι γονείς μου είχαν μανία με τα τσιγάρα, τα ξενύχτια με συζητήσεις για την επανάσταση και το ελεύθερο κάμπινγκ σε νησιά της άγονης γραμμής. Είχαν γνωριστεί στο Παρίσι όταν σπούδαζαν, και όλο για τον Μάη του ’68 μιλούσαν. Στα νιάτα τους κάπνιζαν τρία πακέτα άφιλτρα τη μέρα, ο καθένας. Δεν πρόλαβαν να γεράσουν. Ο πατέρας έφυγε στα 47 από καρκίνο στον πνεύμονα. Τον ακολούθησε η μάνα από ένα γυναικολογικό καρκίνο που αποφάσισε να αντιμετωπίσει με εναλλακτικές θεραπείες. Πάει κι αυτή. Έμεινα στα 21 μόνη κι έρημη, χωρίς συγγενείς και χωρίς λεφτά. Το μαγαζί είχε κλείσει ήδη στα πρώτα χρόνια της κρίσης, οι οικονομίες τους εξανεμίστηκαν σε νοσοκομεία και θεραπείες.
Ο μόνος που μου στάθηκε ήταν ο Σωκράτης, παλιός φίλος τους του «χώρου». Ο νονός μου, ας πούμε, αν και δεν με βάφτισαν σε εκκλησία. Αυτός που μου έφερνε τη λαμπάδα, εντάξει; Ο Σωκράτης που έχει το παλαιοβιβλιοπωλείο γωνία Ηφαίστου και Νίσου. Μια μέρα του πήγα κάτι βιβλία των γονιών μου, σπάνια αλλά μη φανταστείς τίποτα αρχαία˙ πρώτες εκδόσεις με αφιέρωση κι υπογραφή του Λουντέμη, του Τσίρκα, του Ρίτσου κι άλλων που δεν τους θυμάμαι. Με πήρε παράμερα και μου έσκασε το παραμύθι. Είχε κάτι πελάτες-πρεζόνια με τα βιβλία που πλήρωναν καλά λεφτά για πρώτες εκδόσεις. Αυτός θα με έστελνε σε συστημένα σπίτια, θα τσιμπούσα επιλεγμένα κομμάτια και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Όλα βάσει πληροφοριών, χωρίς συναγερμούς και σκύλους-φύλακες.
Με βλέπεις πώς είμαι, μισή μερίδα άνθρωπος. Κάποτε έκανα κι ενόργανη. Για μένα δεν ήταν τίποτα να σκαρφαλώνω σαν τη μύγα σε τοίχους και υδρορροές. Άρχισα να μπουκάρω σε βίλες στη Φιλοθέη, σε διαμερίσματα στο Κολωνάκι, σε πλουσιόσπιτα στη Βούλα. Τα περισσότερα βιβλία που έκλεβα ήταν άκοπα. Ξέρεις τι εννοώ; Επειδή παλιά έπρεπε να κόβεις τις σελίδες με τον χαρτοκόπτη… Βλακείες, ξέρω. Και είχαν αφιερώσεις προσωπικές. Σκέτη πίκρα να βλέπεις «στον σεβαστό μου διδάσκαλο και μέντορά μου στις επιστήμες» και μπλα μπλα μπλα, και το βιβλίο να είναι άκοπο. Στοίχημα ότι οι περισσότεροι δεν έχουν πάρει είδηση ακόμα ότι τους λείπουν τα βιβλία. Ξέρω πώς να τα αραιώνω, να βάζω μερικά οριζόντια, τάχα μου δήθεν σαν σχέδιο.
Τακτοποίησα τα υπόλοιπα περιοδικά για να μη φαίνεται το κενό κι ετοιμάστηκα να την κάνω. Τότε ένα χέρι μού έκλεισε το στόμα κι ένα μαχαίρι ακούμπησε στον λαιμό μου. Πάλεψα να ελευθερωθώ αλλά μια σιγανή φωνή μού είπε στ’ αυτί, «Τσιμουδιά κι ακίνητη, αν δεν θες να σε κάνω σούσι». Μα τη Μπαναγία, έτσι μου είπε!
Καλά, μη νομίζεις ότι έβγαζα χοντρά λεφτά. Ίσα για τους λογαριασμούς και κανένα φαΐ. Μία διάρρηξη τον μήνα κι αυτό όχι κάθε μήνα, την περνούσα σπαρτιάτικα. Ο Σωκράτης δεν ήθελε να κάνουμε χοντρή μπάζα, κάτι βίβλους που έβλεπα σε αναλόγια, ή κείμενα από το 1821 κι έτσι. Αυτά θα μας καρφώσουν, μου έλεγε.
Μετά όμως στράβωσε το πράμα. Αλλά και στα έργα έτσι δεν γίνεται; Είπαμε να πάμε για το δέκα το καλό, να βγάλουμε κάτι παραπάνω για να φύγουμε διακοπές και… Ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Ο νονός μού ανέθεσε να κλέψω μια πλήρη σειρά της πρώτης περιόδου της Μάσκας, ενός παλιού περιοδικού με αστυνομικά. Προπολεμικά πράματα, 1935-1939. Ο Σωκράτης μου το τόνισε, αυτή τη σειρά είχε παραγγελία, όχι τις μεταγενέστερες.
Η μονοκατοικία στο Παλαιό Φάληρο ήταν ευκολάκι. Σκαρφάλωσα τη μάντρα με το μπλε γιασεμί, ανέβηκα στην τσίγκινη στέγη του παράσπιτου στον κήπο κι από κει βρέθηκα στο μπαλκόνι. Άνοιξα το μάνταλο των ξύλινων παντζουριών στο πι και φι και βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο με ράφια και στους τέσσερις τοίχους. Οι ιδιοκτήτες είχαν περισσότερα βιβλία κι από όσα είχαμε στο μαγαζί. Με τον φακό μου εντόπισα τα αστυνομικά περιοδικά, κι έχωσα τις Μάσκες στο σακίδιο που φορούσα στην πλάτη. Τακτοποίησα τα υπόλοιπα περιοδικά για να μη φαίνεται το κενό κι ετοιμάστηκα να την κάνω. Τότε ένα χέρι μού έκλεισε το στόμα κι ένα μαχαίρι ακούμπησε στον λαιμό μου. Πάλεψα να ελευθερωθώ αλλά μια σιγανή φωνή μού είπε στ’ αυτί, «Τσιμουδιά κι ακίνητη, αν δεν θες να σε κάνω σούσι». Μα τη Μπαναγία, έτσι μου είπε!
Ύστερα, με έσυρε σε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη παλτά, με πέταξε μέσα και κλείδωσε. Γκαντεμιά! Είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας με συνάδελφο. Περίμενα λίγη ώρα να τελειώσει ό,τι σκόπευε να κάνει, ελπίζοντας να με ξεκλειδώσει. Εντωμεταξύ με είχε πιάσει φαγούρα από τις ναφθαλίνες που είχαν τα παλτά στις τσέπες. Όταν με αιφνιδίασε ο συνάδελφος, μου έπεσε ο φακός και τώρα δεν έβλεπα την τύφλα μου. Άρχισα να σκαλίζω την πόρτα, χωρίς αποτέλεσμα. Κάθισα κάτω και συλλογίστηκα τις επιλογές μου. Αν οι ιδιοκτήτες έλειπαν εκτός Αθηνών, την είχα βάψει. Ο Σωκράτης θα ανησυχούσε μόνο εφόσον δεν εμφανιζόμουν ως αύριο το απόγευμα. Τότε ίσως υποψιαζόταν κάτι κι ερχόταν να με σώσει. Μέχρις αύριο όμως πώς θα την έβγαζα κλεισμένη εκεί μέσα; Χωρίς νερό και φαΐ; Μόλις σκέφτηκα νερό, με έπιασα δίψα και ήθελα πιπί.
Αν γύριζαν οι ιδιοκτήτες, θα χτυπούσα να μου ανοίξουν αλλά αυτοί θα καλούσαν την αστυνομία. Τι θα τους έλεγα, ότι περίμενα το τρόλεϊ κλεισμένη στην ντουλάπα; Ακούμπησα το κεφάλι μου σ’ ένα γούνινο παλτό και αποκοιμήθηκα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ήρθε το πρωί η Γεωργιανή που φροντίζει το σπίτι και βρήκε το πτώμα. Τη γυναίκα σφαγμένη, μέσα στα αίματα. Την είδα κι αναγούλιασα όταν με έβγαλαν οι συνάδελφοί σου από την ντουλάπα. Μόλις άκουσα τις φωνές τους, άρχισα να κοπανάω την πόρτα. Πάλι καλά που δεν αντιστάθηκα, ο τύπος θα με είχε κάνει σούσι, σαν την ηθοποιό. Οι μπάτσοι μού είπαν ότι η πεθαμένη ήταν διάσημη ηθοποιός, εγώ δεν το ήξερα. Γιατί να το ξέρω;
Κι όλα αυτά, αστυνόμε, για μια σειρά από παλιά σκονισμένα προπολεμικά περιοδικά. Να έκλεβα κοσμήματα, θα έλεγα ότι άξιζε τη φασαρία. Αλλά μου το έλεγε πάντοτε ο πατέρας: Αριάγνη, παιδί μου, εσένα θα σε χαντακώσει το γεγονός ότι δεν έχεις φιλοδοξίες.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).