
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Νίκος Ξένιος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δέκα τόποι που θυμάσαι
Μια ηλιόλουστη μέρα του Οκτωβρίου, ήρθε η αδελφή μου μόνη της να μας δει. Όταν η Κονστάντζα πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει τσάι, έβγαλε από την κάπα της κάποιες παρτιτούρες: ένα δεμένο ματσάκι που πάνω πάνω είχε γραμμένο τον αριθμό δέκα – αλλά δεν φαινόταν καθαρά. Της αδελφής μου της είχε μείνει η συνήθεια να δένει τις πάρτες μεταξύ τους: βιβλιοδέτης ήταν ο πατέρας μας, άλλωστε.
«Δέκα λοιπόν!» λέω εγώ και κάθομαι στο πιάνο.
«Για παίξε να δούμε!»
Τα δάχτυλά μου πήγαιναν καλά μόνο μέχρι τη μέση του πενταγράμμου: η επόμενη νότα με «πετούσε» αλλού. Η αδελφή μου, που επίσης καταλάβαινε από συγχορδίες, τονικότητα και τέμπο, μου λέει αυστηρά:
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά εγώ ακούω γάτες στο πιάνο. Γάτες που γραντζουνάνε!»
Της είπα:
«Κι εγώ γάτες ακούω, αλλά άλλο βλέπω γραμμένο!»
H αδελφή μου τότε απόρησε:
«Πώς άλλο βλέπεις κι άλλο ακούς;»
Άρχισα, τις επόμενες μέρες, να μελετώ τις νότες από αυτήν την παρτιτούρα ορχήστρας που είχα. Η ορχήστρα είχε τα μέρη της, αλλά εγώ είχα κάπου δέκα πεντάγραμμα, κι ανάμεσα σ' αυτά τα κομμάτια των πιάνων. Μόνο με μεγεθυντικό φακό κατάφερα να αντιγράψω όλο το μέρος του πιάνου. Ξενύχτησα τρεις μέρες στη σειρά.
Άρχισα, τις επόμενες μέρες, να μελετώ τις νότες από αυτήν την παρτιτούρα ορχήστρας που είχα. Η ορχήστρα είχε τα μέρη της, αλλά εγώ είχα κάπου δέκα πεντάγραμμα, κι ανάμεσα σ' αυτά τα κομμάτια των πιάνων. Μόνο με μεγεθυντικό φακό κατάφερα να αντιγράψω όλο το μέρος του πιάνου. Ξενύχτησα τρεις μέρες στη σειρά.
Την επόμενη εβδομάδα ήρθε και πάλι από περιέργεια η αδελφή μου, αυτή τη φορά με τον άντρα της, για να με ακούσουν.
«Tο παίζει! Είναι απίθανος! Το παίζει!»
Κι ο γαμπρός μου επίσης εξεπλάγη. Έξυσε τη μύτη του με το λορνιόν του.
¤ ¤ ¤
Ακολούθησαν κάποια ταξίδια. Εκεί ερμήνευσα τις παρτιτούρες ακριβώς όπως τις είχα ερμηνεύσει εκείνη την ημέρα. Έμαθα τις νότες απ' έξω.
Οι πόλεις ήταν η Φρανκφούρτη, το Μάιντζ και το Άαχεν. Στο Λονδίνο, στο Βρετανικό Μουσείο, για πρώτη φορά το κοινό εκτίμησε τους ρυθμούς αυτούς. Στο Παρίσι, τον Μάιο του 1766, με αποθέωσαν. Σε σύνολο, είχα βρεθεί σε πέντε πόλεις. Έμεναν άλλες πέντε: η Λυών, η Χάγη, η Ζυρίχη, η Ρώμη και τελευταία η Πάδοβα.
¤ ¤ ¤
Ένας τεράστιος ίσκιος απλωνόταν πάνω από τα ανάκτορα στο Χόφγκαρτεν. Μόλις επέστρεψα από την περιοδεία στις δέκα ευρωπαϊκές πόλεις ο θάνατος χτύπησε την πόρτα μας. Έτσι θεώρησα εγώ, τουλάχιστον. Είχα ακούσει τον θάνατο με τα ίδια μου τ' αυτιά, ένα πρωϊνό που τινάχτηκα από το κρεβάτι.
«Πες μου δέκα τόπους που θυμάσαι» μου είχε πει ο Θάνατος.
Ήταν ξεκάθαρα ανατριχιαστική η φωνή του, έμοιαζε με του πατέρα μου.
Το πρώτο μέρος που θυμάμαι είναι το νούμερο 9 της οδού Γκετράιντε, εκεί όπου γεννήθηκα τον Ιανουάριο του 1756.
Έπεσα με τα μούτρα και έγραφα την παραγγελία του «Ρέκβιεμ» για να ανακουφιστώ κάπως οικονομικά. Με τη συμφωνία που είχα κάνει με τον κόμητα Φραντς Βάλτσεγκ-Στούπαχ, θα έπαιρνα τετρακόσια φιορίνια όταν θα ολοκληρωνόταν το έργο. Ο κόμης είχε χάσει πρόσφατα τη σύζυγό του. Κακό σημάδι, είχα σκεφτεί τότε εγώ, αλλά στην Κονστάντζα δεν το είπα, αρκετές σκοτούρες είχε από μόνη της, αρκετά μας είχε βαρέσει η φτώχεια.
«Λέγε!» είπε πάλι ο Θάνατος.
Τον Οκτώβριο του 1762 ο πατέρας μάς πήγε με την αδελφή μου στο ανάκτορο του Σένμπρουν, για να με ακούσουν να παίζω: αυτό είναι το δεύτερο μέρος που θυμάμαι. Τον Νοέμβριο του 1767 είχαμε μετακομίσει οικογενειακά στο Μπρνό για ν' αποφύγουμε την επιδημία ιλαράς: αυτό είναι το τρίτο μέρος που θυμάμαι.
«Συνέχισε!» ακούστηκε πιεστική η φωνή του Θανάτου.
Στο «Tanzmeisterhaus» οι ντόπιοι αριστοκράτες έπαιρναν μαθήματα χορού: εκεί εγώ άρχισα να συνθέτω συμφωνίες, κονσέρτα και λειτουργίες, πώς να μην το θεωρώ το τέταρτο σημαντικό μέρος της ζωής μου; Εκεί τελείωσα και τον «Ιδομενέα».
«Και ο έρωτάς σου;»
Δεν ήθελα να του κάνω τη χάρη να του πω για τον έρωτά μου. Του είπα μόνο πως με την Κονστάνζα παντρευτήκαμε στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου το 1782. Και πως αυτή είναι η πέμπτη σημαντική τοποθεσία της ζωής μου.
Δεν ήθελα να του κάνω τη χάρη να του πω για τον έρωτά μου. Του είπα μόνο πως με την Κονστάνζα παντρευτήκαμε στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου το 1782. Και πως αυτή είναι η πέμπτη σημαντική τοποθεσία της ζωής μου.
«Λέγε!»
Την επόμενη χρονιά παρουσίασα μια ημιτελή λειτουργία μου στο Αββαείο του Αγίου Πέτρου, στο Σάλτσμπουργκ: αυτό είναι το έκτο μέρος που θυμάμαι.
«Το έβδομο μέρος!» διέταξε ο Θάνατος.
Το έβδομο μέρος είναι το μεγαλύτερο διαμέρισμα που είχαμε ποτέ, στο νούμερο 5 της οδού Ντόρνγκας, όπου μείναμε από το 1784 ως το 1787. Εκεί τελείωσα τους «Γάμους του Φίγκαρο».
«Μην σταματάς!»
Το Κρατικό Θέατρο της Πράγας, όπου έγινε η πρεμιέρα του «Ντον Τζοβάνι» μου το 1787: αυτό είναι το όγδοο μέρος που θυμάμαι.
«Κάποιο μέρος θα αγάπησες, δεν μπορεί...»
Το μέρος που αγάπησα βρίσκεται κοντά στο θέατρο «Αουφ ντεα Βίντεν» και είναι το μικρό σπιτάκι του Μαγικού Αυλού, εκεί όπου συνέθεσα το αριστούργημά μου το 1791.
«Ποιο είναι το τελευταίο μέρος που θυμάσαι;» ρώτησε ο Θάνατος και σιώπησε μετά.
«Το άκουσα το κακό το σημάδι», είπα στην αδελφή μου, που ήταν σκληρό καρύδι.
«Καλά, τώρα. Το ξέρουμε δα. Εσύ άλλο βλέπεις κι άλλο ακούς».
Ευσεβής πόθος, σκέφτηκα, και τη ρώτησα:
«Δεν τον ακούς τον θάνατο;»
«Όχι, δεν τον ακούω»
Η επόμενη σκέψη μου ήταν: Ο Θάνατος δεν ακούγεται, μάλλον. Βλέπεται.
Αλλά αυτό ίσχυε για τους άλλους ανθρώπους. Εγώ ήξερα μόνο να ακούω, οι άλλες μου αισθήσεις είχαν ατονήσει.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την παραγγελία: στις εφτά Δεκεμβρίου, γύρω στη μία το μεσημέρι, φύσηξε ένας άνεμος παγωμένος στη Βιέννη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).