
Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Χλόη Κουτσουμπέλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η αριθμητική του καλοκαιριού
Αν εκείνο το καλοκαίρι κάποιος προειδοποιούσε τη Λίλα για το τι επρόκειτο να συμβεί, δεν θα τον πίστευε. Και όμως στη διάρκεια ενός μόνο καλοκαιριού η Λίλα θα έκανε δέκα κακές πράξεις, θα ερωτευόταν εννέα φορές τον ξάδελφο Τζων, θα το μετάνιωνε τις οκτώ, θα ανέβαινε υπνοβατώντας στην επικλινή στέγη του σπιτιού τους επτά φορές, ενώ έξι μόνον απ’ αυτές θα ξαναγυρνούσε ασφαλής στο δωμάτιό της, θα κάρφωνε με μία καρφίτσα στο λεύκωμά της πέντε πεταλούδες μάλλον ζωντανές, αν και έδειχναν ψόφιες, θα μάλωνε με τον Τιμ τέσσερις φορές, τις τρεις από αυτές θα τον κλείδωνε στην αποθήκη, ο Τιμ θα χτυπούσε την πόρτα και θα έκλαιγε με αναφιλητά και τελικά αυτή θα του άνοιγε, μόνο και μόνο για να γλείψει τα αλμυρά δάκρια από το βρώμικο προσωπάκι του, θα απογοήτευε και τους δύο θείους της με τον πιο τραγικό τρόπο και θα κατανοούσε απόλυτα ότι όλοι είμαστε μία μονάδα χωρίς ελπίδα ποτέ να βρούμε το μαγικό συν που να μας αθροίσει με τους άλλους.
Αν εκείνο το καλοκαίρι, κάποιος προειδοποιούσε τη Λίλα για το τι επρόκειτο να συμβεί, δεν θα τον πίστευε. Και όμως στη διάρκεια ενός μόνο καλοκαιριού η Λίλα θα έκανε δέκα κακές πράξεις...
Η πρώτη κακή πράξη της Λίλα ήταν να κλέψει το γυάλινο βάζο με τα γλειφιτζούρια από το μπακάλικο του κυρίου Ίσον. Γύρισε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα, ακούμπησε το βάζο επάνω στο κρεβάτι της, γονάτισε στο πάτωμα και περίμενε. Όταν επιτέλους ο ήλιος άγγιξε τα θολά τζάμια, η Λίλα άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Στο φως τα γλειφιτζούρια λαμπύρισαν πολύχρωμα, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα έπλεαν μέσα στην γυάλα, όπως τα χρυσόψαρα στο ενυδρείο που την είχε πάει μία φορά ο πατέρας, όταν κατέβηκαν στην πόλη.
Αυτή η κακή της πράξη όμως ωχριούσε μπροστά σ’ αυτό που έκανε στον αδελφό της. (Κυρίως γιατί μέσα σε λίγες ώρες η Λίλα είχε επιστρέψει το βάζο στην θέση του και αν ο κύριος Ίσον είχε προσέξει την προσωρινή μετακίνηση του, δεν σχολίασε ποτέ τίποτε). Η Λίλα ήξερε ότι ο Τιμ την λάτρευε και που και που χαιρόταν γι’ αυτό. Μερικές φορές μάλιστα χωνόταν στο κρεβάτι του μόνο και μόνο για να νιώσει την ζέστη από το κορμάκι του, παρόλο που συχνά σάλια και μύξες τής λέρωναν το πρόσωπο, γιατί ο Τιμ είχε την κακή συνήθεια να μην φυσάει ποτέ την μύτη του όσες φορές και αν είχε προσπαθήσει να τον εκπαιδεύσει. Άλλες φορές πάλι έσπαγε πλάκα μαζί του. Έτσι τον έπεισε, χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό, ότι υπάρχει μία εβδομάδα τον χρόνο, η εβδομάδα των διψασμένων ψυχών, που δεν κάνει να πιούμε καθόλου νερό, γιατί είναι αμαρτία και θα πρέπει να λογοδοτήσουμε στον Θεό. Όταν ο Τιμ ύστερα από δύο μέρες απόλυτης δίψας λιποθύμησε και έπεσε από τη σκάλα του αχυρώνα, ενώ βοηθούσε τον θείο Μακ, η κακή πράξη της Λίλας αποκαλύφθηκε και επακολούθησε η απαραίτητη συνομιλία κεκλεισμένων των θυρών με τον θετό της πατέρα. Η θεία όπως πάντα παρέμεινε κουφή, τυφλή και βουβή και απομονώθηκε στη σοφίτα της. Ο Τιμ επέμενε να μπει μέσα στο δωμάτιο, αλλά ο θείος βγάζοντας την ζώνη από το παντελόνι του, τον έσπρωξε τόσο δυνατά που τον πέταξε μακριά και κλείστηκε με την Λίλα στο δωμάτιό της.
Ούτε μπορούσε, είπε στον αστυνόμο, να φανταστεί ότι ένα πυρακτωμένο δοκάρι θα ξεκολλούσε από τη στέγη και θα έπεφτε στο κεφάλι των θείων της με τους οποίους ζούσε αυτή και ο αδελφός της, μετά το ατύχημα με το τρακτέρ που προξένησε τον θάνατο των γονέων της.
Το ότι η Λίλα δοκιμάζοντας κάτι βρεμένα σπίρτα για να δει αν ανάβουν, έβαλε φωτιά στον αχυρώνα, θα μπορούσε να θεωρηθεί άνετα ως η τρίτη κακή της πράξη, αν κι αυτή επέμενε σθεναρά ότι ήταν ατύχημα. Ούτε μπορούσε, είπε στον αστυνόμο, να φανταστεί ότι ένα πυρακτωμένο δοκάρι θα ξεκολλούσε από τη στέγη και θα έπεφτε στο κεφάλι των θείων της με τους οποίους ζούσε αυτή και ο αδελφός της, μετά το ατύχημα με το τρακτέρ που προξένησε τον θάνατο των γονέων της.
Οι υπόλοιπες τρεις κακές πράξεις δεν είναι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες. Μία μέρα η Λίλα κατέβρεξε με ένα κουβά βραστό νερό κάποια κορίτσια που γελούσαν κάτω από το παράθυρό της, επειδή νόμιζε ότι την κορόιδευαν, έκρυψε έναν ψόφιο βάτραχο μέσα στην Αγία Γραφή για να τον βρει ο εφημέριος (του είχε άχτι γιατί ποτέ δεν υποστήριξε ούτε αυτήν ούτε τον αδελφό της), και τέλος αντί για το χάπι της πίεσης έδωσε το πρωί ένα υπνωτικό χάπι στην θεία που σχεδόν αποκοιμήθηκε πάνω στην χύτρα.
Όσο για τις υπόλοιπες τέσσερις κακές πράξεις που υπολείπονται μέχρι τον αριθμό δέκα, αυτές έχουν να κάνουν όλες με τον ξάδελφο Τζων, τον γνήσιο γόνο των θετών της γονιών, με τον οποίο αμάρτησε τετράκις, χωρίς κανένας όμως από τους δύο να το θέλει πραγματικά. Την τέταρτη φορά το στενό παντελόνι πού του έφτανε ως τα γόνατα, μέρος της στολής που έπρεπε να φοράει στο σχολείο, τεντώθηκε τόσο από τον ερεθισμό του, που τα κουμπιά του τινάχτηκαν στον στάβλο.
Μια και η αμαρτία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και άφηνε κενά στην φαντασία, η Λίλα ερωτευόταν και ξε-ερωτευόταν τον ξάδελφό της σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Μερικές φορές περνώντας δίπλα του τον τρυπούσε με ένα πιρούνι που κρατούσε στη χούφτα της. Άλλες φορές πάλι έφτυνε μέσα στο γάλα του κρυφά στην κουζίνα ή έριχνε αλάτι στην πουτίγκα του. Αυτός τα υπέφερε όλα σιωπηλά με την απελπισμένη καρτερία του ανθρώπου που έχει υποστεί πολλές φάρσες στη διάρκεια της βραχύχρονης πλην όμως βασανισμένης του παραμονής στο οικοτροφείο. Όταν τη φιλούσε στο στόμα με τα κρύα του χείλη η Λίλα δεν ήξερε αν την απωθεί ή την ελκύει. Τα χέρια του καθώς χούφτωναν τα μικρά της στήθη, έμοιαζαν με αργοκίνητες χελώνες. Κάποια στιγμή όμως όταν πήγε να την αγγίξει κάτω από τη φούστα, αυτή τον κοίταξε με τόσο φόβο και απέχθεια που αυτός σταμάτησε αμέσως.
Στο τέλος του περίεργου αυτού καλοκαιριού καθώς ντυμένος στα μαύρα συνόδευε το φέρετρο των γονέων του, «φόνισσα», της φώναξε όταν τον πλησίασε και έφτυσε στο χώμα.
Για την κηδεία κατέφθασε από μακριά μία άλλη συγγενής, αυτή και ο άντρας της συμπάθησαν τόσο τον Τιμ, τον μικρούλη δικό της Τιμ, που θέλησαν να τον πάρουν για να ζήσει μαζί τους. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού ο Τιμ σφίχτηκε επάνω της και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Τον απέσπασαν βίαια όμως και τον έχωσαν μέσα σ’ ένα γυαλιστερό αμάξι.
Όσο για την υπνοβασία της Λίλας, κανείς δεν ξέρει τι έγινε πραγματικά. Μόνο πως από τις επτά φορές που ανέβηκε στην στέγη, μόνο τις έξι κατάφερε να μείνει ζωντανή.
* Η ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ είναι πεζογράφος και ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» (εκδ. Πόλις).