
Για την παράσταση «Βαβέλ» του Χοροθεάτρου Οκτάνα, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, η οποία παρουσιάζεται μέχρι την 1η Ιουνίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Του Νίκου Ξένιου
Ακούραστος ο Κωνσταντίνος Ρήγος, στο φυσικό του περιβάλλον και πάλι, χέρι χέρι με τη Μαρκέλλα Μανωλιάδη και τους τρεις άντρες χορευτές του: η «Οκτάνα» παρουσιάζει, έπειτα από εκτενή αυτοσχεδιασμό, τη «Βαβέλ» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Το έργο, θα μπορούσε κανείς να πει, είναι προφητικό για την ανθρωπότητα του μεταπυρηνικού ολέθρου. Λάβα φλεγόμενη καλύπτει τη σκηνή, αποκαΐδια μετά από την καταστροφή: μπορεί να ξαναδημιουργηθεί η ανθρωπότητα μετά το τέλος;
Βαβέλ της συγχίσεως
Τοποθετημένη εκτός χρόνου, η σκηνή όπου διαδραματίζεται το έργο δεν αναφέρεται καν σε συγκεκριμένο τόπο: είναι ένα μεταπολεμικό, φουτουριστικό σχεδίασμα μιας Wasteland που φιλοδοξεί στην αποκατάσταση των θραυσμάτων της ύπαρξής μας και στο ξαναστήσιμο ενός νέου μύθου.
Ο άνθρωπος είναι αλαζών και η Βαβέλ της Παλαιάς Διαθήκης συνοψίζει την τιμωρία της ασυνεννοησίας, της σύγχυσης: «διά τοῦτο ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τά χείλη πάσης τῆς γῆς, καί ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτούς Κύριος ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς». Τα εξαιρετικά κοστούμια της Νατάσας Δημητρίου προετοιμάζουν για τη γυμνότητα που θα ακολουθήσει, σχεδιάζοντας τον ηθικό βόρβορο του βιβλικού μύθου χωρίς να τον εξιστορούν. Η σκηνή είναι μια τεράστια εξέδρα, κάτω από την οποία κυλούν κι επανεμφανίζονται οι χορευτές. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος με τη Μαίρη Τσαγκάρη σχεδιάζουν ένα κρατήρα ενεργό σαν εφιαλτικό χείλος πηγαδιού, απ’ όπου αναδύονται έρποντας δύο άντρες και μια γυναίκα. Πολύ γρήγορα θα ανασύρουν από εκεί τον τρίτο άντρα, ώστε να ξεκινήσει μια πυρετώδης προσπάθεια να «στηθούν» ξανά οι σκηνές της «ανθρωπινότητας». Με έντονο σαρκασμό περνούν σε tableaux vivants, ακινητοποιώντας τα «περάσματα» αυτά που αμέσως μετά, σε επιταχυνόμενο ρυθμό, θα επαναληφθούν σε ανδρικό σόλο. Είναι εντυπωσιακή η διαδοχή των κινήσεων σε μια σύνθεση καλά αρμοσμένη προς τη μουσική, ενώ ο λυρισμός είναι διάχυτος: τα ακινητοποιημένα στιγμιότυπα παρελαύνουν μπροστά στα μάτια των θεατών ως instantanées, υλικό για τη σύνθεση μιας ενιαίας, ροϊκής κίνησης.
Η πρώτη σκηνική φράση είναι: «Μετά το γκρέμισμα» και παραπέμπει σε ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα προσπάθεια που προϋποθέτει την ανθρώπινη ανωτερότητα. Σε συνεχές κουαρτέτο αποδίδεται η αίσθηση της υπεροχής και του θριάμβου, υπό τον ήχο της μουσικής του Θοδωρή Ρέγκλη, που είναι μινιμαλιστική, όπως άλλωστε και η χορογραφία, όπως και οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα. Τοποθετημένη εκτός χρόνου, η σκηνή όπου διαδραματίζεται το έργο δεν αναφέρεται καν σε συγκεκριμένο τόπο: είναι ένα μεταπολεμικό, φουτουριστικό σχεδίασμα μιας Wasteland που φιλοδοξεί στην αποκατάσταση των θραυσμάτων της ύπαρξής μας και στο ξαναστήσιμο ενός νέου μύθου. Στην ουσία οι χορευτές υποδύονται τους ανθρώπους, που μετά από μια πτώση ανασυστήνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. «Ρημαγμένοι, εγκαταλελειμμένοι σε μια τετράγωνη πλατφόρμα γεμάτη μαύρη ηφαιστειακή λάβα –η εικόνα του καμένου με την λάμψη της παλιάς αίγλης να αχνοφαίνεται– προσπαθούν να αναδημιουργήσουν την ύπαρξή τους, μετά την καταστροφή προσπαθούν πρώτα να θυμηθούν, μετά να αισθανθούν, ύστερα να γίνουν ομάδα. Να νιώσουν δυνατοί αλλά μόνοι και τότε, μόνο τότε, να ξαναφτιάξουν τη Βαβέλ να φτάσουν πάλι ψηλά ώστε να ξαναγκρεμιστούν» λέει σε συνέντευξή του ο Κωνσταντίνος Ρήγος.
Μπορώ να σε αγγίξω, να σε δημιουργήσω πάλι;
Η Μαρκέλλα Μανωλιάδη, ο Μιχάλης Κριεμπάρδης, ο Γιάννης Μίχος και ο Χρήστος Στρινόπουλος θα συστήσουν τον πυρήνα της επαναδημιουργίας του ανθρώπινου είδους πάνω στον κατακερματισμένο ερωτισμό: μια γυναίκα αρκεί για να αναπαραχθεί το είδος.
Ουσιαστικά η «Βαβέλ» μιλά για το άγγιγμα ή για την απόπειρα αγγίγματος, που δύσκολα επιτυγχάνεται, γιατί σαν αγέλη τα αρσενικά διεκδικούν τη θηλυκή σάρκα, σαν αγέλη ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, σαν φυσικά όντα αγγίζουν το ένα το άλλο και υπό το κράτος του φυσικού και αβίαστου ερωτισμού τους αναπτύσσουν τόσο το ετεροφυλόφιλο, όσο και το ομοφυλόφιλο άγγιγμα σε όλο τους το εύρος. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η Μαρκέλλα Μανωλιάδη, ο Μιχάλης Κριεμπάρδης, ο Γιάννης Μίχος και ο Χρήστος Στρινόπουλος θα συστήσουν τον πυρήνα της επαναδημιουργίας του ανθρώπινου είδους πάνω στον κατακερματισμένο ερωτισμό: μια γυναίκα αρκεί για να αναπαραχθεί το είδος. Ο Ρήγος ξέρει πως η χορογραφία του ολοκληρώνεται με την εμπιστοσύνη που δείχνει στη μαεστρική συμβολή της Μαρκέλλας Μανωλιάδη. Γνωρίζει πώς τα σώματα των χορευτών θα υπερβούν τα όριά τους και θα φτάσουν στα όρια της αντοχής τους. Έντονη η σωματικότητα στη δημιουργία αυτήν, που αφήνει τους χορευτές του να ξεδιπλώσουν την πλήρη γκάμα της δημιουργικότητάς τους.
Η χορογραφικά αρτιότερη στιγμή της παράστασης θα ξεκινήσει με ένα μοτίβο ευέλικτης, κυκλικής κι επαναλαμβανόμενης πλάγιας κίνησης των χεριών, την οποία θα επαναλάβουν σταδιακά, ένας ένας, οι άλλοι τρεις: αρχικά η εξαιρετική αυτή κίνηση θα επαναληφθεί σε ακολουθία, με χρονική καθυστέρηση. Λίγο λίγο όμως θα συγχρονιστούν οι δύο πρώτοι, για να «μπει» κατόπιν σε τρίο και ο τρίτος και να καλύψουν κυριολεκτικά τον χρόνο, σαν να τον ανακτούν πλήρως. Η κίνηση της Μαρκέλας Μανωλιάδη και σε αυτό το σημείο θα διαφοροποιηθεί, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο μέχρις ενός σημείου μόνο, ούτως ώστε να υποδηλώσει την «αντίσταση» στην ομογενοποίηση και απορρόφηση της ομάδας. Τα δύο ντουέτα (άντρας με γυναίκα και άντρας με άντρα) και τα soli των δύο ανδρών διαδέχονται τον κύριο άξονα «κουαρτέτου» πάνω στον οποίο έχει στηθεί η όλη σύλληψη. Χωρίς αμφιβολία, η δραματουργική παρέμβαση της Έρις Κύργια κατορθώνει να κλιμακώσει τα συναισθήματα, περνώντας στην οργή, στην απελπισία, στην έξαρση του πάθους, στη ζήλεια, στη διεκδίκηση, στην έλξη και στην απώθηση, που στοιχειοθετούνται διαδοχικά και υποστηρίζονται σθεναρά σε μια περίπλοκη, υψηλών απαιτήσεων χορογραφία, που θα κλείσει με το ερώτημα: «Μπορούμε να ξαναμιλήσουμε;».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.