
Για την πάράσταση «Νεκρές ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, στο θέατρο «Θησείον», μεταξύ άλλων, «ένα μάθημα περί της εύπιστης φύσης της ανθρώπινης κοινότητας: πόσες παγίδες κρύβει η αποδοχή ενός αγνώστου για τον οποίο κατ’ουσίαν δεν γνωρίζουμε τίποτε!»
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα την εξαιρετική σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη και της ομάδας Gaff στις «Νεκρές Ψυχές» (1842–52) του Νικολάι Γκόγκολ, στο θέατρο «Θησείον». Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης δίνει μιαν ερμηνεία αντάξια του ρόλου του Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, αυτού του «ούτε πολύ λεπτού, ούτε πολύ χοντρού, ούτε πολύ φτωχού, ούτε πολύ πλούσιου, ούτε πολύ νέου, ούτε πολύ γέρου, ούτε πολύ όμορφου, ούτε πολύ άσχημου» άνδρα που (συνοδευόμενος από τον αμαξά του Σελιφάν και τον πεζό μουζίκο Πετρούσκα) διασχίζει πάνω στην «μπρίτσκα» (ατομική άμαξά) του τη σκονισμένη, λασπώδη επαρχία που επονομάζεται «Ν», ώστε να επιχειρήσει το πιο περίεργο εμπορικό κόλπο που έχει ποτέ συλλάβει συγγραφικός νους. Η συμπεριφορά αυτού του picaresque πρωταγωνιστή, η ξέγνοιαστη, α-ήθικη ραθυμία του, η συμπεριφορά του στα δείπνα και στον προσωπικό του συσχετισμό προς μια σειρά τύπων της επαρχίας, τον τοποθετούν σε θέση υπεροχής έναντι των υποκριτικών δομών αυτής της κοινωνίας. Ο Τσίτσικοφ θα αγοράσει σε χαμηλή τιμή λίστες με δουλοπαροίκους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές (δηλαδή «νεκρές ψυχές» για τις οποίες οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν κεφαλικό φόρο), ώστε να πλασαριστεί ως ιδιοκτήτης μιας αποικίας «ζωντανών» και να αποκτήσει υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία.
Μια ξεπεσμένη επαρχιακή κοινωνική δομή με αυστηρή φεουδαρχική ιεράρχηση δίνει ζωτικό χώρο στην ανάπτυξη των ευτελέστερων ανθρώπινων ιδιοτήτων...
Αυτό το έργο του 1840 (που στρώνει τον δρόμο για τον «κωμικό σουρρεαλισμό» του 20ού αιώνα) ανεβάζει στη σκηνή η κυρία Καραγιάννη με μια διανομή 25 χαρακτήρων σε πέντε ηθοποιούς: τους υπόλοιπους ρόλους μοιράζονται επάξια ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς. Μεταμφιέζονται σε ταλαιπωρημένους μουζίκους, υπεροπτικούς, γελοίους γαιοκτήμονες σαν τον Μανίλοφ και τη γυναίκα του, σε κομπλεξικούς και μικροπρεπείς κρατικούς υπαλλήλους ή σε ανώνυμους χωρικούς, γίνονται άλογα και σκυλιά, μεταμορφώνονται σε κουτσομπόλες κυράδες και σε αμόρφωτους, γραφικούς αμαξάδες ή σε αποτρόπαιους λακέδες χαρτόμουτρα σαν τον Νοσντριόφ, περιβάλλοντας τον Τσίτσικοφ με όλα τους τα υποκριτικά μέσα και με τρόπο άμεσο και χιούμορ που σπάει κόκκαλα. Μια ξεπεσμένη επαρχιακή κοινωνική δομή με αυστηρή φεουδαρχική ιεράρχηση δίνει ζωτικό χώρο στην ανάπτυξη των ευτελέστερων ανθρώπινων ιδιοτήτων: το άκρον άωτον της υποκρισίας, της ευτέλειας και της φιλαργυρίας γίνεται ο κανόνας σ’έναν κόσμο που φεύγει ανεπιστρεπτί μαζί με τον ζόφο της δουλείας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της ανομίας και του απόλυτου κρατικού ολοκληρωτισμού.
Ο πλούτος μετριέται σε «ψυχές»
Οι εθνικοί πολιτισμικοί κώδικες της ιδιαίτερης πατρίδας του Γκόγκολ, της Ουκρανίας, διαρκώς έρχονται σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική κουλτούρα της «Μαμάς» Ρωσίας, παράγοντας μιαν «υβριδική» λογοτεχνία, γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις, γεμάτη ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπία. Ο ουκρανικός πολιτισμός συνεχίζει, έως και σήμερα, να υφίσταται τη βίαιη επιβολή της «ρωσικότητας», και η περίπτωση του Γκόγκολ είναι μοναδικό γραμματολογικό παράδειγμα αυτής της άνισης σχέσης, δηλαδή η περίπτωση ενός sui generis συγγραφέα που διατηρεί τη μοναδικότητά του μέσα σ’ένα ευρύ πολιτισμικό μόρφωμα που τείνει να τον απορροφήσει (το ίδιο συμβαίνει και με την εβραϊκή ταυτότητα του Φραντς Κάφκα, που έγραφε στα Γερμανικά μέσα στο τσεχικό κλίμα της Πράγας, στην καρδιά της Αυστροουγγρικής δυναστείας). Τα Ουκρανικά για τον Γκόγκολ ήταν ταυτόχρονα η γλώσσα της χώρας του και η «μυστικιστική» του γλώσσα: μια λογοτεχνία φαντασμαγορική αναδύθηκε μέσα από αυτόν τον εγκιβωτισμό, μια λογοτεχνική ιδιοφυΐα παρήγαγε αμείλικτη, διαχρονική σάτιρα.
Το ακλόνητο βλέμμα ενός ρεαλιστή συγκρούεται, στις «Νεκρές Ψυχές», με την ειλικρινή κατάθεση ενός απόλυτα ιδεαλιστή δημιουργού, ενός επίδοξου «Ρώσου» που καλείται να περιφρονήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να αναδείξει τις ομορφιές μιας κρατικής οντότητας που αποδεικνυόταν γκροτέσκα στην παρακμή της.
Ο Γκόγκολ δεν μπορούσε να κατανοήσει τα χούγια της ρωσικής ελίτ, η οποία τον επέπληττε για την αδυναμία του να εξυμνήσει τον τσαρισμό κατά τις προσδοκίες της, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το sequel των «Νεκρών Ψυχών» με τα ίδια του τα χέρια και να περάσει σ’ένα οδυνηρό στάδιο προσωπικής κατάρρευσης και αυτοκαταστροφής (αν και είχε δεσμευτεί, στον πρώτο τόμο των «Νεκρών Ψυχών», να δημιουργήσει μια τριλογία του είδους της Θείας Κωμωδίας του Dante, που θα αποκάλυπτε το μεγαλείο της Ρωσίας, η μόνη μυθοπλασία του που εν τέλει εξυμνεί τον ρωσικό εθνικισμό παραμένει ο «Τάρας Μπούλμπα», το 1842). Το ακλόνητο βλέμμα ενός ρεαλιστή συγκρούεται, στις «Νεκρές Ψυχές», με την ειλικρινή κατάθεση ενός απόλυτα ιδεαλιστή δημιουργού, ενός επίδοξου «Ρώσου» που καλείται να περιφρονήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να αναδείξει τις ομορφιές μιας κρατικής οντότητας που αποδεικνυόταν γκροτέσκα στην παρακμή της. Αυτή του η ανατρεπτική ματιά έκανε τους Μπολσεβίκους, αργότερα, να διαστρέψουν (όπως ήταν και αναμενόμενο) την κληρονομιά της μεγάλης αυτής λογοτεχνίας και να μετατρέψουν τα «μικρά ρωσικά» θέματα του Γκόγκολ σε φολκ-κλορ που σατιρίζει την αστική τάξη: κατά τις προδιαγραφές, βεβαίως, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η μοχθηρία των χαρακτήρων που πλάθει ο Γκόγκολ στις «Νεκρές Ψυχές» και το παραξένισμα που προκαλούν οι διάλογοί του αποτυπώνει την απόμακρη στάση του απέναντι στους συγχρόνους του, που τους παρατηρούσε υπό το πρίσμα της ιδιοφυΐας. Έως το 1836 η μυθοπλασία του ήταν επαρκώς ουκρανική(το έθνος που αντανακλάται στο «Απογεύματα σε μια φάρμα κοντά στη Ντικάνκα» {1831–1832} δεν ήταν η Ρωσία αλλά η Ουκρανία, γράφουν οι αναλυτές), ενώ η εθνικιστική ρομαντική μυθοπλασία της Ρωσίας εμφανίζεται στο έργο του από τότε και στο εξής.
Μια σκηνοθεσία συμπεριληπτική με ραγδαίο ρυθμό
Η ασάφεια και η ειρωνεία του μοναδικού (ημιτελούς, αλλά πλήρους νοήματος) μυθιστορήματος του μεγάλου συγγραφέα μαρτυρεί ξεκάθαρα την αμφιθυμία του ως προς την απόδοση του κλίματος της τσαρικής Ρωσίας. Τον επίκαιρο χαρακτήρα του κειμένου αποδίδει αυτή η (κάπως συνοπτική) εκδοχή της κυρίας Καραγιάννη, που για τα δεδομένα του θεάτρου μας συνιστά ένα επίτευγμα. Οι χαμένες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ και παρέμειναν αδικαίωτες, να αιωρούνται σ’ένα ατελείωτο «καθαρτήριο» μεταξύ γης και ουρανού, αυτό το «συλλαλητήριο» νεκρών του τέλους της παράστασης, δεν είναι παρά οι κριτές των διεφθαρμένων εκμεταλλευτών του σήμερα. Ο ίδιος ο Γκόγκολ ακούγεται voice off, επισημαίνοντας διαρκώς τα κοινωνικά ζητήματα που βλέπει να μαστίζουν τη Ρωσία και αποκαλύπτοντας πώς η προσήλωση των γαιοκτημόνων στο χρήμα και η άδικη συμπεριφορά τους προς τους δουλοπάροικους αποτυπώνουν τη σήψη της αχανούς τσαρικής επικράτειας. Οι λίστες των «ζωντανών-νεκρών» υποβιβάζουν τους δουλοπάροικους σε αντικείμενο εξωφρενικού παζαρέματος, άνομου πλουτισμού και κοινωνικής αναρρίχησης, ενώ η συγκατάβαση των εμπλεκόμενων στη φρικτή αυτήν συναλλαγή καταδεικνύει την καταχρηστικότητα του θεσμού.
Πρόκειται για ένα μάθημα περί της εύπιστης φύσης της ανθρώπινης κοινότητας: πόσες παγίδες κρύβει η αποδοχή ενός αγνώστου για τον οποίο κατ’ουσίαν δεν γνωρίζουμε τίποτε!
Το ζήτημα της συγκεντρωτικής, γραφειοκρατικής οργάνωσης ενός τόσο αυταρχικού κράτους είναι επίσης κεντρικό στη μυθοπλασία των «Νεκρών Ψυχών»: η ίδια η ατελέσφορη γραφειοκρατία με τις καθυστερήσεις της επιτρέπει τη δόμηση της υπόθεσης καθεαυτήν, ο ανυπόφορος υπαλληλικός συγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας επιτρέπει την ύπαρξη τέτοιων ανθρώπινων χαρακτήρων όπως ο Τσίτσικοφ. Άλλο κεντρικό θέμα διακωμώδησης του Γκόγκολ είναι η ρητορική της κολακείας σε συνδυασμό με την απληστία (πόσο αληθινοί πράγματι, είναι ακόμη και σήμερα ο τσιγγούνης Πλιούτσκιν και η ακόρεστη χήρα Κορομπόσκα!). Τέλος, πρόκειται για ένα μάθημα περί της εύπιστης φύσης της ανθρώπινης κοινότητας: πόσες παγίδες κρύβει η αποδοχή ενός αγνώστου για τον οποίο κατ’ουσίαν δεν γνωρίζουμε τίποτε!
Τα σκηνικά αντικείμενα και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα αποδίδουν αφαιρετικά κάθε σημείο της αφήγησης με μέτρο και ακρίβεια, αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του το τοπίο. Η μουσική επένδυση του Γιώργου Χριστιανάκη, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Βασιλικής Γώγου και την εξαίσια χορογραφική προσέγγιση της Μαργαρίτας Τρίκκα, συμπληρώνουν τη σύλληψη της κυρίας Καραγιάννη, που για δεύτερη φορά (μετά το υπέροχο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου) αξιοποιεί το δυναμικό της πολύ δεμένης αυτής ομάδας, αφήνοντας ένα στίγμα συγκεκριμένου, δυναμικού ρεαλισμού στην αθηναϊκή σκηνή.
* Ο Νίκος Ξένιος είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή-Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Πρωταγωνιστούν: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς
Σύμβουλος Δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου