Για τις παραστάσεις «Θέλω να πάω σπίτι» της Κατερίνας Κλειτσιώτη και της Χρυσής Βιδαλάκη που ανεβαίνει στο «Θέατρο στη Σάλα» και «Υπνοβάτες» των Ελένης Δημοπούλου και Ελένης Ευθυμίου που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Κεντρική εικόνα: Από την παράσταση «Θέλω να πάω σπίτι» (© Βασιλική Πουλάκη),
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
1. «Θέλω να πάω σπίτι», της Χρυσής Βιδαλάκη
Στο Θέατρο στη Σάλα, που υπήρξε το φυτώριο παραστάσεων όπως η «Ραγάδα» και μιας σκηνοθετικής ιδιοφυίας σαν τον Μάριο Μπανούσι, η Χρυσή Βιδαλάκη εμπιστεύτηκε φέτος την πείρα και την ευαισθησίατης Κατερίνας Κλειτσιώτη, που δημιούργησε ένα σκηνικό δοκίμιο πάνω στην απώλεια της μνήμης, με τίτλο «Θέλω να πάω σπίτι» και το σκηνοθέτησε ως site specific performance.
Ο απόλυτα καθοριστικός ρόλος της μνήμης διαπνέει ως θεματική αυτήν την παράσταση, όπου το σπίτι γίνεται ο ζωτικός πυρήνας του συναισθήματος και οι άνθρωποι εκεί ψηλαφούν το σκηνικό της ζωής τους. Αντικρυσμένη εκ του αντιστρόφου, η μνήμη μπορεί πολλές φορές να αποδειχθεί και μια μέγγενη, ένα βαρίδι που εμποδίζει την ατομική μας πρόοδο και εξέλιξη. Η μελέτη της ομάδας της Χρυσής Βιδαλάκη έχει καταγράψει τη λειτουργία της άνοιας, του Αλτσχάιμερ και άλλων διαδικασιών απώλειας της μνήμης, ούτως ώστε να εξεικονίσει των καθοριστικό ρόλο των αντικειμένων, ενός ολόκληρου νοικοκυριού που συναπαρτίζει το μικρό σύμπαν της οικογενειακής εστίας, ως λίκνου που στεγάζει όχι πια την τετριμμένη καθημερινότητα, αλλά το απάνθισμα των ατομικών αναμνήσεων, συνειρμών, κινήσεων, γεύσεων και ήχων που αποτελούν το δημιουργικό ίζημα της τέχνης.
Θεματικός άξονας
Μετά από ένα εκτεταμένο εργαστήρι και μια σειρά από αποσπασματικές performances που μελετούν την ανθρώπινη έκφραση, δημιουργήθηκε ένας θεματικός άξονας πλησιέστερος στην επιθυμία, δηλαδή στις απωθημένες έξεις, ώσεις, στα ορμέμφυτα, στη βαναυσότητα του πρωτογενούς συναισθήματος, στη σχέση της αγάπης με το βίωμα της απώλειας και του θανάτου. Η απώλεια της μνήμης μπορεί να είναι τμηματική, αργή, ή και ραγδαία και ολοκληρωτική, με αποτέλεσμα οι περφόρμερς να έχουν στη διάθεσή τους μιαν ευρύτατη γκάμα εμπειρικών δεδομένων: η ομαδική δουλειά που προηγήθηκε της παράστασης περνά αναγκαστικά από το στάδιο της ψηλάφησης των αντικειμένων και των σωμάτων, διέρχεται το στάδιο της εμβάθυνσης στο σημασιολογικό τους πεδίο και καταλήγει στη δημόσια έκθεση των παραστασιακών γεγονότων που απορρέουν από όλη τη διαδικασία.
Η πιο χαρακτηριστική και συναισθηματικά φορτισμένη φράση της παράστασης είναι η φράση: «Η μητέρα έχει αρχίσει να ξεχνά λίγο», που συνοψίζει το βίωμα της άνοιας.
Η πιο χαρακτηριστική και συναισθηματικά φορτισμένη φράση της παράστασης είναι η φράση: «Η μητέρα έχει αρχίσει να ξεχνά λίγο», που συνοψίζει το βίωμα της άνοιας, που επελαύνει απρόσκλητη και μετασχηματίζει τις προσωπικότητες: θραύσματα μνήμης των σπιτικών, των νοικοκυριών, των προαυλίων, προσωπικά αντικείμενα και ρούχα, κατσαρολικά και καλλυντικά, τσάντες και χαλιά, πίνακες και φωτιστικά, συρτάρια και συρταράκια, συνθέτουν ένα είδος «βωμού μνήμης» στην εξαιρετική εγκατάσταση της Μαριάννας Λύρα, που έχει και την εικαστική επιμέλεια όλης της παράστασης.
Περιορισμένος αριθμός θεατών ακολουθούν συγκεκριμένη διαδρομή προς τον κυρίως χώρο της Σάλας, αφού περάσει από διάφορα εισαγωγικά επεισόδια στην κουζίνα, στο μπάνιο, στο δωμάτιο μελέτης του πιάνου, και στη Σάλα γίνονται μάρτυρες ενός οικογενειακού γεύματος απολύτως απορρυθμισμένου: η ρεαλιστική βάση χρησιμεύει απλώς ως εφαλτήριο για να αποδιοργανωθούν τα συστατικά που, στην κανονική λειτουργία της μνήμης, θα αποτελούσαν την καθημερινότητα μιας οικογένειας. Η εγγύτητα καθιστά συνένοχο τον θεατή σε όσα τεκταίνονται σε όλα τα στάδια του παραστασιακού γεγονότος. Η ίδια ακριβώς εγγύτητα απαιτεί την απόλυτη έκθεση του καλλιτέχνη, που γδύνεται ψυχικά και σωματικά και αφήνεται ως βορά στο αδηφάγο βλέμμα του θεατή.
Ελευθερία και ψυχαναγκασμοί
Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της βαθύτατα ανθρώπινης performance είναι η επισήμανση της απόλυτης ελευθερίας από ψυχικούς καταναγκασμούς, ταμπού, αναστολές και αιδώ που παρουσιάζει ο άνθρωπος που χάνει τη μνήμη του. Πρόκειται για μια ελευθερία συναρπαστική, που αποκαλύπτει ένα βαθύτερο στάδιο ύπαρξης και εκλύει τρομερή σωματική δύναμη, ενέργεια ακατάλυτη και περιφρόνηση προς τα εξωτερικά ερεθίσματα. Κάθε επιμέρους συμπεριφορά (και αυτό θεατρικά είναι πολύτιμο υλικό προς αξιοποίησιν) εκτυλίσσεται ανεξάρτητα από τη λογικά δομημένη, συνεκτική πραγματικότητα του εχέφρονος. Και, το κυριότερο, επιβάλλει στην ανθρώπινη συνείδηση μια συνεχή παροντικότητα, λυτρώνοντάς την από το άγχος του χρόνου και του θανάτου.
Ο χώρος του νου καταλαμβάνεται από μια προϊούσα λήθη: «Η μητέρα άρχισε να ξεχνά. Το βάδισμά της γινόταν άτσαλο, αναποφάσιστο. Προσπαθούσε να γεμίσει τις ώρες ανάμεσα στο φαγητό με αναίτιες κινήσεις και θλιμμένους αναστεναγμούς, ανίκανη να βρει μια θέση για τον εαυτό της, ανάμεσα σε αυτά τα έπιπλα που την ανέχονταν σιωπηλά».
Όπως λέει χαρακτηριστικά η Χρυσή Βιδαλάκη: «Το σπίτι που στέγασε μια ολόκληρη ζωή γίνεται τώρα μια άγνωστη χώρα, τα δωμάτια γεμίζουν με ανεξιχνίαστα θραύσματα αναμνήσεων και ανείπωτων λέξεων».
Όπως λέει χαρακτηριστικά η δραματουργός Ασσπασία-Μαρία Αλεξίου: «Το σπίτι που στέγασε μια ολόκληρη ζωή γίνεται τώρα μια άγνωστη χώρα, τα δωμάτια γεμίζουν με ανεξιχνίαστα θραύσματα αναμνήσεων και ανείπωτων λέξεων». Πάντα εμπνεόμενη από την κλασική μελέτη του Γκροτόφσκι “Για ένα φτωχό θέατρο”, η κυρία Βιδαλάκη αναζητά απλές, αφαιρετικές θεατρικές φόρμες που επιτρέπουν στο συναίσθημα να κυριαρχήσει και επιστρατεύοντας αρχετυπικές πανανθρώπινες εμπειρίες, συγγενείς προς την απώλεια, την απουσία, το πένθος, το βίωμα του θανάτου των αγαπημένων προσώπων. Και είναι σε θέση αυτό να το υποστηρίξει τόσο με το θέατρο ως πράξη, όσο και με τη θεωρία του θεάτρου καθεαυτήν.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Κλειτσιώτη
Συνεργασία στη δραματουργία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου
Σκηνογραφία: Μαριάννα Λύρα
Ηχητική εγκατάσταση: Γιάννης Παπαδάκης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθοί σκηνοθέτριας: Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Βασιλική Πουλάκη
Ερμηνεύουν: Χρυσή Βιδαλάκη, Μαρία Κοραχάη, Βασιλική Λεκού, Βασίλης Χατζηδημητράκης
Πιάνο: Βασιλική Λεκού
2. «Υπνοβάτες», των Ελένης Δημοπούλου και Ελένης Ευθυμίου (ομάδα «Εν δυνάμει»)
Στη μπροστινή όψη του Κρατήρα του Ευφρονίου παριστάνεται η σκηνή του θανάτου του Σαρπηδόνα, γιου του Δία: τον σηκώνουν τα αδέλφια Ύπνος και Θάνατος, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ο Ερμής, ο ψυχοπομπός του θεού. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια τέτοια εικόνα διαπνέει όλη την παράσταση της ομάδας «Εν δυνάμει» που, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την παράσταση «Υπνοβάτες».
Ο όρος «υπνοβάτες» συστεγάζει όλες τις επιμέρους εκδοχές της εγρήγορσης εν ύπνω, της συνείδησης του ονείρου ή του οράματος, το σημασιολογικό πεδίο της φαντασίας που αναπλάθεται σε κείμενο, τη δυναμική της ενέργειας που στον ύπνο φαντάζει κατεσταλμένη.
Φανταστικοί φίλοι
Όταν εν εγρηγόρσει δεν σου επιτρέπεται να συναναστραφείς τους «φανταστικούς φίλους» σου, τότε αναγκαστικά θα επιλέξεις να τους συναναστραφείς καθεύδων. Ο ύπνος παραμένει περιοχή ανεξερεύνητη, απροσπέλαστη, χώρος όπου επικρατεί διαφορετική σημειολογία και ιδιάζων κώδικας λογικής. Αυτή τη σφαίρα άγγιξε ο υπερρεαλισμός, αυτήν και ο κινηματογράφος ως τέχνη- όμως τη συγκεκριμένη παράσταση δεν την απασχολεί μια λόγια προσέγγιση. Κυρίαρχη διάθεση είναι η επιτάχυνση της κίνησης μέσα στον χώρο και η ενεργοποίηση κινήσεων, κραυγών και εκμυστηρεύσεων που θα οδηγήσουν τους ερμηνευτές σε μιαν οριακή ακροβασία μεταξύ ζωής και θανάτου.
Η μετατροπή κάθε επιμέρους, ατομικού βιώματος σε συλλογική εμπειρία είναι ο στόχος της επίπονης δουλειάς της κυρίας Ευθυμίου.
Η μετατροπή κάθε επιμέρους, ατομικού βιώματος σε συλλογική εμπειρία είναι ο στόχος της επίπονης δουλειάς της κυρίας Ευθυμίου, που έσκυψε πάνω από τις υπαρξιακές διαστάσεις του ύπνου και των ονείρων χωρίς ακαδημαϊσμό, αλλά με μιαν αισθαντική προσέγγιση που ως κέντρο της θέτει τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο πόνο και την παρηγοριά και φροντίδα προς τον συνάνθρωπο. Γι’αυτό και μια σειρά ερμηνευτών που έχουν ειδικές ανάγκες και κινητικά προβλήματα που σε άλλη περίπτωση θα τους περιθωριοποιούσαν, στην παράστασή της εντάσσονται ισότιμα στην ομαδική δημιουργία, μιλούν, αγκαλιάζονται, γδύνονται, χορεύουν, ονειρεύονται και τραγουδούν σε μια λυτρωτική διαδικασία αναζήτησης της θέσης τους στον χώρο και τον χρόνο.
Η παράσταση δεν επιδιώκει την ερμηνευτική αρτιότητα, παρότι κατά σημεία έχει θαυμαστά δείγματα ηθοποιίας- επικεντρώνει όμως στην ομαδικότητα και στην ενορχήστρωση εν χορώ μιας κοινής εμπειρίας. Με εξόχως ποιητική διάθεση και χειμαρρώδες, πλούσιο κείμενο στη διάθεσή της, η ομάδα των «Υπνοβατών» προσπαθεί να ορίσει τις συναισθητικές συντεταγμένες που θα φέρουν τον έναν άνθρωπο κοντά στον άλλον. Αυτή η διεργασία περνά αναγκαστικά από τη στενωπό της απώλειας ζωτικών προσώπων της ζωής μας, της μάνας, του πατέρα, του γιου, του συντρόφου.
Σύνδεση με την παιδική ηλικία
Τα επεισόδια της παράστασης αναδεικνύουν ολόκληρο τον μίτο που μας συνδέει με την παιδική μας ηλικία, το κρεβάτι του ύπνου, του έρωτα, της αρρώστιας και της συντροφικότητας, την παιδική κούνια και κάθε σημείο της επίγειας χρονικότητας που περιλαμβάνει και τη μοιραία κατάκλιση του τέλους.
Με τον συντονισμό και την οργάνωση της ομάδας των ερμηνευτών τους, η κυρία Δημοπούλου και η κυρία Ευθυμίου συγγράφουν από κοινού ένα κείμενο-οδηγό και συντάσσουν ένα κείμενο πολύ ενδιαφέρον, που προβαίνει σε βέβηλη απεύθυνση προς το Ανώτατο Ον και προς τον Χάροντα.
Με τον συντονισμό και την οργάνωση της ομάδας των ερμηνευτών τους, η κυρία Δημοπούλου και η κυρία Ευθυμίου συγγράφουν από κοινού ένα κείμενο-οδηγό και συντάσσουν ένα κείμενο πολύ ενδιαφέρον, που προβαίνει σε βέβηλη απεύθυνση προς το Ανώτατο Ον και προς τον Χάροντα και αποκαλύπτει τις ενδόμυχες επιθυμίες, τους φόβους και τις αναστολές, τον τρόμο μπροστά στη θνητότητα, αναθέτοντας σε υπερφυσικούς εργολήπτες την αποτίμηση των ενεργειών, αποφάσεων, επιλογών και σφαλμάτων της επίγειας πορείας μας.
Εξ ού και η περίφροντις αναζήτηση της προέκτασης στο άπειρο, της αθανασίας μέσω της Τέχνης, μέσω της Επιστήμης, μέσω της διαιώνισης του είδους, μέσω της Φιλοσοφίας, σε κάθε περίπτωση πάντως μέσω ενός πειστικού (ή παραπειστικού) αφηγήματος. Πρόκειται για μια από σκηνής ένσταση απέναντι στον ακατανόητο, αποξενωτικό χαρακτήρα αυτού του επεισοδίου της ζωής που αποκαλείται «θάνατος» χωρίς απαραίτητα να τον εξορκίζει: «Φτιάξε μου γλυκό τον θάνατο. Οι στάχτες μου να γίνουν ζάχαρη να με πίνουν στον καφέ τους!», λέει χαρακτηριστικά μια ηθοποιός. Γιατί αυτή η παράσταση διαχειρίζεται με θαυμαστή ενσυναίσθηση και ανθρωπιά τον αρχαιότερο, αρχετυπικό φόβο του ανθρώπινου όντος.
Συντελεστές
Ιδέα – Καλλιτεχνική διεύθυνση: Ελένη Δημοπούλου
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
Έρευνα – Συγγραφή κειμένου: Ελένη Ευθυμίου & Ομάδα «Εν δυνάμει»
Δραματουργία: Ελένη Ευθυμίου
Μουσική: Ελένη Ευθυμίου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ευαγγελία Κιρκινέ
Χορογραφία – διδασκαλία κίνησης: Τάσος Παπαδόπουλος
Σχεδιασμός φωτισμών: Richard Anthony
Συνεργάτιδα μουσικός – Σχεδιασμός Ήχου (sound design): Σοφία Καμαγιάννη
Φωνητική διδασκαλία: Έλενα Μουδίρη Χασιώτου
Συνεργάτης σκηνογράφος: Richard Anthony
Βοηθός στη δραματουργία: Γιώτα Κουϊτζόγλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θέμης Θεοχάρογλου
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη
Βοηθός φωτιστή: Χρήστος Σιούμης
Ηχολήπτης: Γιώργος Χαριζάνης
Συντονισμός και οργάνωση ομάδας Εν δυνάμει: Παναγιώτης Ματζίρης, Θεοχάρης Μπαϊρακταρίδης
Βοηθοί σκηνοθέτη στον πρώτο σχεδιασμό της παράστασης: Γιώτα Κουϊτζόγλου, Γιώργος-Ζήσης Μπιλιώνης
Κατασκευή σκηνικών: Παναγιώτης Μακρής, Richard Anthony
Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά
Βίντεο promo trailer: Ορέστης Ψωμόπουλος
Βίντεο promotrailer Μοντάζ: Δημήτρης Ζάχος
Φωτογραφίες: Σταυρούλα Ντολοπούλου
Υπεύθυνος Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων: Απόστολος Λιάπης
Επί σκηνής - Ομάδα Εν Δυνάμει: Μύριαμ Σοφία Αρτζανίδου, Χριστίνα Ασλανίδου, Γιάννος Γαβαλάς, Λένα Γκαντιά, Μαρία Δαχλύθρα, Χρύσα Ιωαννίδου, Μαργαρίτα Καιναδά, Πετρή Καραδημητρίου, Φιόνα Κατοίκου, Θεανώ Κόντα, Βαγγέλης Κοσμίδης, Ηλίας Κουγιουμτζής, Γιώτα Κουϊτζόγλου, Νίκος Κυπαρίσσης, Σοφία Κύρινα, Άγγελος Κωνσταντίνου, Ευτέρπη Κώστα, Νικολέτα Λιάππα, Λωξάνδρα Λούκας, Δημήτρης Λύρας, Πάνος Ματζίρης, Θεοχάρης Μπαϊρακταρίδης, Γιώργος-Ζήσης Μπιλιώνης, Νικάρονας Μπιλιώνης, Σοφία Μπλέτσου, Θάνος Νανάσης, Μιχάλης Ντολόπουλος, Θεανώ Παπαβασιλείου, Νίκη Πεταλά, Βασίλης Πέτρου, Γιώργος Πούλος, Χάρις Σερδάρη, Μαρία - Ταρσή Χελά, Ελίνα Τσιορμπατζή, Αλέξανδρος Χάτσιος
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.